Η πλειοψηφία των πολιτών έχει ταυτίσει τα τελευταία χρόνια την οικονομική ανάπτυξη με την πράσινη ανάπτυξη, την προστασία του περιβάλλοντος, την καθαρή ενέργεια, την ανακύκλωση και τα zero waste οικολογικά προϊόντα. Βέβαια αυτό δεν έγινε ξαφνικά από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά πέρασε μέσα από πολλά κύματα και αρκετές παιδικές ασθένειες.
Για παράδειγμα, μια πανευρωπαϊκή παιδική ασθένεια του πράσινου και οικολογικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη, ήταν για πολλά χρόνια η αντίδραση απέναντι στη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, από πυρηνικούς σταθμούς. Ήταν ένα κίνημα που όπως αποδείχθηκε, είχε στηριχθεί και χρηματοδοτηθεί παλαιότερα από τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα από Ρωσία, με απώτερο σκοπό την ενεργειακή πρόσδεση της Γερμανίας και της Ευρώπης, στο ενεργειακό άρμα των ρωσικών υδρογονανθράκων και την ομηρεία απέναντι στο Κρεμλίνο.
Ένα άλλο παράδειγμα περισσότερο κοντινό σε εμάς, ήταν το γραφικό οικολογικό κίνημα κατά των αιολικών πάρκων, η μάχη κατά των μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων, αλλά και οι μάχες οπισθοφυλακής με αφορμή τον τερματισμό της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, δίχως να δίνεται έμφαση στις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στο περιβάλλον.
Σήμερα στην Ελλάδα η παραγωγή ηλεκτρισμού από αιολική ενέργεια ανέρχεται στο 20% της συνολικής ενέργειας και από ηλιακή ενέργεια στο 9%, όπως αναλύθηκε στο άρθρο https://www.liberal.gr/market/h-kathari-energeia-fernei-pentakathara-kerdi/443787. Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν προχωρήσει πολύ στον τομέα της πράσινης ενέργειας, η οποία με τη βοήθεια αποταμιευτήρων ενέργειας, όπως είναι για παράδειγμα τα έργα αντλησοταμίευσης, θα μπορεί να αποτελέσει τη «βάση» του συστήματος και όχι το «εξάρτημα».
Η αντλησιοταμίευση, είναι η διαδικασία αποθήκευσης ενέργειας με στόχο την υποστήριξη της μέγιστης δυνατής διείσδυσης ανανεώσιμων πηγών στο μείγμα της ενεργειακής παραγωγής. Η περισσευούμενη παραγωγή της αιολικής και ηλιακής ενέργειας θα αποθηκεύεται υδραυλικά, μέσω άντλησης ύδατος από την «αντίστροφη» λειτουργία μιας υδροηλεκτρικής μονάδας, κατά τη διάρκεια χαμηλής κατανάλωσης ή σε περιόδους υπερπαραγωγής ενέργειας από τις Α.Π.Ε. Με αποτέλεσμα η αποθηκευμένη ενέργεια να αποδίδεται και πάλι σαν ηλεκτρική ενέργεια στο σύστημα, μέσω των υδροστροβίλων, όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση, που δεν δύναται να καλυφθεί από τυν προσφορά. Τέτοια έργα θα εκτελεστούν στη χώρα μας από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, στην περιοχή της Αμφιλοχίας.
Όμως με το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, και την απογείωση των τιμών των υδρογονανθράκων και του ηλεκτρικού ρεύματος, τίθεται σε αμφισβήτηση η έννοια της ταύτισης της οικονομικής ανάπτυξης και της καθαρής ενέργειας. Και όχι μόνο τίθεται σε αμφισβήτηση η ταύτιση τους, αλλά υιοθετείται και ο αντιδιαμετρικός προσανατολισμός τους.
Οι αντιδράσεις απέναντι στο ενεργειακό σοκ, είχαν δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη ήταν πολιτική, αφού αρκετοί υποστήριζαν ότι κακώς η ΕΕ συγκρούεται πολιτικά με τη Ρωσία μετά την εισβολή στη Ουκρανία, με αποτέλεσμα να υπάρχει οικονομικό κόστος. Και η δεύτερη ήταν οικονομική, με την πλήρη αναδίπλωση σχετικά με το θέμα των στερεών ορυκτών καυσίμων όπως του λιγνίτη.
Έτσι προωθείται από πολλούς κύκλους η πλήρης αναδίπλωση του προγράμματος «πράσινης ανάπτυξης», μέσω της επαναλειτουργίας των θερμικών εργοστασίων και της εκμετάλλευσης των λιγνιτικών αποθεμάτων. Επαναφέρεται ταυτόχρονα, το θέμα της κατάργησης του συστήματος των «ρύπων CO2». Πιθανότατα σε αυτήν τη φάση, η επαναφορά του λιγνίτη στη ζωή μας να είναι απαραίτητη, στα πλαίσια αντιμετώπισης των ρωσικών οικονομικών και ενεργειακών εκβιασμών.
Ωστόσο θα είναι καταστροφικό να επιστρέψει στη σκέψη μας, η αντιδιαστολή ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και το περιβάλλον. Ειδικά σε μια περίοδο που η καινοτομία και η τεχνολογία, προσφέρουν οικονομικές και καθαρές λύσεις όχι μόνο στον ενεργειακό κύκλο, αλλά και στον κύκλο ζωής των προϊόντων. Είναι πιο επιτακτικό παρά ποτέ να υιοθετηθούν συστήματα που δεν είναι ενεργοβόρα. Να επιλεγούν τεχνολογίες επεξεργασίας και ανακύκλωσης απορριμμάτων, ώστε να μην πηγαίνουν χαμένα, μέταλλα ή πρώτες ύλες όπως είναι για παράδειγμα το λίθιο, και να επαναχρησιμοποιούνται. Πρώτες ύλες, τις οποίες οι δυτικές οικονομίες έχουν χρυσοπληρώσει για να τις αποκτήσουν και χρησιμοποιήσουν.
Είναι πολύ πιθανό, όπως ο covid-19 λειτούργησε σαν καταλύτης για τη επίσπευση των βιοτεχνολογικών εξελίξεων και των ψηφιακών καινοτομιών, έτσι και τώρα, η ενεργειακή κρίση να επιταχύνει τις εξελίξεις στον τομέα της έρευνας, της παραγωγής, της αποθήκευσης και της κατανάλωσης ενέργειας. Με αυτή τη λογική, η επιστροφή στην «ασφάλεια» και στο «χαμηλό κόστος» του λιγνίτη, θα είναι επικίνδυνη και αντιοικονομική.