Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Το 1978 ο Τζουντ Βανίσκι δημοσίευσε τη διάσημη στον χώρο των οικονομολόγων εργασία του «The Way the World Works». Σε αυτή κατέδειξε τη σημασία της φορολογικής πολιτικής για την οικονομική ανάπτυξη. Ο Βανίσκι εξήγησε, όπως λίγα χρόνια αργότερα και ο Τζορτζ Γκίλντερ στο μνημειώδες έργο του «Wealth and Poverty», ότι η βασική αιτία της ύφεσης της οικονομίας είναι ο περιορισμός των ιδιωτικών επενδύσεων που προέρχεται από την αυξημένη φορολόγηση των επιχειρήσεων και του κέρδους που καταλήγει στους μετόχους τους. Η συλλογιστική είναι απλή, εάν ένας επιχειρηματίας δεν πρόκειται να κερδίσει περισσότερα αυξάνοντας τον τζίρο της επιχείρησής του, τότε για ποιον λόγο να το κάνει;
Χωρίς πρόσθετο ρίσκο, πρόσθετο άγχος και πρόσθετη αβεβαιότητα θα έχει περίπου το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτή όμως η καθ'' όλα ορθολογική στάση οδηγεί συνολικά την οικονομία σε ύφεση και τα δημόσια οικονομικά σε υστέρηση. Η φορολογική πολιτική των επιχειρήσεων αποτελεί, λοιπόν, βασικό εργαλείο οικονομικής πολιτικής. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, τα έσοδα που προκύπτουν από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων (στην Ελλάδα το 7% κατά μέσο όρο). Δεύτερον, επειδή είναι ιδιαίτερα μεγάλη η ανάγκη να εξασφαλιστεί ένα ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον σε συνθήκες ισχυρού παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Στην Ελλάδα, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων, έπειτα από μία σημαντική πτώση τα έτη 2012-2014, ανέρχονται περίπου στο 1,9% του ΑΕΠ. Αν συγκρίνουμε όμως την εξέλιξη των φορολογητέων κερδών και του συνολικού φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων, το συμπέρασμα είναι ανησυχητικό και ενδεικτικό του πόσο εχθρικό στις επενδύσεις και στην επιχειρηματικότητα είναι το φορολογικό περιβάλλον στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της ΑΑΔΕ, ενώ τα φορολογητέα κέρδη ήταν το έτος 2017 μειωμένα σχεδόν κατά 20% σε σχέση με το έτος 2008, ο συνολικός φόρος μειώθηκε μόνο κατά 4%.
Ενώ έπειτα από διαδοχικές μειώσεις ο συντελεστής φορολόγησης εταιρικών κερδών είχε φτάσει το 2010 στο 20%, το 2015 εκτινάχθηκε στο 29%. Στο τέλος του 2018 η Ελλάδα είχε τον όγδοο (8ο) υψηλότερο συντελεστή μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Σε ό,τι αφορά τη φορολογία μερισμάτων, ο συντελεστής παρακράτησης φόρου τροποποιήθηκε τέσσερις φορές το διάστημα 2010-2016. Επιπρόσθετα από το 2011 επιβλήθηκε τέλος επιτηδεύματος στις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ η προκαταβολή φόρου αυξήθηκε από 80% σε 100% για τα κέρδη που προκύπτουν από το 2016 και μετά.
Πόσο φιλικό στις επενδύσεις και στην επιχειρηματικότητα είναι, λοιπόν, ένα φορολογικό περιβάλλον με υψηλή φορολογία, το οποίο ταυτόχρονα δεν παραμένει ποτέ σταθερό; Πόσο σαφή εικόνα μπορεί να έχει μία εταιρεία ή ένας επιχειρηματίας για το τι ισχύει στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων; Ταυτόχρονα, πόσα παράθυρα ανοίγει η νομοθεσία στη χώρα μας για το λεγόμενο «φορολογικό αρμπιτράζ»; Πόσο χρόνο και πόσους πόρους άραγε σπαταλούν οι φορολογούμενοι προκειμένου να αποφασίσουν τον τρόπο της επιχειρηματικής δραστηριοποίησής τους, απόφαση η οποία θα έπρεπε να εξαρτάται αποκλειστικά από μη φορολογικούς παράγοντες;
Οι οικονομολόγοι των οικονομικών της προσφοράς θα πρέπει να έχουν την Ελλάδα ως ένα από τα καλύτερα παραδείγματα προς αποφυγήν.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 9 Αυγούστου