Του Γιάννη Παντελάκη
Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα, εμφανίστηκαν δυο δημοσκοπήσεις τα ευρήματα των οποίων απέχουν μεταξύ τους κατά περίπου 15 μονάδες! Στη μια η Ν.Δ. προηγείται με 8 μονάδες, στη δεύτερη ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται με 7,5 μονάδες. Το φαινόμενο απόκλισης στην καταγραφή της διάθεσης της κοινής γνώμης προφανώς δεν είναι καινούργιο για τη χώρα μας. Άλλωστε, οι δημοσκοπήσεις περισσότερο χρησιμοποιούνται ως μηχανισμοί προπαγάνδας, παρά ως μέθοδοι μέτρησης των πολιτικών παραμέτρων. Ωστόσο, συνήθως οι αποκλίσεις αυτές κινούντο στα όρια μια στοιχειώδους λογικής που μπορεί να έχει και σπέρματα κάποια αλήθειας. Εδώ μιλάμε για κάτι που ξεφεύγει από τη λογική.
Αν κάποιος κάνει μια έρευνα στο διαδίκτυο, ενδεχομένως να βγάλει κάποια στοιχειώδη συμπεράσματα για το ποιος από τους δυο φορείς που πραγματοποίησε τις μετρήσεις βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, χρειάζεται η αναζήτηση του προφίλ των φορέων, ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτούς, τι μετρήσεις έχουν κάνει στο παρελθόν, αν ανήκουν ή όχι σε κάποιο σύνδεσμο ο οποίος οφείλει να τηρεί στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας κοκ. Με δυο λόγια, δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνουν εύκολα οι αποδέκτες των μετρήσεων, οι αναγνώστες, οι ακροατές, οι τηλεθεατές. Και δεν θα το κάνουν, δεν μπορούν και δεν είναι και η δουλειά τους αυτή. Ο κάθε ένας από αυτούς θα αρκεστεί στη δημοσκόπηση που βρίσκεται πιο κοντά στη δική του αλήθεια και θα πορευτεί με αυτήν. Και παρ'' ότι οι δημοσκοπήσεις έχουν χάσει σημαντικό μέρος της αξιοπιστίας τους, εξακολουθούν να επηρεάζουν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Το πιο εντυπωσιακό σ'' αυτήν τη μικρή ιστορία είναι πως αντιμετωπίστηκε σαν κάτι συνηθισμένο, σαν κάτι που συμβαίνει. Δεν είδα να ενοχλούνται πολλοί από αυτήν την τεράστια απόκλιση 15 μονάδων. Ούτε οι πολιτικοί φορείς, οι σύνδεσμοι δημοσκοπήσεων, τα ΜΜΕ, κάποιος δημόσιος φορέας που όφειλε κοκ. Σχεδόν όλοι το αντιμετώπισαν με σιωπή. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Η αποδοχή του «παράλογου» (που δεν είναι ακριβώς παράλογο, αλλά στοχευμένα προπαγανδιστικό), ως μια πραγματικότητα. Κι αυτό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της συνολικής μας παρακμής.
Μια παρακμή, η οποία συμπληρώνεται με δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, ακόμα σχετικά δείγματα τα οποία αθροίζονται και προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο κινείται η χώρα και λειτουργεί η δημοκρατία της. Η καθημερινότητα και η ένταση των γεγονότων που διαδέχεται το ένα το άλλο τοποθετούν χαμηλά στη σειρά αξιολόγησης τέτοια φαινόμενα, παρ'' ότι η σημασία τους είναι τεράστια, αφού συμμετέχουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δεν τους δίνουμε ωστόσο τη σημασία που πρέπει. Κυρίως όσοι συνδιαμορφώνουμε την πολιτική ατζέντα. Το πιο ενδεικτικό είναι αυτό που αφορά στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ένα πολύπαθο όργανο, το οποίο, να υπενθυμίσουμε, εδώ και αρκετούς μήνες δεν λειτουργεί καν. Δεν υπάρχει.
Με ευθύνη των κομμάτων –κυρίως εξουσίας–, ένα όργανο που θα έπρεπε να παίζει καθοριστικό ρόλο στους όρους και λειτουργία των ηλεκτρονικών ΜΜΕ δεν υφίσταται. Ακόμα και με τις ψαλιδισμένες αρμοδιότητες που είχε στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα είναι η μεγέθυνση του χάους. Όποιος θέλει κάνει ο,τι θέλει, με πλήρη γνώση πως αυτό δεν θα έχει καμμιά συνέπεια, αφού κανένας δεν θα τον ελέγξει. Το χάος αυτό δεν αποτελεί μια τυχαία κατάσταση που οφείλεται σε μια συγκυρία γεγονότων. Αποτελεί μια συνειδητή επιλογή για κάποιους. Ένα όργανο που δεν λειτουργεί με γνώμονα τις δικές μας αλήθειες και δεν τις εξυπηρετεί καλύτερα να είναι απαξιωμένο ή ακόμα καλύτερα να μην υπάρχει.
Μια παραλλαγή της ιστορίας με τις δημοσκοπήσεις. Η μη εφαρμογή ενός αυστηρού πλαισίου λειτουργίας των εταιρειών που τις κάνουν, η ασυδοσία δηλαδή, δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Εξυπηρετεί πολλούς. Αν μια εταιρεία δεν μας δίνει τα ποσοστά που θέλουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα. Φτιάχνουμε μια άλλη που θα μας τα δώσει. Έτσι πριονίζουμε το δέντρο που λέγεται δημοκρατία, αλλά ποιος δίνει σημασία σ'' αυτό; Αυτό που ενδιαφέρει είναι να αναρριχηθούμε στην εξουσία με κάθε τρόπο ή να παραμείνουμε σ'' αυτήν με κάθε τρόπο. Τα υπόλοιπα αποτελούν λεπτομέρειες. Από αυτές τις λεπτομέρειες βέβαια προκύπτει ότι το 1/3 της κοινωνίας είτε αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν στο πολιτικό σκηνικό, είτε τα απορρίπτει. Είναι η μοναδική παράμετρος στην οποία συμφώνησαν και οι δυο φορείς που έκαναν τις συγκεκριμένες μετρήσεις…