Η λέξη «διχασμός» επαναλαμβάνεται ολοένα και συχνότερα στον πολιτικό λόγο, ενώ στην πραγματικότητα όσοι την εξορκίζουν ως δήθεν απειλή, την εύχονται. Στην Θεσσαλονίκη, η πιο πρόσφατη κατάχρησή της αφορά στην υπόθεση του Σταθμού Βενιζέλου, που βασανίζει την πόλη κοντά μία δεκαετία, παράλληλα με άλλα προβλήματα που ανέκυψαν στο έργο του μετρό.
Υποστηρίζω ότι ειδικά η Βενιζέλου αποτελεί ένα από τα πιο ηχηρά παραδείγματα πολιτικής εργαλειοποίησης ενός διόλου πολιτικού θέματος. Επιχειρήθηκε και επιχειρείται από όσους επέλεξαν την Decumanus Maximus ως πεδίο μίας μάχης συμβόλων, η προσωπική τοποθέτηση καθενός -αδιάφορο από τον βαθμό εξοικείωσής του με τα πραγματικά περιστατικά και ερωτήματα- να τον κατατάσσει είτε στην πλευρά των «πεφωτισμένων», είτε των «βαρβάρων» και εν τέλει αυτός ο τεχνητός κοινωνικός φυλετισμός να αποκτά ιδεολογικό στίγμα και πολιτικό χρώμα.
Στην αφήγηση της σχεδόν δεκάχρονης περιπέτειας, από την αρχική άστοχη προσέγγιση «ή μετρό ή αρχαία» μέχρι τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που επικύρωσαν τη μοναδική εφικτή και βιώσιμη λύση που θα αποδώσει «και μετρό και αρχαία», συναντά κανείς ένα κρεσέντο επεισοδίων υποτροπής του γνωστού αυτοάνοσου του μικρόκοσμου της Θεσσαλονίκης όπου η γιγάντωση μιας εύλογης διαφωνίας συνιστά ασφαλή συνταγή προσωπικής διάκρισης, τροφοδοτούμενο από την υστερόβουλη ανάμειξη ανθρώπων με πολιτικές ή και προσωπικές στοχεύσεις και τελικά αναγνωρίζει την πλήρη πολιτικοποίησή του.
Ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα, έχω στο παρελθόν σχολιάσει την επιπολαιότητα και την ανευθυνότητα ανθρώπων που ενεπλάκησαν στο θέμα, με τρόπο που ουδόλως συνάδει προς τις ιδιότητες τους που θα έπρεπε να τεκμαίρουν βαρύτητα και ασφάλεια λόγου περισσότερο από την υπόμνηση της αυθεντίας τους.
Οφείλω να διευκρινίσω ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν αγγίζουν το σύνολο όσων διαφωνούν με την προκριθείσα λύση, ούτε καν την πλειοψηφία τους. Η αλήθεια είναι ότι ένα έργο που έτυχε τέτοιας κακομεταχείρισης, από την σύλληψή του ακόμη και το οποίο έχει στοιχειώσει στην πόλη για μία ολόκληρη δεκαπενταετία, είναι εύλογο να αντιμετωπίζεται από τους πολίτες με επιφύλαξη που ενίοτε φτάνει τα όρια της απαξίωσης.
Η λέξη «ανέκδοτο» δεν συνδέεται άδικα με το μετρό της Θεσσαλονίκης όσο κι εάν αδικεί την συντελεσθείσα πρόοδό του. Κι επίσης, είναι απολύτως θεμιτό, χωρίς ειδικές γνώσεις, να είναι πολλοί αυτοί που αυθόρμητα, στην στάθμιση μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων και του σταθμού, προκρίνουν τα πρώτα, αν και εδώ και χρόνια αυτό το δίλημμα δεν ήταν ποτέ υπαρκτό.
Όμως, σήμερα πλέον, μετά την τελεσίδικη κρίση του ΣτΕ, που επικύρωσε την πληρότητα και εν τέλει την νομιμότητα της προαπαιτούμενης επιστημονικής στάθμισης η οποία οδήγησε στην λύση που διασφαλίζει και την ακεραιότητα των αρχαιοτήτων και την κατασκευή και λειτουργικότητα του σταθμού, κάθε εμμονική επιστροφή στο αρχικό δίλημμα αποτελεί τεράστιο ατόπημα που πλήττει τον πυρήνα του κράτους δικαίου που αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας μας.
Εάν η πολιτική εργαλειοποίηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς συνιστά ολίσθημα, η επαπειλούμενη εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης αποτελεί το μόνο και το πραγματικό «έγκλημα στον Σταθμό Βενιζέλου».
Υπάρχουν ακόμη ελάχιστοι, για τους οποίους η επιβολή της θέσης τους αποτελεί όχημα προσωπικής δικαίωσης, αθεράπευτης ιδεοληψίας και ίσως και πολιτικής επιβίωσης. Είναι αδιανόητο όμως, προσωπικά και πολιτικά ελλείμματα να κρατούν μία πόλη σε ομηρία. Προφανώς, καμία έκκληση στην θεσμική τάξη ή την λογική δεν μπορεί να περιορίσει ούτε τις απειλές τους, ούτε την δράση τους. Ο αντίλογος και η αντίδραση απέναντί τους όμως, θα βασίζεται πάντοτε σε αυτές.
Οι εργασίες στον Σταθμό Βενιζέλου επανεκκινούν με πρώτη προτεραιότητα την διασφάλιση της ακεραιότητας των προς προσωρινή μετακίνηση αρχαιοτήτων. Σε αυτό το έργο στο οποίο πρωτεύοντα ρόλο έχουν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν θα υπάρξει καμία έκπτωση, όπως το ίδιο θα γίνει και με την επαναφορά και ανάδειξή τους. Ακολουθούν η ανασκαφική έρευνα στα κατώτερα στρώματα και η ολοκλήρωση του σταθμού εντός του ήδη κατασκευασμένου περιτυπώματός του.
Με την ταυτόχρονη κλιμάκωση των δοκιμών των περίπλοκων συστημάτων και των αυτόματων συρμών που αυτές τις ημέρες μπαίνουν πλέον στις ηλεκτροδοτημένες σήραγγες και την πρόοδο των υπολειπόμενων έργων πολιτικού μηχανικού, αισιοδοξούμε ότι θα ανακτήσουμε ένα μέρος του χρόνου που αυτή η περιττή πολιτική μάχη στέρησε από το έργο και κατ’ επέκταση από την πόλη, ώστε να παραδώσουμε ένα πλήρες και τεχνικά άρτιο μετρό, όσο είναι εφικτό πλησιέστερα στο εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, μέσα στο 2023.
*Νίκος Ταχιάος, Πρόεδρος του Δ.Σ. της Αττικό Μετρό Α.Ε.