Αγαπώ πολύ την παραλογοτεχνία. Μάλιστα, αν ξαφνικά εξαφανίζονταν όλα τα άλλα, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να διαβάζω μόνο τέτοια βιβλία για το υπόλοιπο του βίου μου. Tώρα, υπάρχει μία τεράστια παρανόηση εδώ. Παραλογοτεχνία (ένας αφελής, κάπως πονηρούλης όρος), ή «ελαφριά» λογοτεχνία (άλλος όρος που καλύτερα να μείνει ασχολίαστος…), ΔΕΝ είναι αυτό που νομίζουμε στην Ελλάδα, ΔΕΝ είναι αυτό που πιστεύουμε ότι «λέει η λέξη», κατιτί αυτόχρημα «κακό» ή χαμηλής ποιότητας. Ω του σφάλματος. Παραλογοτεχνία εννοούμε απλώς στη γλώσσα μας αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε «commercial fiction» ή «genre fiction», δηλαδή «εμπορική λογοτεχνία» ή «λογοτεχνία είδους», σε αντιδιαστολή με τη «literary fiction», αυτό που στα ελληνικά το λέμε συνήθως «λογοτεχνία» και ξεμπερδεύουμε, εννοώντας πάνω-κάτω είτε (α.) ένα κάπως βαρύ βιβλίο, με επίσης βαρύ θέμα, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα του, τη δομή του, τον λόγο του, το στιλ του (ή και την ιδεολογία του, αρκετά συχνά), παρά για την αφήγηση ή για το στόρι ή για τους χαρακτήρες — για να το θέσουμε χοντρικά, είτε (β.) οτιδήποτε δεν εμπίπτει στη «λογοτεχνία είδους», μεν, αλλά θέλει να περνιέται για «literary fiction», δε (χωρίς όμως να είναι).
Μαζί με μένα, αγαπούν βέβαια τη λεγόμενη παραλογοτεχνία και οι περισσότεροι αναγνώστες, και δη παγκοσμίως. Χάρη μάλιστα σε αυτήν και μόνο εκδίδεται και η literary fiction: μόνη της, η «σοβαρή λογοτεχνία» δεν θα τα κατάφερνε—τα βιβλιοπωλεία, και όλη η αγορά του βιβλίου, συντηρούνται από την πιο «ταπεινή» κόρη των Μουσών (και από τα παιδικά βιβλία). Χωρίς αυτή, το σύστημα των συγκοινωνούντων βιβλίων θα κατέρρεε.
«Παραλογοτεχνία», «ελαφριά» λογοτεχνία, «εμπορική λογοτεχνία» ή «λογοτεχνία είδους» είναι όλα αυτά τα μυθιστορήματα που διαβάζει ο πολύς κόσμος, και που μπορεί να είναι αστυνομικά, θρίλερ, περιπετειώδη, κοινωνικά, ιστορικά, αισθηματικά, γουέστερν, φαντασίας, επιστημονικής φαντασίας, τρόμου (τα τρία τελευταία ανήκουν στην κατηγορία του Φανταστικού, ή speculative fiction, που έχει μερικές δεκάδες υποείδη), κλπ. κλπ. Αυτά τα βιβλία και αυτοί οι συγγραφείς δίνουν πιο πολύ βάρος στην αφήγηση, στην ιστορία, στην πλοκή και στους ήρωες, χωρίς να πολυνοιάζονται για την καθαυτό γραφή. Παρά την όποια δομή τους, που μπορεί να διαφέρει πολύ ή λίγο, ή να παραλλάσσει από βιβλίο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, το γράψιμό τους συνήθως μοιάζει, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές: είναι «στρωτό», «βατό», χωρίς στολίδια, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς λέξεις που ανακαλύφθηκαν σε λεξικά κ.ο.κ.: η γραφή υπηρετεί το στόρι (και όχι το αντίθετο).
Και οι δύο αυτές μεγάλες κατηγορίες, η Λογοτεχνία και η Παραλογοτεχνία (όπως καταλάβατε, επαναλαμβάνω διαρκώς τη λέξη για να φύγει κάπως από πάνω της η ρετσινιά — όχι ότι είναι ανάγκη), και οι δύο κατηγορίες λοιπόν έχουν καλά, μέτρια, κακά και πολύ κακά βιβλία. Όπως άλλωστε έχουν και αριστουργήματα. Σε κάθε περίπτωση: η ένταξη ενός μυθιστορήματος στη μία ή την άλλη κατηγορία δεν σημαίνει το παραμικρό για την ποιότητά του. Υπάρχουν πολλά κακά «καλά μυθιστορήματα», και πολλά καλά «κακά μυθιστορήματα». Όπως υπάρχουν και ακόμη περισσότερα μέτρια «καλά» ή «κακά» μυθιστορήματα. Και πάλι, αυτό δεν είναι κατηγορία: η λογοτεχνική κιβωτός χτίζεται ακριβώς από αυτά τα «μέτρια», δεν χτίζεται από τον «Μόμπι-Ντικ», και σίγουρα όχι από τον «Οδυσσέα» — αυτά τα μεγάλα βιβλία είναι στολίδια, πίνακες στην καμπίνα του καπετάνιου.
Τα τελευταία χρόνια —ίσως δεκαπέντε με είκοσι— η αγορά απέκτησε και μία επιπλέον λογοτεχνική κατηγορία, την «upmarket fiction». Η upmarket fiction είναι μία ενδιάμεση κατάσταση, καθώς κινεί το ενδιαφέρον και των δύο «κοινών»: και το κοινό της εμπορικής και το κοινό της «καλής», «σοβαρής», «δύσκολης» λογοτεχνίας (που συχνά είναι πολύ εμπορική βέβαια!), ή έστω την τομή των δύο «κοινών», των δύο αυτών συνόλων. Μιλάμε για έναν μεγάλο όγκο βιβλίων που γράφτηκαν με διπλή «συνταγή»: και ποιότητας, και εμπορικότητας. (Το λέμε εντελώς σχηματικά αυτό, καθώς, θυμίζουμε, και τα «παραλογοτεχνικά» βιβλία μπορούν να είναι υψηλής ποιότητας: υπάρχουν πάμπολλα, αν θέλετε, αστυνομικά μυθιστορήματα διαφόρων σχολών που είναι κορυφαία βιβλία — κορυφαία. Και δεν εννοούμε μόνο την Κρίστι ή τον Τσάντλερ, αλλά και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς, από τον Ελρόι μέχρι το γαλλικό πολάρ που πουλάει πολύ στην Ελλάδα). Και, μιας και ο λόγος για συνταγή, ας σκεφτούμε ένα γαστριμαργικό ανάλογο — ένα κλασικό πιάτο που σέβεται την παραδοσιακή συνταγή, αλλά είναι φτιαγμένο με πιο «εκλεπτυσμένα», πιο γκουρμέ υλικά.
Εντέλει, το upmarket μυθιστόρημα αφορά, λιγότερο ή περισσότερο, όλους τους αναγνώστες, αν απλώς εξαιρέσουμε τους πολύ παθιασμένους με το ένα και με το άλλο είδος λογοτεχνίας: υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταδέχονται να διαβάσουν τίποτε ταπεινότερο από Τόμας Μπέρνχαρντ φέρ’ ειπείν (και πολύ καλά κάνουν) και κάποιοι τίποτε πιο απαιτητικό από ένα «βίπερ» (και πολύ καλά κάνουν επίσης). Ένα μυθιστόρημα ανήκει στην upmarket πεζογραφία όταν είναι καλογραμμένο και προσεγμένο ως την παραμικρή λεπτομέρεια, προσφέροντας ταυτόχρονα μια χορταστική ιστορία με ανατροπές, έντονα συναισθήματα, σασπένς, μυστήριο και, φυσικά, έρωτα. Είναι, αν θέλετε, «literary commercial fiction». Το upmarket μυθιστόρημα ξέρει καλά τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούμε (και διαβάζουμε) όλοι. Ξέρει τους καλούς και κακούς περισπασμούς της καθημερινότητας, την ταχύτητα της σύγχρονης ζωής, τους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της. Ζει και αναπνέει στο σήμερα. Και θα ζει και θα αναπνέει και στο αύριο, παρέα με τους δύο συμμάχους του της αγοράς του βιβλίου, τη literary fiction και την commercial fiction — αυτό είναι παραπάνω από σίγουρο.
Θα τελειώναμε εδώ, αλλά, επειδή η στήλη αγαπά και τα ηθικά διδάγματα, να ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα όλων αυτών που είπαμε: διαβάζετε ό,τι αγαπάτε περισσότερο — και κάντε το με πάθος και με απόλαυση.