Της Μαρίας Χούκλη
Γιατί, λοιπόν, ο Αλέξης Τσίπρας ξαφνικά προσπαθεί να συνεργαστεί με εκείνους που θεωρεί “εκτελεστές συμβολαίων θανάτου του ελληνικού λαού”; Στις αρχές του φθινοπώρου, φώναζε από το προεκλογικό βήμα της Καλαμάτας: “Στις 20 Σεπτέμβρη τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν”.
Υπό το κράτος των αντιδράσεων για το εμφυλιοπολεμικό σάλπισμα, έσπευσε να απαλείψει το “τους” και να εξηγήσει τι ακριβώς επιδιώκει να “τελειώσει”: το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα, της αναξιοπρέπειας, της υποταγής και της ανισότητας. Τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και τα συστήματα της διαπλοκής. Καλώς . Πολιτικά θεμιτό και απαραίτητο.
Όμως, πριν αλέκτορα φωνήσαι τρείς, κάλεσε τους εκπροσώπους του “χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος , της αναξιοπρέπειας και της υποταγής” να συμφωνήσουν ότι είναι καλό πράγμα να δημιουργηθούν hot spots στα νησιά για τους πρόσφυγες και κακό πράγμα να κόβονται οι συντάξεις! Ναι, με αυτή την σειρά, όπως πληροφορούμαι. Ο πρωθυπουργός αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγικής ομιλίας του στο προσφυγικό. Μείζον ζήτημα, χωρίς αμφιβολία, αλλά ένα θέμα που δεν συναντά και τις μεγαλύτερες αντιστάσεις από την αντιπολίτευση. Άρα; Έπρεπε να γίνει έξι ώρες κουβέντα για τα αυτονόητα και τα προαποφασισμένα;
Αφού στο μεταναστευτικό το μαχαίρι το κρατάει η Τουρκία και εκείνη πρέπει να μεταπειστεί, ενώ οι περικοπές στο ασφαλιστικό υπήρχαν στην συμφωνία με τους δανειστές. Είναι κοινό μυστικό ότι οι εταίροι ζητούν συνεργασία των κομμάτων για την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων. Μια ανακοίνωση για το προσφυγικό θα μπορούσε να εμφανιστεί στους θεσμούς σαν οιονεί στήριξη και στα άλλα; Αυτό σκέφθηκαν στο Μαξίμου; Όπως αυτοπαγιδεύθηκε ο Ερντογάν με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, έτσι την “πάτησε” και ο Αλέξης Τσίπρας. Αντί να εκμαιεύσει τη δημόσια συναίνεση της αντιπολίτευσης, φάνηκε να ενισχύει την καχυποψία της για τις πραγματικές του προθέσεις.
Δεν μπορεί να υπάρξει διακομματική σύμπλευση όταν οι προθέσεις του έχοντος την πρωτοβουλία της εθνικής συνεννόησης δεν είναι αγαθές. Δεν στοχεύουν σε λύση αλλά σε επικοινωνιακούς τακτικισμούς για να εκτεθεί ο αντίπαλος ή να φανεί στους δανειστές που πιέζουν για εθνική συνεννόηση ότι εκείνος τη θέλει αλλά δεν την θέλει η αντιπολίτευση.
Είναι σαν να έχεις βάλει εσύ φωτιά στο ετοιμόρροπο σπίτι στο οποίο κατοικούμε όλοι, να έχεις ζητήσει να το σώσεις μόνος σου και μετά να εγκαλείς τους προηγούμενους διαχειριστές γιατί τα πυροσβεστικά μέσα που δέχθηκες να χρησιμοποιήσεις προκαλούν χειρότερη ζημιά από το ίδιο το πρόβλημα. Να τους εγκαλείς γιατί είχαν ρημάξει το σπίτι, στο οποίο όμως εσύ έδωσες τη χαριστική βολή.
Ο πρωθυπουργός θα έπρεπε πρώτα να διασφαλίσει ότι υπάρχει η συναίνεση της κοινοβουλευτικής του ομάδας για τα επερχόμενα μέτρα. Και θα είχε δίκιο να μεμφθεί τους βουλευτές τους αν του την αρνηθούν, καθώς όλοι γνώριζαν απολύτως τι ψήφισαν το καλοκαίρι. Και αν όχι, τότε -λόγω του βεβιασμένου της κατάστασης- μέχρι τις εκλογές είχαν χρόνο να διαβάσουν τη συμφωνία με τους δανειστές.
Όσοι διαφωνούσαν δεν έπρεπε να είναι υποψήφιοι στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Τώρα, ουδείς αθώος. Δεν γίνεται να θέλουν να κάθονται στα κυβερνητικά έδρανα διατηρώντας άμωμη την αντιπολιτευτική ψυχή τους. Ούτε ο πρωθυπουργός προκειμένου να μην ταραχθεί η αριστερή συνείδηση των βουλευτών του και μπει σε περιπέτειες, να ζητάει να “λερώσουν” τα χέρια τους οι βουλευτές της αντιπολίτευσης με το επιχείρημα “το κάνατε στο “παρελθόν, τι πειράζει άλλη μια φορά”.
Οι 153 της συγκυβέρνησης φθάνουν και περισσεύουν να περάσουν τα μέτρα. Όμως, το πρόβλημα είναι τα μέτρα και αν οδηγούν στην έξοδο ή πιο βαθιά στο βάλτο. Κυνηγάμε πάλι την ουρά μας. Οι πολιτικοί αρχηγοί έπρεπε, πρέπει, να διαβουλευθούν για ένα Εθνικό Σχέδιο. Να διερευνήσουν αν συμφωνούν πού πρέπει να πάει η χώρα. Ποια χώρα θέλουν. Ποια μπορεί να είναι η νέα μας πίστη. Όχι να πλακώνονται σαν σχολιαρόπαιδια “εσύ φταις, όχι εσύ φταις περισσότερο”.
Πάμε κατά διαόλου. Αντί να στρώνει, η κατάσταση, περιπλέκεται. Η κρίση είναι πλέον απολύτως πολιτική. Το ύψος των εντός και εκτός συνόρων περιστάσεων και προκλήσεων είναι δυσθεώρητο και προφανώς το μπόι κανενός κόμματος δεν αρκεί για να περάσει πάνω από τον πήχη. Όλοι μαζί μπορούμε. Αλλά πριν έρθει η στιγμή που ούτε αυτό θα αρκεί για να μας σώσει.