Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πριν από μερικά χρόνια ο Αμερικανός οικονομολόγος Steve Conover δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον γράφημα στο βιβλίο του “Neutering the National Debt” με το οποίο περιέγραφε μία διαφορετική πάλη των τάξεων. Αντί να διαχωρίζει τον κόσμο σε πλούσιους και φτωχούς, πρότεινε μία διαφορετική διάκριση: Στη μία πλευρά έβαλε τους τίμιους και παραγωγικούς ανθρώπους που κερδίζουν τα προς το ζην μέσω της δουλειάς, των ταλέντων, και της αμοιβαία επωφελούς ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών. Στην άλλη, έβαλε εκείνους που πλουτίζουν χάρη στις γνωριμίες και τις υπόγειες συναλλαγές, καθώς και τους κρατικοδίαιτους.
Η συζήτηση που γίνεται προεκλογικά σε σχέση με τις πολυαναμενόμενες επενδύσεις σχετίζεται άμεσα με το παραπάνω γράφημα. Αν δεν αλλάξει το ρυθμιστικό πλαίσιο, αν δεν αποκτήσουμε έναν σταθερό και απλούστερο φορολογικό κώδικα, αν δεν σταματήσουν τα φαινόμενα της πολυνομίας και της κακονομίας, και αν δεν απελευθερωθεί η ελληνική αγορά, τότε οι επενδυτές που θα έρθουν στην Ελλάδα μοιραία θα ανήκουν στην κατηγορία “Παρεοκράτες, προσοδοθήρες, κρατικοδίαιτοι”. Φυσικά, κάτι τέτοιο μπορεί να φέρει ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας, και άλλα θετικά στους οικονομικούς δείκτες της χώρας μας, αλλά θα πρέπει να είμαστε σίγουροι πως τέτοιου είδους επιδόσεις είναι πρόσκαιρες, εφήμερες και συνήθως βασίζονται σε φούσκες.
Οι φιλελεύθεροι επιδιώκουμε τις πολιτικές εκείνες που μεγιστοποιούν την ατομική ελευθερία και φέρνουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για ανθρώπους όλων των εισοδημάτων. Για τον λόγο αυτό, θέλουμε ανάπτυξη, δουλειές και επενδύσεις που προέρχονται από την πραγματικά ελεύθερη αγορά. Εκείνη, δηλαδή, στην οποία η επιτυχία και το κέρδος έρχονται επειδή οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους προσφέρουν στους πελάτες τους προϊόντα και υπηρεσίες που τους είναι χρήσιμα και συμφέροντα και όχι από αθέμιτες συμφωνίες με το κράτος.
Αυτό το γράφημα είναι πολύ σημαντικό για τη σημερινή Ελλάδα διότι μπορεί να εξηγήσει πολλά πράγματα που μας απασχολούν αυτή την περίοδο. Πρώτον, απεικονίζει με σαφήνεια τα αίτια της χρεοκοπίας της χώρας μας. Η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε από την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αλλά από την κρίση χρέους του ελληνικού δημοσίου. Το πολυδάπανο κράτος μας ήταν γεμάτο σπατάλες, ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα ήταν κρατικοδίαιτο, και τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος χρησιμοποιούνταν από τους φορείς της πολιτικής εξουσίας για την εξαγορά ψήφων και συνειδήσεων. Επίσης, το γράφημα αυτό θεμελιώνει έναν ηθικό κώδικα που απενοχοποιεί το επιχειρείν και την καινοτομία από παρωχημένες και ιστορικά ακυρωμένες ιδεοληψίες. Μία κοινωνία που εχθρεύεται τον Bill Gates είναι μάλλον αδύνατον να αποκτήσει μία Microsoft. Όπως λέει και η σπουδαία ιστορικός της οικονομίας Deirdre McCloskey, ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι δημιούργημα ούτε της εκμετάλλευσης των φτωχών, ούτε της επιτυχίας των καπιταλιστών. Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης που ξεκίνησε στην Ολλανδία του 17ου και την Αγγλία του 18ου αιώνα, όταν οι έμποροι, οι επιχειρηματίες, οι καινοτόμοι και οι εφευρέτες απέκτησαν για πρώτη φορά κοινωνικό κύρος και θεωρήθηκαν άξια μέλη των κοινωνιών τους.
Κυρίως, το διάγραμμα αυτό υπογραμμίζει το πότε ο πλουτισμός είναι αποτέλεσμα αδικίας και πότε όχι. Ο Bill Gates για παράδειγμα δεν έκλεψε, ούτε εκμεταλλεύτηκε κανέναν. Η εταιρεία που δημιούργησε προσέφερε προϊόντα και υπηρεσίες σε ολόκληρο τον πλανήτη που βελτίωσαν την παραγωγικότητα (με εξαίρεση την πασιέντσα και τον ναρκαλιευτή των windows) της παγκόσμιας οικονομίας. Ο πλούτος του δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ποσοτική απεικόνιση της αξίας που πρόσφερε στους πελάτες του.
Υπάρχουν όμως και επιχειρηματίες που πλούτισαν επειδή πήραν κρατικά συμβόλαια με μίζες, επειδή είχαν “μπάρμπα στην Κορώνη”, ή επειδή χρησιμοποίησαν άλλες υπόγειες μεθόδους στο κυνήγι του κέρδους. Οι φιλελεύθεροι δεν κλείνουμε τα μάτια μπροστά σ' αυτό: δεν υποκρινόμαστε πως οι αγορές είναι μόνο ο Bill Gates. Γνωρίζουμε όμως ότι το πρόβλημα δεν είναι οι πλούσιοι γενικώς, αλλά οι προσοδοθήρες, οι κρατικοδίαιτοι, και οι παρεοκράτες κάθε εισοδηματικής τάξης. Και αυτή τη συνειδητοποίηση θέλουμε να τη διαδώσουμε σε όσους γίνεται περισσότερους συνανθρώπους μας.