«Η πανδημία είναι η χαρά του συνωμοσιολόγου. Εάν κατορθώνουν να διαδίδουν τα παρανοϊκά τους φούμαρα όταν… δεν συμβαίνει τίποτε, αναλογιστείτε πόσο πιο άκοπα (και πιο ολέθρια) μπορούν να τα διαδίδουν όταν ο εχθρός είναι παγκόσμιος, αόρατος, εν πολλοίς ασυμπτωματικός κι έξω… έχει λιακάδα.»
Ο Πέτρος Τατσόπουλος, ποτέ δεν μασούσε τα λόγια του, με όποιο κόστος, και μάλιστα πληρώνοντάς το.
Μιλώντας στο Liberal.gr για την επόμενη μέρα της πανδημίας, μίλησε για όλα. Για εκείνο «το διαβόητο «δεν ξέρω τι δεν ξέρω», το δόγμα που παραλύει τα πάντα, από τα χρηματιστήρια έως την καθημερινότητά μας, χίλιες φορές πιο τοξικό από το «ξέρω τι δεν ξέρω» ή το «ξέρω τι να περιμένω». Είναι το απόλυτο άγνωστο, το απόλυτο σκοτάδι».
Για το αντίκτυπό της πανδημίας όσον αφορά τους συγγραφείς «Ας είναι μικρή η λυπητερή και, δεν πειράζει, ας μην γράψουμε μεγάλα βιβλία». Και για το αύριο όλων: «Στο τέλος της ημέρας, μόνοι κερδισμένοι θα βγουν οι ψυχίατροι και οι διαιτολόγοι».
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα:
- Κύριε Τατσόπουλε, σας φοβίζει η επόμενη μέρα;
Συνήθως σε φοβίζει κάτι που γνωρίζεις ή κάτι που εικάζεις βασισμένος σε προγενέστερες εμπειρίες σου. Όταν αντιμετωπίζεις κάτι που δεν γνωρίζεις και που καμία από τις προγενέστερες εμπειρίες σου δεν μπορεί να συνδράμει ώστε να το εικάσεις, τότε ή δεν φοβάσαι καθόλου (παραδίδεσαι, με άλλα λόγια, σε μια μοιρολατρική μακαριότητα, que sera sera, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει) ή φοβάσαι σε βαθμό παραλυτικό. Είναι το διαβόητο «δεν ξέρω τι δεν ξέρω», το δόγμα που παραλύει τα πάντα, από τα χρηματιστήρια έως την καθημερινότητά μας, χίλιες φορές πιο τοξικό από το «ξέρω τι δεν ξέρω» ή το «ξέρω τι να περιμένω». Είναι το απόλυτο άγνωστο, το απόλυτο σκοτάδι. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι τρέμουμε μπροστά στον θάνατο, τον πιο μεγάλο από τους Μεγάλους Αγνώστους. Βέβαια, ο Επίκουρος μάς συμβούλευε να παραδοθούμε στη μακαριότητα, την αμεριμνησία, με ένα μάλλον πρακτικό επιχείρημα: «Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι τον θάνατο. Όταν εσύ είσαι παρών, ο θάνατος είναι απών· όταν ο θάνατος είναι παρών, εσύ είσαι απών». Πόσοι από εμάς, όμως, έχουν το κουράγιο να ακολουθήσουν την προτροπή του;
- Μπορείτε να φανταστείτε την επόμενη μέρα;
Μπορώ να την φανταστώ και ακόμη πιο εύκολα, μπορώ να προστρέξω στη βοήθεια εκείνων των συγγραφέων που στάθηκαν αυτόπτες μάρτυρες πανδημιών του παρελθόντος –όπως ο Θουκυδίδης, ο Βοκάκιος ή ο Ντεφόε- και να αντλήσω χρήσιμα συμπεράσματα από τη δική τους εμπειρία. Αυτό που αδυνατώ να φανταστώ είναι πόσο μέσα ή πόσο έξω θα πέσει εντέλει η φαντασία μου. Κινδυνεύω να την πατήσω, όπως την πάτησαν διάφοροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας του 20ου αιώνα, κατά τα λοιπά εξαιρετικά διορατικοί, που φαντάστηκαν της Παναγιάς τα μάτια για την ανθρωπότητα στις απαρχές του 21ου αιώνα, αλλά δεν πέρασε καν από το μυαλό τους κάτι τόσο αυτονόητο σήμερα όσο η… κινητή τηλεφωνία. Βλέπετε, κάθε πανδημία (παρά τη φαινομενική περιοδικότητά τους, που και αυτή τα τελευταία χρόνια, λόγω της κλιματικής αλλαγής, δείχνει να επιταχύνεται) είναι διαφορετική από την άλλη και το ανοσοποιητικό μας σύστημα αντιδράει διαφορετικά. Εμείς μπορεί να δείχνουμε ξεροκέφαλοι και να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια σφάλματα, αλλά το ανοσοποιητικό μας σύστημα αργά ή γρήγορα προσαρμόζεται –με τι κόστος όμως; Το 1348 η πανώλη θέρισε το εν τρίτον του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά, που έχουμε και ασυγκρίτως μεγαλύτερες δυνατότητες άμυνας, το κόστος σε ζωές θα είναι και ασυγκρίτως μικρότερο.
- Το ότι ο εχθρός είναι αόρατος, έχει κάτι να μας πει; Κάνει ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα;
Στις πανδημίες πάντοτε ο εχθρός ήταν αόρατος –τουλάχιστον σήμερα, όμως, γνωρίζουμε την ταυτότητά του. Ξέρετε, οι ιοί προϋπάρχουν του ανθρώπινου γένους και, σύμφωνα με μια απαισιόδοξη επιστημονική πρόβλεψη, μάλλον θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την εξαφάνισή μας, βρίσκοντας «ξενιστές» -όπως αποκαλούνται εκείνοι που τους… φιλοξενούν- στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Πάντως, το γεγονός ότι σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξή τους πολλαπλασιάζει εκθετικά και την ευθύνη μας για την καταπολέμησή τους. Είναι άλλο πράγμα να μην γνωρίζεις την ύπαρξή τους και να πιστεύεις ότι για το κακό που σε βρήκε ευθύνονται οι… αμαρτίες σου κι εντελώς μα εντελώς άλλο πράγμα να διαδίδεις ότι δεν υπάρχουν επειδή δεν τους βλέπεις με γυμνό μάτι. Είναι η απόσταση που χωρίζει την άγνοια από την ηλιθιότητα. Την εγκληματική ηλιθιότητα, επιτρέψτε μου να προσθέσω, εάν της προσδώσουμε και δόλο ή ιδιοτέλεια, οικονομική ή ιδεολογική.
- Εμείς; Θα είμαστε άλλοι την επόμενη μέρα;
Και αυτό είναι περίπου σίγουρο –το ζητούμενο είναι αν θα είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι. Πέρα από το ανοσοποιητικό μας σύστημα, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων εάν θα μεταλλαχτεί σε πιο ισχυρό ή σε πιο αδύναμο (το δεύτερο είναι και το πιο εφιαλτικό σενάριο, καθώς θεωρεί ως δεδομένο ότι μελλοντικά οι πανδημίες δεν θα είναι τόσο σπάνιες, θα είναι ενσωματωμένες στην καθημερινότητά μας), οι πανδημίες φέρνουν στην επιφάνεια τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό μας. Δίπλα στους επιστήμονες (ειδικά τους γιατρούς, μαζί με το νοσηλευτικό προσωπικό, που δίνουν τη μάχη με κίνδυνο της ζωής τους, εξ ου και συγκριτικά τα υψηλά τους ποσοστά ανάμεσα στα κρούσματα) αναφύονται αυτές τις ημέρες κάθε είδους σαπρόφυτα, τσαρλατάνοι που εκμεταλλεύονται επί χρήμασι την ανθρώπινη απόγνωση και καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη την ήδη φοβερά δύσκολη αντιμετώπιση της πανδημίας. Πλάι σε αυτά τα θλιβερά υποκείμενα έχουμε και τους καθ’ έξιν και καθ’ υποτροπήν συνωμοσιολόγους. Η πανδημία είναι η χαρά του συνωμοσιολόγου. Εάν κατορθώνουν να διαδίδουν τα παρανοϊκά τους φούμαρα όταν… δεν συμβαίνει τίποτε, αναλογιστείτε πόσο πιο άκοπα (και πιο ολέθρια) μπορούν να τα διαδίδουν όταν ο εχθρός είναι παγκόσμιος, αόρατος, εν πολλοίς ασυμπτωματικός κι έξω… έχει λιακάδα.
- Συγγραφικά η εποχή; Θα γράφουμε αλλιώς; Θα γεμίσουμε από βιβλία εγκλεισμού;
Συνήθως οι συγγραφείς –και, γενικότερα, οι καλλιτέχνες- δεν αντιδρούν τόσο… γραμμικά. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο –το μεγαλύτερο έως τότε σφαγείο- το ρίξαμε στην τζαζ και στο τσάρλεστον, ενώ λίγα ήταν τα έργα (ο Χέμινγουεϊ μία από τις φωτεινές εξαιρέσεις) που αναφέρονταν ευθέως στο σφαγείο, πόσω μάλλον στην πανδημία της ισπανικής γρίπης, που ήρθε καπάκι το 1918 και είχε περισσότερα θύματα από το ίδιο το σφαγείο. Εμείς, μετά τον Εμφύλιο, το ρίξαμε στη… Φίνος Φιλμ. Ακόμη και κατά τη δική μου εφηβεία, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια –και παρά την έντονη πολιτικοποίηση εκείνων των ημερών-, θυμάμαι κυρίως ψυχοπλακωτικές «ταινίες δωματίου» (τα «πιο βαθιά χασμουρητά», που έλεγε και ο Σαββόπουλος) παρά έργα τέχνης που να πατούν στα αναμμένα κάρβουνα. Πρόκειται λοιπόν για κοινή ανθρώπινη ανάγκη: μετά τα «δύσκολα» ο κόσμος προτιμάει να ξεχάσει, παρά να αναμοχλεύσει τα βάσανά του. Για έργα που θα ακουμπούν πραγματικά επί τον τύπον των ήλων, θα πρέπει να περιμένουμε, όχι την επόμενη μέρα, αλλά τη μεθεπόμενη. Εξαρτάται, φυσικά, και από την έκταση και τη διάρκεια που τελικά θα λάβει η πανδημία· από τον τελικό της απολογισμό. Ας είναι μικρή η λυπητερή και, δεν πειράζει, ας μην γράψουμε μεγάλα βιβλία.
- Στο μεταξύ πρέπει να επιζήσουμε, οδηγίες προς ναυτιλομένους;
Υπομονή και πειθαρχία. Ξέρω πως δεν διακρινόμαστε ως έθνος για αυτές τις αρετές –ούτε εγώ προσωπικά διακρίνομαι- αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, πάλι ως έθνος, ότι οφείλουμε πρωτίστως στην εθνική μας επιβίωση να βγούμε από αυτή τη μεγάλη δοκιμασία με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Ας δοκιμάσουμε και νέες αρετές, σαν γεύσεις από καιρό λησμονημένες: την αλληλεγγύη, λόγου χάριν. Και ας βουλώσουμε τα αφτιά τόσο στους κυνικούς τσαρλατάνους, όσο και στους αμετανόητους ιδεοληπτικούς. Όχι, κανένας δεν αποφάσισε να εξοντώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα, μόνο και μόνο για να δώσει στους Έλληνες ή στους Ορθόδοξους ή σε όποιους άλλους ένα «γερό μάθημα». Έλεος. Η βλακεία δεν είναι πλέον δωρεάν. Η βλακεία πλέον κοστίζει. Ζωές, αν μη τι άλλο.
- Ας σας ζητούσα μικρό ημερολόγιο εγκλεισμού;
Καθώς εργαζόμουν από το σπίτι και πριν από την πανδημία, δεν θα έλεγα ότι άλλαξε δραματικά η καθημερινότητά μου. Άλλωστε, ανέκαθεν πίστευα ότι ο υποχρεωτικός εγκλεισμός λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος ή ως παραμορφωτικός καθρέφτης, όπως αυτοί στο τσίρκο, μιας ιδιότητας που υφίσταται ήδη: διογκώνει τον παράδεισο ή την κόλαση του καθενός μας. Εάν δεν άνοιξες ποτέ στη ζωή σου βιβλίο, μην φαντασιώνεσαι ότι τώρα θα μεταμορφωθείς σε βιβλιοφάγο. Εάν έχεις εκπαιδευτεί να σκοτώνεις την ώρα σου μπροστά στο χαζοκούτι, τώρα μάλλον θα έχεις τη χρυσή ευκαιρία για να αποβλακωθείς πλήρως. Όπως έγραψε κι ένας φίλος μου στο Facebook: «Στο τέλος της ημέρας, μόνοι κερδισμένοι θα βγουν οι ψυχίατροι και οι διαιτολόγοι».
- Τι πιστεύετε ότι είναι εκείνο που θ’ αντέξει;
Μακάρι να ήξερα. Μακάρι να έπεφτα για ύπνο και να ξυπνούσα σε τρεις μήνες –αρκεί να μην στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου κανένας πράος τύπος, σαν τον Τσιόδρα καλή ώρα, και να μου έλεγε με το μειλίχιό του χαμόγελο: «Μη βιάζεσαι. Κοιμήσου για άλλους τρεις μήνες».