Στον διάλογο πρέπει να πάμε με αυτοπεποίθηση, ως μια χώρα με ισχυρά διπλωματικά ερείσματα, μέλος της ΕΕ, χωρίς ανασφάλειες και φοβίες, με στόχο την προστασία της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία που επιβάλλεται να δρομολογήσουμε, δεν θα γίνει με εκπτώσεις.
Δεν υπάρχει επομένως λόγος να φοβόμαστε τον διάλογο, σημειώνει στο liberal.gr ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης. Με μια ευρηματική και ευέλικτη προσέγγιση, μπορούμε, όπως λέει ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, να φτάσουμε σε ένα πακέτο για την λύση των προβλημάτων, είτε μέσω διαπραγματεύσεων, είτε διαφορετικά μέσω προσφυγής στην Χάγη.
Για την σημερινή συνάντηση Μακρόν - Μέρκελ διαβλέπει μια πιθανή σύγκλιση προσεγγίσεων μεταξύ Γαλλίας - Γερμανίας, για τις χθεσινές δηλώσεις Μισέλ ότι «όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι» εκτιμά ότι θα υπερισχύσει η απροθυμία των Ευρωπαίων για κυρώσεις στην Τουρκία, ενώ μιλά για το ορόσημο της Κυριακής 23 Αυγούστου, οπότε και εκπνέει η τουρκική NAVTEX, ως προς για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά ενόψει και του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Πως είδατε τις χθεσινές δηλώσεις Μέρκελ ότι ανησυχεί για την Αν. Μεσόγειο, αλλά και για την ανάγκη διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά και εκείνες του Σ. Μισέλ ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι» υπονοώντας και κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας;
Ξεκινώ από τις δηλώσεις Μισέλ. Ορθώς είπε ότι όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι. Και αυτές αφορούν ακόμη και το ενδεχόμενο των κυρώσεων. Αν και υπάρχει μεγάλη απροθυμία από πλευράς ΕΕ να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία. Η εκτίμηση στις Βρυξέλλες είναι ότι αυτές δεν αποδίδουν, ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν την συμπεριφορά της Τουρκίας.
Βλέπουμε ωστόσο την ΕΕ να χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι δυνατόν να υιοθετεί άλλη στάση για την Λευκορωσία, όπου εξετάζει την επιβολή κυρώσεων και άλλη για την Τουρκία;
Στην περίπτωση της Λευκορωσίας δεν υπάρχουν ισχυρά πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα εκ μέρους της ΕΕ ή συγκεκριμένων χωρών σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για την Τουρκία. Επίσης όμως η ΕΕ θεωρεί ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Λευκορωσίας μπορούν να αποδώσουν. Αντίθετα, όσον αφορά την Τουρκία, η εκτίμηση των Βρυξελλών είναι ότι αν την στριμώξουμε μέσω κυρώσεων, μάλλον θα πετύχουμε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Δηλαδή η Τουρκία θα γίνει πολύ πιο ενοχλητική και επιθετική, ούτε θα αναχαιτίσουμε την επεκτατική της συμπεριφορά. Δεν ξέρω αν αυτή η εκτίμηση είναι ορθή. Γνωρίζω όμως ότι αυτή η προσέγγιση επικρατεί στις Βρυξέλλες, αυτή καθοδηγεί την πολιτική της.
Συνοψίζοντας, η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών στην ΕΕ, με επικεφαλής την Γερμανία, θέλουν μια κανονικοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία. Εκτιμούν ότι η μέχρι σήμερα πολιτική, από το 2016 και μετά, δεν απέδωσε. Δεν οδήγησε σε μια αλλαγή συμπεριφοράς από πλευράς της Άγκυρας. Νομίζουν λοιπόν ότι μια εξομάλυνση της σχέσης με την Άγκυρα, ενδεχομένως θα αποδώσει πολύ περισσότερα.
Το δείχνει και η χθεσινή δήλωση Μέρκελ. Η ίδια εκτιμά ότι για να υπάρξει εξομάλυνση των σχέσεων Ευρώπης - Τουρκίας, αυτό προϋποθέτει ως πρώτο βήμα την βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που ακολουθεί αυτή την προσέγγιση.
Σήμερα η Αν. Μέρκελ συναντάται με τον Εμ. Μακρόν. Τι να περιμένουμε;
Από την σημερινή συνάντηση να περιμένουμε πιθανόν μια σύγκλιση προσεγγίσεων μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας. Η εκτίμηση μου είναι ότι η σύγκλιση θα συγκεράσει τις απόψεις και θα κινείται πιθανό προς την πλευρά της Γερμανίας. Η συνάντηση Μακρόν - Μέρκελ είναι το ένα από τα τρία σημαντικά «ραντεβού» που έχουμε μπροστά μας, με ατζέντα και την Τουρκία. Τα άλλα δύο είναι το συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στις 28 Αυγούστου και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Σεπτεμβρίου.
Το τι θα συμβεί στο άτυπο Συμβούλιο υπ. Εξωτερικών της μεθεπόμενης Παρασκευής στο Βερολίνο, θα εξαρτηθεί από το πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση από την Κυριακή και μετά, οπότε και λήγει η τουρκική NAVTEX. Οσο για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 23-24 Σεπτεμβρίου έχουμε δρόμο μπροστά μας. Τα όσα θα μεσολαβήσουν μέχρι τότε, το πως θα έχει ισορροπήσει ή όχι η όλη κατάσταση, θα κρίνουν και το αν θα αποφασιστούν κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας.
Τι να αναμένουμε από την Κυριακή και μετά, εφόσον φυσικά η τουρκική NAVTEX δεν ανανεωθεί από κάποια νέα;
Είναι ένα σημαντικό ορόσημο εφόσον με την εκπνοή της NAVTEX, η Τουρκία σταματήσει και όλες τις επιθετικές της ενέργειες σε Αιγαίο και Αν.Μεσόγειο. Είναι σημαντικό, προκειμένου να ξεκινήσει ο διερευνητικός διάλογος μεταξύ των δύο χωρών, ο οποίος έχει ανασταλεί από το 2016. Η βασική μας προτεραιότητα είναι αυτός να ξεκινήσει. Μόνο μέσω του διαλόγου, ανοίγουμε εκείνη την διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στο να σπάσει ο φαύλος κύκλος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και ενδεχομένως, κάτω υπό προϋποθέσεις, να φτάσουμε στην επίλυση των προβλημάτων είτε μέσω διαπραγμάτευσης, είτε μέσω παραπομπής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον διάλογο. Θα πρέπει να πάμε σε αυτόν με αυτοπεποίθηση, με ασφάλεια, είμαστε μια χώρα ισχυρή, με διπλωματικά ερείσματα και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν υπάρχει λόγος να καλλιεργούνται ανασφάλειες και οι φοβίες.
Επιβάλλεται να δρομολογήσουμε μια διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων με στόχο την προστασία της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η επίλυση δεν θα γίνει με εκπτώσεις. Με μια ευρηματική και ευέλικτη προσέγγιση μπορούμε να φτάσουμε σε ένα πακέτο για την λύση των προβλημάτων, είτε μέσω διαπραγματεύσεων, είτε μέσα προσφυγής στην Χάγη.
Διαφορετικά, όσο παραμένει η σημερινή κατάσταση, θα ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος τουλάχιστον ενός θερμού επεισοδίου. Δεύτερον, θα επιτείνεται η αστάθεια στην περιοχή που επηρεάζει και την οικονομία. Τρίτον, η μη επίλυση των προβλημάτων έχει ένα τεράστιο οικονομικό κόστος για την Ελλάδα.
Το θέμα βέβαια πάντα είναι με τι όρους θα πάμε στο διάλογο…
Ας κάνουμε εδώ μια διευκρίνιση. Άλλο πράγμα είναι ο διερευνητικός διάλογος και άλλο η διαπραγμάτευση. Στον πρώτο προσπαθούμε να διερευνήσουμε τις προθέσεις, τους στόχους, τα όρια που έχει η κάθε πλευρά. Επομένως δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ατζέντα του διερευνητικού διαλόγου. Εάν λοιπόν και εφόσον σημειωθεί πρόοδος στον διερευνητικό διάλογο και διαπιστωθούν συγκλήσεις, τότε και μόνο τότε θα οδηγηθούμε στην διαπραγμάτευση. Η ατζέντα της θα είναι προφανώς πολύ πιο αυστηρή.
Εδώ θέλω να υπενθυμίσω κάτι ιδιαίτερα σοφό, το οποίο είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1978. Τότε είχε πει ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ένα πρόβλημα, μια αξίωση που θέτει η Τουρκία, έστω και αν την θέτει με προκλητικό τρόπο. Θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε. Επομένως δεν έχει νόημα να σπρώξουμε κάποια ζητήματα κάτω από το χαλί. Με βάση αυτή την λογική θα πρέπει να προσδιορίσουμε και την ατζέντα των διαπραγματεύσεων.
* Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.