Σε αντίθεση με την ατυχήσασα διακοσιετηρίδα από την Εθνική Παλιγγενεσία, η εκατονταετία από τη μεγαλύτερη καταστροφή του νεότερου ελληνισμού και τη με αυτή συνδεόμενη κορύφωση του Διχασμού, την «ενδικοφανή σφαγή» - χαρακτηρισμός που δεν αίρεται από τα πολιτικά λάθη- των βασικών κυβερνητικών παραγόντων της εποχής, καθώς και του αρχιστράτηγου της ήττας, έδωσε αφορμή για μια μεγάλη συλλογική προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας και αναστοχασμού.
Η οποία, εκτός των άλλων, ανέδειξε και μια ποιοτικότατη ομάδα νέων ερευνητών, της τάσης του ήπιου αναθεωρητισμού, με σαφές ιδεολογικό στίγμα ασφαλώς, αλλά με αδιαπραγμάτευτη επιστημονική εντιμότητα. (Κάποιοι εξ αυτών -Βλάσσης, Δασκαρόλης, Κλάψης, Μακρής, Χριστοδούλου κ.ά.- μου έκαναν την τιμή να συνυπάρξουν μαζί μου στο συλλογικό έργο «Κ’ η Ανατολή του αιμάτου συντριβάνι»).
Με το βασικό υπόστρωμα όλων αυτών των γεγονότων, δηλαδή τον Εθνικό Διχασμό (που εκπορεύτηκε από τις αποκλίνουσες φιλοσοφίες των «δύο Β» για τον εθνωφελή διεθνοπολιτικό προσανατολισμό της χώρας κατά τον 1ο Παγκόσμιο), είχα επανειλημμένα την ευκαιρία να ασχοληθώ συγγραφικά. Και να ψηλαφήσω αρκετές πτυχές του: Το κοινωνικό υπόστρωμα και τα ιδεολογικά προτάγματα των δύο παρατάξεων, τις εγωπαθείς προσωπικότητες των παραταξιαρχών, τις ακραία διωκτικές κατά των αντιπάλων μεθόδους -ιδίως την περίοδο 1916-1920- εκ μέρους του κράτους και του παρακράτους, που και οι δύο δημιούργησαν ή άφησαν να δημιουργηθεί, το συνακόλουθο αμοιβαίο μίσος («μας κατήντησες να ευχώμεθα την ήττα της πατρίδος μας», έγραψε απευθυνόμενος στον Βενιζέλο ο Γ. Βλάχος), αλλά και τις εκατέρωθεν αμφισβητήσιμες ενέργειες.
Αρκετές από αυτές -προσφορά από τον Βενιζέλο στους Βούλγαρους Καβάλας και Δράμας, ενημέρωση του Γουλιέλμου από τον Κωνσταντίνο πως η Ελλάδα δεν θα τηρούσε τη συμβατική υποχρέωσή της για αρωγή στη Σερβία σε περίπτωση εισβολής σε αυτήν της Βουλγαρίας, παράδοση του Ρούπελ, υποστήριξη του ναυτικού αποκλεισμού του «κράτους των Αθηνών», ο οποίος προκάλεσε σιτοδεία και αναρίθμητους θανάτους, επαφές των δύο συγγενών εστεμμένων για πολεμική αξιοποίηση του ελληνικού σώματος στρατού που βρισκόταν στο Γκέρλιτς κ.ο.κ.- έγιναν πιθανότατα εξ αγαθού συνειδότος: Από την ακράδαντη πεποίθηση πως έτσι υπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Ωστόσο είχαν εξ αντικειμένου χαρακτηριστικά που ΕΥΛΟΓΑ επέτρεπαν στην αντίπαλη παράταξη να τις εκλάβει ως προδοτικές. (Π.Χ. για «πρότασιν ακρωτηριασμού της Ελλάδος» έκανε λόγο ο στρατηγός Στρατηγός).
Στην πολύχρονη, λοιπόν, ενασχόλησή μου με τον Διχασμό είχα την ευκαιρία να διερευνήσω όλες αυτές τις κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις του, αλλά και να αναδείξω τις εκατέρωθεν ευθύνες για όσα φοβερά έγιναν, τα οποία ώθησαν τον Κ. Ζαβιτζιάνο να γράψει πως και της πλέον λανθασμένης πολιτικής η εφαρμογή θα ήταν προτιμότερη από όσα εκ του Διχασμού εκπορεύτηκαν.
Ένα δεν έκανα ποτέ (πιθανότατα λόγω της ελλειμματικής ενασχόλησής μου με τη διεθνή πολιτική και την καθαρά στρατιωτική ιστορία): Σε αντίθεση με άλλους «γραφιάδες», που εμφανίζονται εν προκειμένω εξαιρετικά απόλυτοι και κατηγορηματικοί -π.χ. Μαυρογορδάτος, Κακούρη κ.ά.-, ουδέποτε έως σήμερα τοποθετήθηκα στο ζήτημα ποιος εκ των δύο πρωταγωνιστών του Διχασμού είχε δίκαιο στην αφετηριακή βάση του, στο κεντρικό πολιτικό δίλημμα/ερώτημα «πώς έπρεπε να τοποθετηθεί η χώρα μέσα στη λαίλαπα της πρώτης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής».
Αποχή η οποία, με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου μου για τη Δίκη των «Έξι»*, μου έδωσε την ικανοποίηση να ακούσω από τον πιο μορφωμένο ίσως Έλληνα δικαστή, πρώην πρόεδρο του ΣτΕ και σήμερα γενικό εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τη μάλλον ευμενή κρίση «είναι το βιβλίο που μας απάλλαξε από τις μανιχαϊστικές προσεγγίσεις». (Βέβαια, επαναλαμβάνω, πως αναφέρομαι στο ποιος είχε δίκαιο στο πολιτικό σκέλος της σύγκρουσης των «δύο Β», επί του νομικού είχαν και οι δύο κραυγαλέα άδικο: αμφότεροι, κατά περιόδους, κουρέλιασαν το κράτος δικαίου και το συνταγματικό υπόστρωμα της δημόσιας ζωής).
Τώρα πια όμως, έχοντας πλέον μελετήσει πολύ πιο πολυπρισματικά την περίοδο, νιώθω πως έφτασε η στιγμή -ίσως με άγνοια κινδύνου ή/και κάποια αφροσύνη, οπωσδήποτε με δισταγμό και επιφύλαξη- να τοποθετηθώ και επ’ αυτού:
Έστω και αν η μέχρι τέλους διατήρηση της ουδετερότητας της χώρας ήταν οπωσδήποτε απίθανη… Έστω και αν η ασφάλεια των εκτός εθνικών συνόρων ομοεθνών δεν ήταν εγγυημένη με την ουδετερότητα… Έστω και αν η στάση του Βενιζέλου δεν εκπορευόταν από τη βεβαιότητα της επιτυχούς έκβασης της επιχείρησης -την οποία, άλλωστε, ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν θα επηρέαζε η συμμετοχή ενός ελληνικού σώματος στρατού, το οποίο αργότερα ο Κρητικός ηγέτης περιόρισε σε μια μεραρχία- αλλά από την εκτίμησή του για τον τελικό νικητή του πολέμου…
Η εναντίωση του Κωνσταντίνου στη συμμετοχή της χώρας στην προσπάθεια εκπόρθησης των Δαρδανελίων φαίνεται πως είχε στερεότατη στρατιωτική και διεθνοπολιτική τεκμηρίωση. Η εναντίωσή του, αντίθετα, -μάλιστα με τον λαό τοποθετημένο, με όποια αξία είχε αυτό σε εκείνες τις συνθήκες- στην τήρηση των εθνικών δεσμεύσεων προς τη Σερβία… Και δη ο αποκλεισμός ακόμη και της ρητορικής επίκλησής τους, με σκοπό την αποτροπή της βουλγαρικής εισβολής… Δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί… Με όρους ηθικούς… Αλλά πολύ περισσότερο με όρους πολιτικούς/εθνικής ωφέλειας…
* Το έργο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του: η Δίκη των ‘Εξι’» θα παρουσιαστεί στις 31 Οκτωβρίου, ώρα 8.30μμ, στο Public Συντάγματος από τους Ευ. Βενιζέλο, Γ. Γεραπετρίτη, Αλ. Χαρίτση, Ευ. Χατζηβασιλείου, με σύντομη παρέμβαση και της Σίας Αναγνωστοπούλου.
** Το βιβλίο Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ‘ΕΞΙ’», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη- με την αφορμή της συμπλήρωσης 100 ετών από το σημαδιακό 1922.