Mε την παγκοσμιοποίηση της υγειονομικής κρίσης να έχει σημάνει «τέλος εποχής» και με την πάροδό της, οψέποτε και αν αυτή επέλθει, να σημαίνει την απαρχή μιας άλλης στη διάρκεια της οποίας θα επιταχύνονται οι αλλαγές που ήδη συντελούνται γύρω μας σε όλα τα επίπεδα, από την καθημερινότητα των πολιτών μέχρι την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την συνεκτικότητα της κοινωνίας, το πιθανότερο είναι η κρίση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας να γίνει ενδημική και άρα μόνιμη. Τουλάχιστον στο βαθμό που θα γίνεται εμφανές ότι οι θεσμοί της θα αργήσουν πολύ να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βρουν τις απαντήσεις στα προβλήματα που θα τίθενται διαρκώς έως ότου σταθεροποιηθούν τα αναπτυξιακά παραδείγματα που θα αντικαταστήσουν τα προηγούμενα. Ειδικότερα αυτά που θα ξεπεραστούν από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης.
Στο μεταξύ η μεν συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα δοκιμάζεται ταυτόχρονα από τις δυσκολίες της μετάβασης στο νέο παραγωγικό μοντέλο και από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίζει η παγκόσμια διακυβέρνηση σε ένα πολυμερές γεωπολιτικό περιβάλλον. Η δε ούτως ή άλλως μεταβλητή γεωμετρία των διεθνών σχέσεων, της ασφάλειας και της ειρήνης θα τελεί υπό την αίρεση του εντεινόμενου παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, των αυξανόμενων μεταναστευτικών ροών και των πολλαπλασιαζόμενων περιβαλλοντικών απειλών.
Η κρατούσα αισιόδοξη άποψη ότι οι νέες μονιμότερες ισορροπίες θα αποκατασταθούν μόλις ολοκληρωθούν οι αλλαγές που θα επιτρέψουν στα εκπαιδευτικά συστήματα και στην αγορά εργασίας να εγγυηθούν την μακροπρόθεσμη εισοδηματική και κοινωνική ισότητα δεν απαντά στο απλό ερώτημα και «στο μεσοδιάστημα τι γίνεται;»
Είναι προφανές ότι αυτό το μεσοδιάστημα θα είναι αρκετά μακρόσυρτο. Και άρα πολύ κρίσιμο για τη ανθεκτικότητα και του πολιτικού και του κοινωνικού συστήματος.
Μέχρι σήμερα η Ευρώπη είχε επιλέξει να πουλά υπηρεσίες τεχνογνωσίας και να απολαμβάνει την κατανάλωση φθηνών προϊόντων χαμηλού κόστους παραγωγής λόγω της βιομηχανικής ανάπτυξης των αναδυόμενων χωρών κυρίως της Άπω Ανατολής ή της εκεί εγκατάστασης των δυτικών βιομηχανιών εντάσεως εργασίας.
Τώρα όμως που η μακρινή Ασία μετατρέπεται σε μητροπολιτικό βιομηχανικό κέντρο εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογικών καινοτομιών η δε πάλαι ποτέ υποτακτική Αφρική μετασχηματίζεται σε πλουτοπαραγωγικό γίγαντα του μέλλοντος και σε δημογραφικό ηφαίστειο που ξερνάει ασταμάτητη μεταναστευτική λάβα με κατεύθυνση το βόρειο ημισφαίριο, όπου λογικά οι άνεργοι θα αυξάνονται και θα πληθύνονται τουλάχιστο έως ότου καταστεί εφικτή η απορρόφησή τους από την αναδιάρθρωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, τι έχει να γίνει με τις γενιές που εν τω μεταξύ δεν θα έχουν προλάβει να ενσωματωθούν στην τελευταία και θα βρίσκονται επιπλέον αντιμέτωπες με τον ανταγωνισμό των καλοεκπαιδευμένων αλλοδαπών συνομηλίκων τους που θα δουλεύουν από το σπίτι τους με όλον τον Πλανήτη;
Θα φορέσουν κι αυτές κίτρινα γιλέκα; Ή θα αντιδράσουν με τα φοβικά σύνδρομα των ακροδεξιών οπαδών του Τραμπ που βύθισαν την Αμερική στον άνευ προηγουμένου διχασμό που έχει έρθει πλέον στην επιφάνεια θολώνοντας την λάμψη της και υπονομεύοντας τη θέση και τους πολυδιαφημισμένους θεσμούς της;
Ο φόβος ότι όλα αυτά μπορεί να λειτουργήσουν ως συντελεστές πολλαπλασιασμού των κοινωνικών ανισοτήτων και των συνεπακόλουθων κοινωνικών εντάσεων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί αυτή τη στιγμή να ακούγεται υπερβολικός. Πολύ δε περισσότερο που τα σενάρια περί ταχείας επιστροφής σε ρυθμούς ενισχυμένης ανάπτυξης είναι τα επικρατέστερα.
Πλην όμως το ερώτημα παραμένει και οι ανησυχίες που εμπνέει δεν επιδέχονται εφησυχασμών.
Πού θα διοχετευθούν και πώς θα εκτονωθούν οι εντάσεις που ενδιαμέσως θα σωρευθούν;
Μπορεί στην πλειοψηφία τους οι ευρωπαίοι πολίτες, και δη οι νεότεροι, να μην συνειδητοποιούν αυτή τη στιγμή το μέγεθος των αλλαγών που κυοφορούνται και των πιέσεων που θα ασκήσουν πάνω στις πλάτες τους.
Διαισθητικά, ωστόσο, και παρακολουθούν και αντιλαμβάνονται την αλήθεια που όλοι έχουν αναγνωρίσει ήδη από την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2010: Ότι δηλαδή για πρώτη φορά στην ιστορία τουλάχιστον της Δύσης θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους αν όχι και από τους παππούδες τους.
Ποιοι θα αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα αυτήν την προοπτική;
Ήδη τα πρόδρομα σημεία της υπολανθάνουσας έντασης εμφανίζονται καθημερινά με την μορφή πολλαπλασιαζόμενων κρουσμάτων βίας. Ενδοοικογενειακής και όχι μόνον. Ανηλίκων τε και ενηλίκων. Από την Ευρώπη μέχρι την Βόρεια και την Νότια Αμερική.
Μήπως το φαινόμενο εξελιχθεί σε μια διαφορετικού τύπου πανδημία;
Σύμφωνοι, είναι η κατάσταση πολιορκίας και ο εγκλεισμός λόγω υγειονομικής κρίσης που προκαλεί την σημερινή έξαρσή τους.
Ποιος, όμως, μας λέει ότι η οικονομική κρίση με τους σίγουρα πολλούς χαμένους που θα αφήσει πίσω της δεν θα γενικεύσει το κακό σε εκτός ελέγχου σημείο;
Όποιος εκ των παλαιοτέρων έχει δει το «Κουρδιστό πορτοκάλι» μπορεί πιο εύκολα να φανταστεί τι σημαίνει η δράση των εγκληματικών συμμοριών που επιδίδονται καθ' έξιν και χωρίς έλεος σε πράξεις ανείπωτης βίας. Υπό τους ήχους μάλιστα στην περίπτωση της ταινίας του Στάνλεϋ Κιούμπρικ της 9ης του Μπετόβεν και του Ύμνου της Χαράς που η ειρωνεία της ιστορίας υιοθέτησε ως Ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βία, όμως, σημαίνει πρώτα από όλα οιωνεί κατάλυση της Δημοκρατίας.
Το παράδειγμα της Βαϊμάρης είναι πάντα εδώ για να θυμίζει πώς η φτωχοποίηση και η μοιραία λουμπενοποίηση επωάζουν το αυγό του φιδιού που γεννά το φασισμό.
Άραγε η Ελλάδα πόσο απέχει από το να δει την κωμωδία της Χρυσής Αυγής να ξαναπαίζεται ως τραγωδία του σημερινού πολιτικού της συστήματος;
Μέχρι σήμερα την διέσωζαν οι ιστορικές ιδιαιτερότητές της. Το έχω ξαναγράψει: ποτέ δεν δημιουργήθηκε στη χώρα το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Οι προπολεμικές απόπειρες της δικτατορίας του Μεταξά να μιμηθεί τα πρότυπα της πολιτικής οργάνωσης των χιτλερικών ναζί και των μουσολινικών φασιστικών φαλάγγων απέτυχαν. Δεν είχε γνωρίσει ακόμα η ελληνική κοινωνία ούτε την οικονομική κρίση του 1929, όπως την έζησε η υπόλοιπη Ευρώπη. Ούτε μια εθνική ταπείνωση συγκρίσιμη με αυτήν που υπέστη η Γερμανία μετά την συνθηκολόγησή της και την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών. Ούτε είχε ένα οργανωμένο και πολιτικοποιημένο εργατικό κίνημα σαν κι αυτό που υπό αναρχοσυνδικαλιστική καθοδήγηση υπήρξε στην Ιταλία ο προθάλαμος της οικοδόμηση του συντεχνιακού κράτους του Ντούτσε.
Οι πολυπληθείς μικρασιάτες πρόσφυγες αφομοιώθηκαν από τους Φιλελεύθερους του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η πλειοψηφία όσων προλεταριοποιήθηκαν αποκτώντας επαναστατική ταξική συνείδηση, προσχώρησαν στο ΚΚΕ συμβάλλοντας στην έξοδό του από το πολιτικό περιθώριο. Έδωσαν μετά την ψυχή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον των κατοχικών δυνάμεων. Και μεταπολεμικά παρέμειναν στις τάξεις της Αριστεράς βάζοντας, μετά τη λήξη του εμφυλίου, το όπλο παραπόδα. Μέχρι να μεταμορφωθούν σε νοικοκυραίους που συμμετείχαν αποφασιστικά στο αναπτυξιακό μετασχηματισμό της νεο- ελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του 1960. Άλλωστε η δικτατορία των συνταγματαρχών μπορεί να έστησε στο απόσπασμα την ατελή ελληνική Δημοκρατία αλλά ταυτόχρονα στάθηκε αφορμή μετά την πτώση της να επανιδρυθεί, εκδημοκρατιστεί και εκσυγχρονιστεί το πολιτικό σύστημα χωρίς να δώσει κάποιου είδους σοβαρότερη συνέχεια στις ιδεολογικές γραφικότητες με τις οποίες οι συνταγματάρχες αποπειράθηκαν να νομιμοποιήσουν και να μονιμοποιήσουν το καθεστώς της «Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών».
Οι ζηλωτές του δεν επιβίωσαν της «αποχουντοποίησης» και αυτοί που επεδίωξαν να αναβιώσουν τα κλέη του δεν βρήκαν ανταπόκριση ούτε καν στον σκληρό πυρήνα της μεταδικτατορικής ΕΠΕΝ. Ο ελληνικός μικροαστικός υπερσυντηρητισμός δεν υπερέβη ποτέ τα εσκαμμένα της «νομιμόφρονος εθνικοφροσύνης».
Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους Γάλλους φασίζοντες πουζαντιστές υποστηριχτές του καθεστώτος του Βισύ και προγόνους του Ζαν-Μαρί Λεπέν που αναπτύχθηκαν σε αυτόνομο υπερεθνικιστικό κίνημα με λαϊκό έρεισμα.
Μόνον όταν οι ξένοι μετανάστες άρχισαν να κατακλύζουν τις λαϊκές γειτονιές, να αυξάνουν την παραβατικότητα και να «παίρνουν δουλειές» από ελληνικά εργατικά χέρια ένα αντίστοιχο φαινόμενο πήγε να δημιουργηθεί με την Χρυσή Αυγή. Προσέλαβε χαρακτηριστικά δυνάμει ξενοφοβικού κινήματος με πρόσχημα την αποκατάσταση του «Νόμου και της Τάξης». Απέκτησε ρίζες που άρχισαν να φυτρώνουν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στο Δήμο της Αθήνας και του Πειραιά. Χρειάστηκε, όμως, να μεσολαβήσει η επιβολή των μνημονίων και να ανακοπεί βιαίως η κοινωνική άνοδος των μεσοκατώτερων χαμηλής εκπαίδευσης και μάλλον νεότερης ηλικίας στρωμάτων για να συναντηθεί στις πλατείες των «αγανακτισμένων» με τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό για να μετεξελιχθεί η εθνολαϊκή ρατσιστική ακροδεξιά σε μαζικότερο «αντισυστημικό» ρεύμα.
Και πάλι, όμως, η ταχύτητα με την οποία απονομιμοποιήθηκε και ξεφούσκωσε μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ενδεικτική της ρηχότητάς που είχε η μεταφορά στην ελληνική πολιτική ζωή των δυτικοευρωπαϊκών αντίστοιχων πολιτικοϊδεολογικών προτύπων.
Παραταύτα αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή δεν συνέβη χθες δεν θα συμβεί αύριο.
Ότι από τα έξι εκατομμύρια της ελληνικής μεσαίας τάξης δεν θα βρεθούν αρκετοί που φτωχοποιούμενοι θα αισθανθούν ότι δεν έχουν τίποτα εφεξής να περιμένουν από την επάνοδο στην μετά - την - πανδημία κανονικότητα.
Μπορεί να είναι από αυτούς που ενδεχομένως σχηματιστεί η κρίσιμη μάζα των μελλοντικών νοσταλγών της «εποχής των άκρων». Σε μια τέτοια περίπτωση ο τραμπισμός θα έχει μετοικήσει παρ' ημίν και η μαζικοποίησή του δεν θα μπορεί να αποκλεισθεί.
Αν μη τι άλλο γιατί γι' αυτούς, όπως και για όλους, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ επιστροφή στην «κανονικότητα» που ξέρανε.
Τότε, όμως, κάθε στρατηγική περί κυριαρχίας στον μεσαίο χώρο κινδυνεύει να πέσει σε τοίχο και να πάει περίπατο.
Πολύ δε περισσότερο που το συντεχνιακό κράτος μπορεί να φανεί σε αυτούς ως όραμα ανάλογο με αυτό που έκανε τον Μπενίτο Μουσολίνι ίνδαλμα εκατομμυρίων ιταλών του μεσοπολέμου.