Του Σταύρου Κωνσταντινίδη
Το πρόσφατο σουρεαλιστικό περιστατικό με την πρόταση ανταλλαγής του Δρομέα του Κώστα Βαρώτσου με κάποιον Μέγα Αλέξανδρο των Σκοπίων, ίσως να ξαναθύμισε στην κοινή γνώμη την αξία της δημόσιας τέχνης, της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, των αξιόλογων γκράφιτι της street art σε σχέση και με την ευρύτερη ποιότητα του δημόσιου χώρου των ελληνικών πόλεων.
Δεν ξέρουμε αν πίσω από την τραγελαφική πρόταση ανταλλαγής κύκλων του υπουργείου Πολιτισμού υποκρύπτονταν παιδαριωδώς ένα συμβολικό αντίβαρο τόνωσης του εγχώριου εθνικού αισθήματος ή αν η ιδέα εμπεριείχε μία λανθάνουσα απόπειρα «εκπολιτισμού» των γειτόνων, κάτι σαν κίνητρο για να αφαιρέσουν έναν από τους δεκάδες Μεγαλέξανδρους με αντάλλαγμα ένα υποδειγματικό γλυπτό σύγχρονης τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, είτε έτσι είτε αλλιώς αναδείχθηκε η καταφρόνηση που δείχνουν παραδοσιακά οι κυβερνητικοί χειρισμοί στον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου και της δημόσιας τέχνης.
Η δημόσια τέχνη υπάρχει και αναπτύσσεται εκεί που ο δημόσιος χώρος είναι αναβαθμισμένος. Σε μία χώρα που δεν βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο όπου ο δημόσιος χώρος να είναι πεδίο οργανωμένων πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών χειρισμών, η δημόσια τέχνη ακολουθεί την ίδια μοίρα μιας φτωχής και απαξιωμένης εικόνας.
Ελάχιστες εξαιρέσεις ο εμβληματικός Δρομέας στην Αθήνα, το τοπόσημο - γλυπτό των ομπρελών του Ζογγολόπουλου στη Θεσσαλονίκη, το επιτοίχειο ανάγλυφο του Μόραλη στο Χίλτον και οι υποδειγματικές εγκαταστάσεις στις στάσεις του Μετρό, που αποτελεί ίσως την πιο οργανωμένη δημόσια προσπάθεια ενός άρτιου εγχειρήματος σε καλλιτεχνικό, ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Και πολλά ακόμη αξιόλογα γλυπτά μικρότερης κλίμακας συναντάει κανείς σε δημόσιους κήπους, στα νεκροταφεία, σε πλατείες και πάρκα, αλλά δεν είναι ούτε αρκετά ούτε ενδεικτικά των πραγματικών καλλιτεχνικών δυνατοτήτων της χώρας και της διεθνούς πραγματικότητας.
Η κεντρική και πιο διαδεδομένη αντίληψη των πολιτικών ιστορικά περί γλυπτών περιορίζεται φτωχά και ανέμπνευστα σε προτομές και ανδριάντες ιστορικών προσώπων. Συνήθως κακής ποιότητας μνημειακά γλυπτά, που δεν αντανακλούν την πολιτισμική υπόσταση της τέχνης στον δημόσιο χώρο. Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή των βάθρων και της εύπεπτης και πρωτόλειας εξύμνησης του ιστορικού ηρωισμού.
Το πρόβλημα είναι άμεσα συνυφασμένο με την κυρίαρχη πολιτική αντίληψη υποτίμησης του δημόσιου χώρου των ελληνικών πόλεων. Οι ελληνικές πόλεις χρειάζονται μία νέα πολεοδομική και οικολογική αφήγηση. Οι δημοτικές εκλογές είναι πάντα μία νέα αρχή. Οι δήμαρχοι έχουν μία καθοριστική συμβολή αλλά δεν ενεργούν μόνοι. Στη βάση αυτή αξίζει να συνοψίσει κανείς κάποιες αρχές που διέπουν τον σύγχρονο σχεδιασμό και αφορούν το σύνολο των πόλεων, άσχετα του μεγέθους: Ο εναπομείνας δημόσιος χώρος είναι το άθροισμα του οδικού δικτύου και των ελεύθερων χώρων, δηλαδή των πάρκων και των πλατειών. Οι παρεμβάσεις είναι απαραίτητο στους δρόμους να διέπονται από τη φιλοσοφία της βιώσιμης κινητικότητας και στους ελεύθερους χώρους να καθορίζονται από τις αρχές της περιβαλλοντικής φιλικότητας και λειτουργικότητας.
Η συναίσθηση της πόλης και η συνομιλία του αστικού περιβάλλοντος με τον πολίτη είναι μία καθημερινή διάδραση. Η προσλαμβάνουσα ποιότητα ζωής ξεκινάει από τη στιγμή που βγαίνουμε το πρωί στη στάση και εξελίσσεται μέσα από τις χαρές και τις δυσκολίες που συναντούμε σε όλες τις διαδρομές. Στα πεζοδρόμια, στα μέσα μεταφοράς, στην προσπέλαση της εργασίας, στην ψυχαγωγία.
Οι παρεμβάσεις τέχνης στον δημόσιο χώρο λειτουργούν όπως ακριβώς η επίπλωση και η διακόσμηση στα σπίτια μας. Λειτουργούν εκπαιδευτικά, μετουσιώνουν τον χώρο και τελικά την ίδια την πόλη ως υπόσχεση δημιουργίας. Εξάλλου η ίδια η αρχιτεκτονική και τα εικαστικά είναι ακριβώς αυτό: η υπόσχεση της ευτυχίας.
Όμως δεν θα φτάσουμε ποτέ στο σημείο να αναστοχαστούμε πάνω σε έναν αναβαθμισμένο δημόσιο χώρο, αν δεν επιλυθούν τα πρωτογενή λειτουργικά προβλήματα. Και αυτά προϋποθέτουν την αναθεώρηση της κοσμοθεωρίας σε κρίσιμες συγκρούσεις της εποχής. Η ασφάλεια των πόλεων, η σχέση πεζού και οχημάτων, η καθαριότητα, η ανάπτυξη των μαζικών μέσων μεταφοράς.
Αυτά που μας εντυπωσιάζουν συνήθως στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα και κυρίως η εντυπωσιακή ευρυθμία, η φυσική λειτουργικότητα και η ποιότητα της καθημερινής ζωής, είναι αυτά ακριβώς που απουσιάζουν από τις ελληνικές πόλεις. Αν ο δημόσιος χώρος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο φαντάζει να υπηρετεί αδιόρατα μία προσυμφωνημένη αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων και να εκπληρώνει το δημόσιο συλλογικό συμφέρον, στις ελληνικές πόλεις φαίνεται να πυροδοτεί εμφανώς και βίαια τη μέγιστη δυνατή συγκρουσιακότητα όλων έναντι όλων, και να ευνοεί την αποχαλίνωση κάθε επιμέρους ατομικιστικής - εγωκεντρικής συμπεριφοράς.
Τα προβλήματα του δημόσιου χώρου συνεχίζουν να μας ταλαιπωρούν, όπως ακριβώς τα προβλήματα πολιτικής στη δημόσια σφαίρα. Εάν υπάρχει η παραμικρή διάθεση επίλυσης ενός προβλήματος, που θίγει ευθέως τόσο έντονα τον πολιτισμό της καθημερινής ζωής, είναι απαραίτητο να ομολογηθεί με πολιτική ειλικρίνεια, η παταγώδης -μέχρι σήμερα- αποτυχία σε όλα τα επίπεδα (κεντρικό, αυτοδιοικητικό, υπηρεσιακό) και ο αναστοχασμός να εκκινήσει από μηδενική βάση. Εάν συμφωνεί κανείς στα παραπάνω, το πρώτο κεφάλαιο του αναστοχασμού πρέπει να είναι η διερεύνηση των αιτιών. Αιτίες που σε πρώτο επίπεδο αναζητούνται υποχρεωτικά στο πεδίο της πολιτικής, της αναιμικής αστικής κουλτούρας και των κυρίαρχων ψυχολογικών πεποιθήσεων, μια και σε τεχνοκρατικό επίπεδο οι λύσεις είναι εύκολα προσπελάσιμες στη διαθέσιμη σήμερα διεθνή επιστημονική εμπειρία.