Της Ειρήνης Αγαπηδάκη*
Τα κόμματα που κυβέρνησαν στα 40 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου παρήγαγαν πολιτική –αυτό σημαίνει ότι μαζί με τα σωστά έκαναν και λάθη. Άλλος τρόπος παραγωγής πολιτικού λόγου και δράσης δεν υπάρχει. Ζούμε την απίστευτη κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα χρησιμοποιεί τις δυνατότητες της αστικής δημοκρατίας για να καταλάβει την εξουσία και καταφέρνει μέσα σε έναν μόλις χρόνο να γκρεμίσει ή έστω να αλλοτριώσει σχεδόν όλα όσα δημιουργήθηκαν κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, με τη φιλοδοξία να εγκαθιδρύσει καθεστώς. Ο πολιτικός λόγος και η δράση υποκαθίστανται ολοένα και περισσότερο από την επιμόλυνση των λέξεων και την πρόδηλη απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών που υπηρετούν με συνέπεια τον κοινό παρονομαστή των πτυχών της καθεστωτικής λειτουργίας: την αυταρχικότητα.
Είναι αλήθεια ότι οι κοινωνίες αλλάζουν αργά. Μάλιστα, αν δεν υπήρχε η πολιτική, δε θα μπορούσαμε καν να διαπιστώσουμε τις αλλαγές, διότι η ζωή μας διαρκεί λιγότερο από όσο χρόνο απαιτείται για να συμβούν με «φυσικό» τρόπο. Χάρη στην πολιτική όμως, η γενιά των τωρινών 50ρηδων και 60ρηδων, παρ' ότι έζησε την εχθρότητα, τη μισαλλοδοξία, τα τραύματα και τον σπαραγμό του εμφυλίου, μπόρεσε να μεγαλώσει ειρηνικά, να μορφωθεί ακόμη και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, να εργαστεί και να παραγάγει πλούτο. Αν συγκρίνει κάποιος (που βρίσκεται σε αυτές τις ηλικίες) τον εαυτό του με τους γονείς του, θα διαπιστώσει ότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί είναι αλματώδης και σχεδόν... παράλογη!
Αυτά ακριβώς τα τετριμμένα, αλλά όχι δεδομένα, είναι τα πολύτιμα επιτεύγματα της πολιτικής της μεταπολιτευτικής περιόδου: η Υγεία, η Εκπαίδευση, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, η δυνατότητα για προκοπή. Αυτά ακριβώς επιχειρείται να καταλυθούν, εξαιτίας της συνειδητής προσπάθειας να μετατραπεί η χώρα σε «σοβιετικό μαυσωλείο», με αρωγό την ανεπάρκεια, η οποία, αδυνατώντας να απαντήσει έγκαιρα και αποτελεσματικά στις καθημερινές προκλήσεις της πραγματικότητας, μας παρασύρει ολοένα και πιο μακριά από τα δημοκρατικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Φυσικά, αυτή η απομάκρυνση, που συμβαίνει δίκην τεκτονικής δράσης, αφορά και την ταυτόχρονη απομάκρυνση από τα «ευρωπαϊκά ιδεώδη».
Ωστόσο, δε χρειάζεται να επικαλούμαστε συνεχώς τη σύνδεση με τη «μαμά - Ευρώπη» για να αυτό-προσδιοριζόμαστε. Δημοκρατία υπήρχε στην Ελλάδα και πριν την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Ανάπτυξη δεν υπήρχε. Η εύρυθμη θεσμική λειτουργία μπορεί να αποκατασταθεί και πάλι, μέσω των εκλογών. Για την παλινόρθωση της οικονομίας, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων.
Σε αυτήν την τόσο επείγουσα και επικίνδυνη συγκυρία, καλούμαστε, καταρχάς, να μην προδώσουμε το παρελθόν μας. Τα ποσοστά της αποχής δείχνουν πως οι πολίτες αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από τους πολιτικούς, λησμονώντας ότι αν η πολιτική δε μπορεί να δώσει τη λύση, τότε δε μπορεί κανένας. Το ερώτημα πια δεν είναι «τι», αλλά «ποιον» να εμπιστευτώ; Σε συνθήκες μεγάλης κρίσης, όπως η παρούσα, η κομματική ταυτότητα υποχωρεί μπροστά στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Πλέον, τα πάντα έχουν ειπωθεί για τα αίτια και τις λύσεις της ελληνικής κρίσης, δεν είμαστε στα επίπεδα της «άγνοιας» που βρισκόμασταν το 2011.
Αυτό που μένει είναι τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να κουβαλήσουν το βάρος των αποφάσεων και της υλοποίησής τους. Αυτά περιμένουν οι πολίτες για να επενδύσουν την εμπιστοσύνη τους. Και αυτά δε βρίσκονται στην περιθωριακή έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας που οριοθετεί τον εαυτό της με «αβυσσαλέο» τρόπο, ούτε στη μεταρρυθμιστική ελίτ που είναι πολύ καλή για να τσαλαβουτήσει στο βόρβορο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Είναι εκεί έξω. Είναι οι 50ρηδες και οι 60ρηδες που διαθέτουν την εμπειρία, αλλά είναι ακριβώς αυτή που τους εμποδίζει να πράξουν –γνωρίζουν αρκετά καλά, πως μια ευκαιρία υπάρχει για να βγούμε από το τέλμα, αν δαπανηθεί άσκοπα, δε θα υπάρξει άλλη, η χώρα θα βουλιάξει γρηγορότερα κι από τον Τιτανικό. Υπάρχουν όμως και οι 30ρηδες, οι 40ρηδες που έχουν την ορμή και αντέχουν να πάρουν το ρίσκο. Η συγκρότηση της ντόπιας «Φιλικής Εταιρείας» συμβαίνει ήδη.
Δε χρειαζόμαστε τις «Μεγάλες Δυνάμεις», για να απαλλαγούμε από τη λιτανεία του καθεστωτισμού. Ίσα - ίσα, πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας, για να μπορέσουμε επιτέλους να επανέλθουμε σε επίπεδο ισοτιμίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Αν η εθνοσωτήριος κυβέρνηση παραμείνει στην εξουσία, δε θα μας γυρίσει στο 2011, αλλά πριν το 1974. Ελπίζω τα «γνήσια τέκνα της μεταπολίτευσης» να μην προδώσουν το παρελθόν τους.
* Η κ. Ειρήνη Αγαπηδάκη είναι ψυχολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Προαγωγή & Αγωγή Υγείας και Υποψήφια Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.