Όλος ο πλανήτης παρακολουθεί τα γεγονότα στις ΗΠΑ μετά την απεχθή δολοφονία του Αφροαμερικανού George Floyd από λευκό αστυνομικό. Η κοινωνική αναταραχή σε πολλές αμερικανικές πόλεις μεταφέρει δύο πολιτικά μηνύματα: Από τη μία, καταδεικνύει την έλλειψη ανοχής της κοινωνίας απέναντι στις διακρίσεις που συνεχίζουν να υφίστανται. Από την άλλη, γίνεται σαφές πως η εκτός ορίων βία όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την βία, αλλά και, σπρώχνοντας τον κοινωνικό διάλογο για τα φυλετικά θέματα προς τα πίσω, υπονομεύει τον διαρκή πολιτικό και κοινωνικό αγώνα για την ισότητα.
Η δολοφονία Floyd αποτελεί κατά γενική ομολογία ένα στυγερό έγκλημα. Δεν γνωρίζουμε όμως αν πράγματι επρόκειτο για καθαρώς ρατσιστική αστυνομική αντίδραση, δεδομένου ότι κάποιοι παρόντες αστυνομικοί δεν ήταν λευκοί. Βεβαίως, ακόμα και αν η δολοφονία ήταν αποτέλεσμα αστυνομικής μόνο βίας, αυτό παραμένει προβληματικό.
Γεγονός είναι ότι η δολοφονία συνήγειρε τον προοδευτικό και φιλελεύθερο κόσμο της Αμερικής πίσω από την αντίληψη ότι η βία κατά της αφροαμερικανικής κοινότητας συνεχίζει να υπάρχει και να στοιχίζει τις ζωές αθώων και μη πολιτών στις ΗΠΑ.
Η αντίδραση του προέδρου Τραμπ στην δολοφονία, όπως και στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, δεν είχε την πολιτική δεξιότητα, την κοινωνική ευαισθησία και την πρακτική δυνατότητα να επιφέρει ηρεμία στα πνεύματα που απαιτείται να έχει η αντίδραση ενός ικανού Αμερικανού προέδρου. Αντιθέτως, θεωρήθηκε από πολλούς προκλητική.
Το κυριότερο για μένα είναι ότι υπήρξε αναποτελεσματική. Οι φλόγες δεν έσβησαν, δυνάμωσαν. Ασφαλώς το πρόβλημα δεν γεννήθηκε με την τωρινή διακυβέρνηση, είναι διαχρονικό. Όμως, από πρόεδρο σε πρόεδρο υπήρξαν πολλές διακυμάνσεις αποτελεσματικότητας στην αντιμετώπισή του.
Είναι γεγονός ότι, 155 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας και 56 μετά το Civil Rights Act του 1964, η φυλετική βία παραμένει στις ΗΠΑ και δεν εξαρτάται, όσο νομίζουν μερικοί, από το ποιος είναι πρόεδρος. Ακόμη και κατά την προεδρία Ομπάμα, ο αριθμός των κρουσμάτων αστυνομικής βίας κατά των Αφροαμερικανών ήταν αρκετά υψηλός. Εντός της αστυνομίας, αλλά και γενικότερα εντός της κοινωνίας, οι προκαταλήψεις κατά των μαύρων συνεχίζουν να είναι υπαρκτές και εξίσου υπαρκτά είναι και τα αποτελέσματα.
Επομένως, ακόμα και αν η εν λόγω δολοφονία δεν ήταν ρατσιστική – κάτι για το οποίο αμφιβάλλω – αυτό δεν σημαίνει ότι οι φυλετικές διακρίσεις και η βία είναι ανύπαρκτες, ούτε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να κινητοποιηθούν ώστε να τερματίσουν αυτή την απάνθρωπη κατάσταση.
Η βία κατά των Αφροαμερικανών είτε από επίσημους κρατικούς (π.χ. αστυνομία), είτε από μη επίσημους φορείς (π.χ. ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις) είναι υπαρκτή και από την στιγμή που το κράτος δεν μπορεί να βάλει τέλος σε αυτή, η κοινωνία διεκδικεί τον τερματισμό της πιέζοντας την πολιτεία είτε μέσω των ΜΜΕ είτε στα πεζοδρόμια, είτε ειρηνικά είτε βίαια.
Το ίδιο γίνεται παντού: στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ο Ζακ Κωστόπουλος, κατά πάσα πιθανότητα, δεν σκοτώθηκε επειδή ανήκε στην LGTBQ κοινότητα, όμως αυτό το τραγικό γεγονός αποτέλεσε την αφορμή για τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν κατά των διακρίσεων και της βίας που όντως αντιμετωπίζει η κοινότητα αυτή στην χώρα μας.
Όμως:
Η τυφλή βία που ακολούθησε τη δολοφονία Floyd τραυματίζει ηθικά, στην συνείδηση του μέσου φιλήσυχου Αμερικανού, την αξίωση που έχουν τα προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας για τερματισμό της ρατσιστικής βίας. Οι βανδαλισμοί και οι λεηλασίες δεν τιμούν την μνήμη των νεκρών (βλ. επέτειο δολοφονίας Αλέξη Γρηγορόπουλου).
Βέβαια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ιστορικά η βία έχει πολλές φορές οδηγήσει στην αποκατάσταση καταπιεσμένων ομάδων ή και λαών. Αυτό έγινε εν μέρει στις ΗΠΑ με το Civil rights movement (1955 – 1973), καθώς και στη Νότια Αφρική (μέχρι το 1994). Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της βίας που παρατηρείται σήμερα στις ΗΠΑ δεν αφορά την διεκδίκηση των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών.
Βλέπουμε την καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, λεηλασίες και πλιάτσικο. Αυτό έχει αφενός βαθύτερα αίτια, όπως τις ανισότητες (φυλετικές ή μη) και την φτώχεια, αφετέρου δε πρέπει να παραδεχθούμε ότι σε τέτοιες καταστάσεις υπάρχουν στοιχεία που επωφελούνται για πλιάτσικο.
Στα σοβαρά αίτια συγκαταλέγεται ασφαλώς και η αυξηθείσα φτώχεια και ανέχεια με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι πολλοί Αμερικανοί, ιδίως εκείνοι που εργάζονταν «μαύρα», εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού και του επακόλουθου lockdown. Από την άλλη μεριά βλέπουμε ομάδες πολιτών, προερχόμενων κυρίως από την άκρα δεξιά, αλλά και από την ακροαριστερά, να κυκλοφορούν ένοπλοι απειλώντας περαιτέρω την τάξη και την ασφάλεια. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον αγώνα για ελευθερία, ισότητα και ευημερία.
Επομένως, η βία που παρατηρείται στις πόλεις των ΗΠΑ πρακτικώς δεν σταματάει την ρατσιστική βία. Αντιθέτως, προκαλεί περαιτέρω βία και υπονομεύει ηθικά τις άοκνες προσπάθειες χιλιάδων Αμερικανών που διαδηλώνουν ειρηνικά και έχουν πραγματικό στόχο την φυλετική και κοινωνική ισότητα.
Με απογοήτευση είδα στον λογαριασμό μου στο Facebook «φίλους» να πανηγυρίζουν για το κάψιμο ενός αστυνομικού τμήματος ή για τον θάνατο ενός αστυνομικού μη συνειδητοποιώντας ότι με την στάση τους δεν διαφέρουν από εκείνους που δολοφόνησαν τον George Floyd ή άλλους αθώους πολίτες.
Τα άτομα αυτά δεν μπορούν να καταλάβουν ότι με την στάση τους δίνουν πάτημα στους υποστηρικτές της αντίθετης πλευράς να αποδομήσουν τα επιχειρήματα των «ακτιβιστών». Όταν, για παράδειγμα, οι βίαιες διαδηλώσεις οδήγησαν σε θάνατο ενός Αφροαμερικανού αστυνομικού το σύνθημα "Black Lives Matter" δέχτηκε ένα πλήγμα από τους αντιπάλους των διαδηλωτών.
Μια νότα αισιοδοξίας δίνουν οι εικόνες όπου οι πολίτες διαδηλώνουν ειρηνικά και οι αστυνομικές δυνάμεις δεν δείχνουν το βίαιο πρόσωπό τους, αλλά συμπαραστέκονται στους διαδηλωτές, δίνοντας την ελπίδα ότι ο αληθινός αγώνας για τον τερματισμό της ρατσιστικής βίας συνεχίζεται και κάποτε θα δικαιωθεί.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως όλοι οι πολίτες με δημοκρατική συνείδηση πρέπει να διεκδικήσουμε την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων. Οφείλουμε όμως να το κάνουμε ειρηνικά, χωρίς βία, ειδάλλως θα υπονομεύσουμε μόνοι μας στα μάτια πολλών συμπολιτών μας τον μακροχρόνιο αγώνα για την ειρήνη και την ισότητα, επιτρέποντας στον κάθε αντιδραστικό να αποκαλεί τους διαμαρτυρομένους για τις ανισότητες τρομοκράτες και «μπαχαλάκηδες».
* Ο Γιώργος Μενενσιάν είναι Διεθνολόγος