Του Γιάννη Παντελάκη
Διαβάζω ότι ο Μητσοτάκης κέρδισε στα σημεία τον Τσίπρα. Δεν βλέπω από πού προκύπτει αυτό. Όπως δεν βλέπω και το αντίστροφο για το οποίο επιχαίρουν φιλικά προσκείμενοι στην κυβέρνηση αρθρογράφοι. Την υπεροχή του Τσίπρα δηλαδή. Δεν συνέβη τίποτα απ'' όλα αυτά στη Βουλή το βράδυ της Τρίτης. Όπως δεν συμβαίνει και στην καθημερινά ασκούμενη πολιτική. Αν κάποιος σταθεί λίγο ψύχραιμα απέναντι στα πράγματα και δεν οδηγείται από οπαδικές αντιλήψεις, θα κατανοήσει πως το πολιτικό αδιέξοδο παραμένει. Μια κυβέρνηση ανερμάτιστη, μια αντιπολίτευση ανίκανη να εκφράσει τις ανάγκες των καιρών.
Αυτήν τη διαπίστωση δεν την καταγράφει μόνο μια προσπάθεια αντικειμενικής προσέγγισης των γεγονότων. Αλλά όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις που περιγράφουν τη διάθεση της κοινής γνώμης. Αυτές δείχνουν πως ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας όχι απλά νοιώθει πολιτικά άστεγο, αλλά δεν βλέπει και κάποια προοπτική. Παραμένει μακρυά από πολιτικές εκφράσεις, βιώνει πρωτοφανείς δυσκολίες, δεν ελπίζει σε πολλά. Οι κομματικοί μηχανισμοί και οι φορείς αναπαραγωγής τους προτιμούν ν'' αγνοούν αυτές τις παραμέτρους και να επιλέγουν τα στοιχεία εκείνα που δίνουν μια προσωρινή και αβέβαιη εικόνα της διάθεσης ενός μόνο τμήματος της κοινής γνώμης. Ποιος προηγείται στην πρόθεση ψήφου ή ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός. Ακόμα και σ'' αυτές τις παραμέτρους, ωστόσο, ξεχνούν να προβάλλουν την εκκωφαντική απάντηση «κανένας», που δίνει ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο αναλογικά, κομμάτι της κοινωνίας.
Τα καινούργια υποτίθεται στοιχεία που μπήκαν από τη συζήτηση στη Βουλή και εντάθηκαν τις επόμενες ημέρες και έως σήμερα ήταν στοιχεία που έρχονται από το παρελθόν. Αυτό το παρελθόν που τα ίδια τα κόμματα καταδικάζουν. Η κυβέρνηση ακολουθεί την τακτική εντυπωσιασμού με την ιδέα της εξεταστικής επιτροπής που θα δώσει απαντήσεις στον τρόπο δανειοδότησης των ισχυρών ΜΜΕ και των κομμάτων, η αξιωματική αντιπολίτευση μιμείται και το δικό της παρελθόν με το αίτημα για εκλογές. Απ'' όσες φορές στη μεταπολιτευτική ιστορία στήθηκαν εξεταστικές επιτροπές, ελάχιστες ήταν εκείνες που κατέληγαν σ'' ένα ουσιαστικό συμπέρασμα και πολύ περισσότερο σε αντικειμενική κατανομή ευθυνών. Κάθε κόμμα έβγαζε ένα δικό του πόρισμα και λίγο αργότερα οι υποθέσεις έμπαιναν στη συλλογική μας αμνησία. Το υπαρκτό θέμα του δανεισμού ΜΜΕ και κομμάτων είναι θέμα διερεύνησης από τη δικαιοσύνη.
Το αίτημα για προσφυγή στις κάλπες έξι μήνες μετά τις προηγούμενες δεν είναι παρά επίσης ένα αίτημα εντυπωσιασμού. Και προέρχεται από ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι ενδιαφέρεται για μια οικονομία που ήδη παραπαίει και μια κοινωνία που βρίσκεται σε οριακό σημείο. Εκλογές τώρα θα επιδείνωναν την όποια πραγματική οικονομία υπάρχει ακόμα και προφανώς θα έφερναν πάλι στον ορίζοντα τον τρόμο της εξόδου από το ευρώ και τις απίστευτες αρνητικές συνέπειες που αυτό θα έχει ιδιαίτερα για τους οικονομικά αδύνατους. Αλλά ακόμα και αν αγνοούσαμε αυτές τις συνέπειες και υποθέταμε πως δεν υπήρχαν, τι θα συνέβαινε με κάποιες νέες εκλογές; Στο υποθετικό ενδεχόμενο που πρώτο κόμμα ερχόταν η Ν.Δ., το πιο πιθανό σενάριο θα ήταν η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ ή κάποιο άλλο μικρό κόμμα. Και; Τι θεαματικά διαφορετικό θα βλέπαμε από μια τέτοια διακυβέρνηση;
Οι μνημονιακές υποχρεώσεις για τις οποίες έχουν δεσμευτεί και τα δυο μεγαλύτερα κόμματα οδηγούν σε επιλογές που αποτελούν μονόδρομο. Με μικρές μόνο παραλλαγές είναι αναγκασμένα να ακολουθήσουν την ίδια κατεύθυνση σε ο,τι αφορά στην οικονομία. Οι περίφημες θεωρίες των «ισοδύναμων μέτρων» ή του «παράλληλου προγράμματος» έχουν καταρρεύσει εδώ και καιρό…