Του Γιάννη Παντελάκη
Οι πιο θλιβερές στιγμές το βράδυ της Τρίτης στη Βουλή ήταν εκείνες όπου σχεδόν μαζικά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ χειροκροτούσαν και επιδοκίμαζαν τις ατάκες του Καμμένου. Ήταν οι ίδιοι που έβρισκαν παλαιότερα χαριτωμένες τις χυδαιότητες του ίδιου («στα τέσσερα εσείς»), είναι οι ίδιοι που δεν βρίσκουν παράταιρο να συνεργάζονται με αυτό το συνονθύλευμα ακροδεξιών λαϊκιστών, είναι οι ίδιοι που δεν ενοχληθήκαν από τα εθνικολαϊκά κιτς πανηγύρια Καμμένου - Δούρου ένα χρόνο πριν. Είναι ακόμα οι ίδιοι που δεν είχαν κανένα πρόβλημα ν'' αποδεχτούν από την αρχή της κυβερνητικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ τη συνεργασία μαζί του χωρίς όρους και χωρίς προϋποθέσεις.
Δυστυχώς (για τους καλοπροαίρετους και ανιδιοτελείς ψηφοφόρους και κάποια στελέχη του βασικού κυβερνώντος κόμματος), ο χρόνος και οι πράξεις που τον συνοδεύουν επιβεβαιώνουν εκείνους που από την αρχή αυτής της συνεργασίας έλεγαν πως ο λαϊκισμός που συνυπάρχει στα δυο κόμματα λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία η οποία ενισχύεται από τη διάθεση και των δυο να μείνουν γαντζωμένοι στην εξουσία. Έστω και αν αυτή με πραγματικούς αριθμούς στηρίζεται σε μια πλαστή πλειοψηφία. Δυστυχώς και για την ίδια την Αριστερά, η οποία, σαν έννοια και πρακτική, τέτοια δυσφήμιση δεν είχε γνωρίσει ποτέ.
Το βράδυ της Τρίτης, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ χειροκρότησαν περισσότερο τις ατάκες του Καμμένου από εκείνες του αρχηγού τους. Τον βρίσκουν τόσο χαρισματικό άραγε; Αλλά ακόμα και αν αυτό (τους) συμβαίνει, δεν θεωρούν χρήσιμο να κρατήσουν μερικές στοιχειώδεις αποστάσεις από τον ακροδεξιό εταίρο; Ούτε όταν αυτός χρησιμοποιεί λαϊκίστικη και ακραία δεξιά ρητορική; Προφανώς όχι. Αυτή είναι η κατηγορηματική πια απάντηση, αφού ήδη έχουν προηγηθεί πολλά γεγονότα που λειτουργούν συμπληρωματικά. Όπως εκείνες οι περιβόητες δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ λίγες εβδομάδες πριν που διαπίστωναν πως «αυτά που μας ενώνουν με τους ΑΝΕΛ είναι απείρως περισσότερα από αυτά τα λίγα που μας χωρίζουν». Δηλώσεις κατά βάθος απόλυτα ειλικρινείς, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος.
Αν υποθέσουμε ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια επιλογή μονόδρομο (αυτή της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ), επειδή ήταν ή για την ακρίβεια δήλωναν ότι ήταν αντιμνημονιακά κόμματα (επάνω σ'' αυτό το αφήγημα ενισχύθηκε ο λαϊκισμός τους), μετά τη συμφωνία και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, τι δικαιολογία είχαν για να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία; Την κοινή στάση τους απέναντι στα διαπλεκόμενα, έλεγαν. Η συνέχεια έδειξε πως η στάση τους δεν διαφέρει από εκείνους που κατήγγειλαν. Οι μυστικές επαφές Τσίπρα με τους κύριους εκπροσώπους της διαπλοκής –και όχι μόνο αυτό– τους ακύρωσαν κι αυτό το επιχείρημα. Και το μόνο που απέμεινε, όλα δείχνουν πως είναι η κοινή διάθεση για νομή της εξουσίας.
Σε όλη την Ευρώπη (ακόμα και στη χώρα μας τις λίγες φορές που συγκροτήθηκαν κυβερνήσεις συνεργασίας), πριν μια κυβερνητική συμμαχία προηγούνται κάποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο ή περισσότερων πλευρών. Αναζητείται ένας κοινός στόχος, μια συμφωνία που θα βασίζεται σ'' ένα κοινό πρόγραμμα με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά και αρχές. Στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η συνεργασία έμοιαζε σαν να ήταν αποφασισμένη από καιρό και οι μόνες διαπραγματεύσεις αφορούσαν στον αριθμό των υπουργείων που θα έπαιρνε ο καθένας, το μοίρασμα της εξουσίας. Είναι ενδεικτική η αποκάλυψη Κωνσταντοπούλου για τις πρώτες ημέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας και τις συζητήσεις που έκανε με τον Τσίπρα γι'' αυτές «Με οδύνη διαπίστωσα, μέσα από την εμπειρία του 2015, ότι πολλές από τις επιλογές τότε του Α. Τσίπρα δεν εκπορεύονταν από στάση αρχής και αναφορά σε αξίες, αλλά καθαρά από κομματικό και προσωπικό οπορτουνισμό».
Νομίζω πως τελικά η εικόνα το βράδυ των εκλογών του περασμένου Σεπτεμβρίου, όπου ο Καμμένος ανέβηκε στην εξέδρα του ΣΥΡΙΖΑ, αγκαλιάστηκε με τον Τσίπρα και μαζί χαιρετούσαν το συγκεντρωμένο πλήθος, δεν ήταν μια εικόνα της στιγμής. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που χειροκροτούσαν τον Καμμένο το βράδυ της Τρίτης το επιβεβαίωσαν. Τραγικό, αλλά πραγματικό…