Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο άνθρωπος που καθόταν απέναντι μου, ένα πράγμα δεν μπορούσε να χωνέψει. Ενώ έσωσε το μαγαζί του την οκταετία της σκληρής κρίσης, κινδυνεύει να το κλείσει τώρα που υποτίθεται ότι μπήκαμε στην ανάπτυξη. Του φαίνεται ανυπόφορο, ασύλληπτο. Κι ενώ αρνήθηκε να μπει στο στρατόπεδο των αγαναχτισμένων όταν όλοι έτριζαν τα δόντια και ακόνιζαν τα μαχαίρια τους, κατέληξε σήμερα να αυτοαποκαλείται νεοαγαναχτισμένος.
«Εγώ κύριε» μου λέει με μάτι που γυαλίζει, «κράτησα την επιχείρηση μου ζωντανή, όταν όλες οι υπόλοιπες που ήταν στεγασμένες γύρω μου έπεσαν η μια μετά την άλλη. Από το 2010 ως το '18 έφαγα τα κομμάτια μου πάνω σ' αυτό το μαγαζί. Είχα 24 υπαλλήλους όταν συνειδητοποιήσαμε την κρίση. Τους έκανα 20, μετά 16, μετά 10, μετά 7 και τώρα είναι μόλις 4. Διπλασίασα τις ώρες προσωπικής δουλειάς, έφερα και την γυναίκα μου να δουλέψει στο ταμείο.
Μείωσα τις τιμές στο μισό, μπήκα στην ιστορία των προσφορών μέσω internet, έφαγα όλα τα λεφτά που είχα αποταμιεύσει προσπαθώντας να κρατήσω την επιχείρηση ζωντανή. Μείωσα το ποσοστό κέρδους από 20-25% που ήταν προηγούμενη δεκαετία στο 5%, άρχισα να κάνω τη μια ρύθμιση πάνω στην άλλη αλλά δίχως να αφήσω κάποια να μου ξεφύγει τελείως. Κατέληξα να μάθω να ζω μαζί με την οικογένεια μου με ελάχιστα χρήματα, ίσα να βγαίνουν οι μήνες. Διακοπές έχω να πάω τέσσερα χρόνια, το αυτοκίνητο μου που το άλλαζα κάθε πενταετία σήμερα έχει πάνω του 280.000 χιλιόμετρα.
Παρά ταύτα, αλήθεια σας το λέω, είχα μέσα μου μια ανομολόγητη περηφάνια. Είχα καταφέρει να κρατήσω το μαγαζί, όταν οι περισσότεροι συνάδελφοι μου αυτή τη στιγμή είναι χρεωμένοι και καταθλιμμένοι ιδιώτες. Οι μισοί απ' αυτούς δεν έχουν να φάνε, χρωστάνε παντού και πάνε με την κάρτα του ανασφάλιστου στα νοσοκομεία για να πάρουν ψυχοφάρμακα. Εγώ τα είχα καταφέρει καλύτερα απ' αυτούς και στο κάτω-κάτω, σωστή επιχειρηματικότητα είναι να τα βολεύει κανείς στα δύσκολα, ώστε να ξανακερδίσει όταν θα ξανάρθουν τα εύκολα.
Έλα όμως που αυτά τα εύκολα ή έστω τα φυσιολογικά δεν έρχονται. Ενώ οι τηλεοράσεις φωνάζουν ότι βγήκαμε πια στο ξέφωτο, εγώ κοιτάζω τις εισπράξεις τρίμηνο το τρίμηνο κι όλο τις βλέπω να πέφτουν. Όχι δραματικά, αλλά λίγο-λίγο κάθε φορά. Κάθε τρίμηνο και λίγο πιο κάτω απ' το αντίστοιχο περυσινό. Τα φάκελα με τους λογαριασμούς συσσωρεύονται, τα mails από της εφορία και τον ΕΦΚΑ γεμίζουν τον υπολογιστή μου, ενώ η κατανάλωση όλο και πέφτει. Σα να είμαι σ' έναν βούρκο με κινούμενη άμμο κι όλο να με τραβά προς τα κάτω. Λίγο-λίγο κάθε μέρα.
Γλίτωσα τον ξαφνικό θάνατο στην αρχή της κρίσης και θα πάω από αργό βασανιστικό θάνατο την περίοδο που υποτίθεται ότι θα εκτοξευόμασταν προς την καινούρια και πιο υγιή ευημερία αφού είχαμε πια απομείνει οι δυνατοί και οι προσαρμοστικοί. Είναι σα να μου σφίγγουν μια θηλιά στον λαιμό μου, λίγο-λίγο κάθε μέρα. Και με πιάνει απελπισία, διότι δεν έχω πια άλλα επιχειρηματικά κόλπα να επιστρατεύσω, δεν έχω άλλα λεφτά να ξοδέψω, δεν έχω άλλο ποσοστό κέρδους να μειώσω, δεν έχω άλλους εργαζόμενους να απολύσω. Εδώ που τα λέμε, ούτε και κουράγιο έχω πια.
Και αγαναχτώ εν έτει 2018, διότι καταλαβαίνω ότι δεν είναι η κρίση αλλά μια συνειδητή πολιτική που πάει να με θανατώσει. Και δεν φτάνει που είμαι νεοαγαναχτισμένος, αρχίζω να θεωρώ τον εαυτό μου και απροσάρμοστο. Διότι κοιτάζω γύρω μου κι αντί να βρίσκω ανθρώπους έτοιμους να ξεσηκωθούν με τον αργό τους θάνατο και την αναξιοπρέπεια τους, βλέπω κάτι παρατημένους που το μόνο θέμα στις κουβέντες τους είναι αν θα μειωθεί η σύνταξη του παππού και πόσο θα είναι το έκτακτο επίδομα που θα τους δώσει η κυβέρνηση τα Χριστούγεννα. Τι να πω…»