Ήταν χειμώνας του 2015, όταν επισκέφθηκα τον Πόντο. Καταγωγή από τον Πόντο δεν έχω και μέχρι τότε η μόνη επαφή μου με το ποντιακό στοιχείο ήταν κάποιες αποσπασματικές μουσικοχορευτικές παραστάσεις.
Οι μέρες που θα είχα στη διάθεσή μου ήταν λίγες, οπότε είχα προσπαθήσει από πριν να βρω και να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα για τον προορισμό μου: τοποθεσίες, μνημεία, ιστορία, αφηγήσεις, φωτογραφίες κ.ο.κ. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω και σε αποσπάσματα από μία τουρκική ταινία, η οποία αναφερόταν στην τραγική προσωπική ιστορία ενός μικρού Ελληνόπουλου του Πόντου που έχασε τους γονείς του στις εξοντωτικές πορείες εκτοπισμού και κατέληξε να μεγαλώνει σε κάποια τουρκική οικογένεια, μη γνωρίζοντας και το ίδιο για την καταγωγή του.
Έφθασα στην Τραπεζούντα... Μπροστά μου ο Εύξεινος Πόντος και η αίσθηση ότι από κάπου θα ξεπηδήσει ο Ιάσονας με την “Αργώ”. “Ο κόσμος είναι πιο συντηρητικός εκεί επάνω”, μου είχαν πει. Ένα Κοράνι στο συρτάρι του κομοδίνου μου και μία σήμανση για την κατεύθυνση της Μέκκας στη ντουλάπα του δωματίου μου το επιβεβαίωναν. Το ίδιο και οι ξεχωριστές είσοδοι, μία για άνδρες και μία για οικογένειες, σε κάποιο μπαρ της πόλης. Βγαίνοντας, ένας γνώριμος ήχος με τράβηξε. Στη διπλανή πλατεία, κάποιοι νεαροί είχαν στήσει ένα αυθόρμητο γλέντι υπό τον ήχο της λύρας. Τελικά, δεν είναι και τόσο “άγνωστο” το μέρος, σκέφτηκα… Την επομένη, επισκέφθηκα την Αγία Σοφία, με τις σπάνιες, καλυμμένες δυστυχώς με παραβάν, τοιχογραφίες της και αργότερα, ανηφόρισα στο λόφο που στέκει η επιβλητική οικία της μεγαλοαστικής οικογένειας Καπαγιαννίδη.
Την ψυχή του Πόντου, ωστόσο, την ένιωσα περισσότερο εκεί που χτυπά η καρδιά των ανθρώπων του, στα χωριά τα σκαρφαλωμένα πάνω στα καταπράσινα βουνά και στα παρχάρια. Τοπίο υποβλητικό. Ήδη κατά τη στάση μου στο τουριστικό Ούζουνγκιολ (Σαράχο), βούρκωσα, όταν ρωτώντας, σε αγγλικά και λίγα σπασμένα τούρκικα, κάποιον μαγαζάτορα για τον δρόμο για το επόμενο χωριό που ήθελα να πάω, εκείνος μου αποκρίθηκε στα ποντιακά. Αυτό συνεχίσθηκε και στο καφενείο του επόμενου χωριού, όπου ο ιδιοκτήτης του με κέρασε τσάι και με γνώρισε σε όλους τους πελάτες του που γυρνώντας από τα χωράφια τους έκαναν εκεί μια στάση πριν επιστρέψουν σπίτι. Με δυσκολία κατόρθωσα να συνεχίσω το δρόμο μου, καθώς όλοι ήθελαν να μου προσφέρουν ένα ακόμα φλιτζάνι και να με καλέσουν στο δικό τους μαγαζί...
Για την τελευταία ημέρα είχα αφήσει το προσκύνημα στο σύμβολο της ποντιακής ψυχής, την Παναγία Σουμελά. Σιωπηλή, αλλά επιβλητική, κρεμασμένη πάνω στο όρος Μελά, ένα με τον βράχο. Ανεβαίνοντας το μονοπάτι για το μοναστήρι, να σου πάλι ένας γνώριμος ήχος. Ένας ντόπιος γεράκος έπαιζε σε μια γωνιά τον κεμεντζέ του. Κάθισα δίπλα του, τον άκουσα μέχρι που σταμάτησε. Κοιταχτήκαμε και απλά νεύσαμε ο ένας στον άλλον. Είχαμε συνεννοηθεί, έτσι απλά, χωρίς λόγια...