Αν κάποιος ομιλών την ελληνική εξωγήινος (οι ξένοι μας ξέρουν ήδη καλά) παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στη χώρα τα τελευταία εικοσιτετράωρα και ειδικότερα τη «συζήτηση» που ξέσπασε μετά την αποκάλυψη του αντιπολιτευόμενου Τύπου (εύσημα γι' αυτό) ότι στη λίστα των προτεινόμενων από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής προς τα σχολεία εκπαιδευτικών προγραμμάτων, περιλαμβάνονταν κι ένα με αδιανόητους, αντιεπιστημονικούς ισχυρισμούς, αν μη τι άλλο, θα πίστευε ότι σε αυτή τη χώρα, ασχολούμαστε νυχθημερόν με την επιστημονική επιμόρφωση των παιδιών στα σχολεία και δεν τα αφήνουμε, τα δόλια, να πάρουν ανάσα από τη διαρκή επιμόρφωση!
Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Λίγοι γνωρίζουν τι ακριβώς διδάσκονται οι μαθητές στο ελληνικό σχολείο αλλά όποιος δει την αξιολόγησή τους στο δείκτη PISA δεν θα είναι υπερβολικός εάν ισχυριστεί ότι δεν μαθαίνουν και πολλά. Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες μαθητές βρίσκονται κατά πολύ κάτω του μέσου όρου στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.
Τι κι αν οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν, σύμφωνα με τις επιδόσεις τους στο πρόγραμμα PISA; Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής τους βομβαρδίζει και με διάφορα προγράμματα μέσα στα οποία ήταν και το επίδικο που δημιούργησε το σάλο.
«Ήταν στη διακριτική ευχέρεια της διεύθυνσης και του συλλόγου γονέων κάθε σχολείου το εάν οι μαθητές καταναλώσουν αυτό το υλικό», μας πληροφορεί το Υπουργείο. Άραγε πόσα σχολεία να το θεώρησαν κατάλληλο για τους μαθητές τους, από το Νοέμβριο που αυτό εγκρίθηκε;
Ποτέ δεν θα μάθουμε. Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα στην οργάνωση και τη λειτουργία του ΙΕΠ: δεν θα μάθουμε ούτε πως εγκρίθηκε ούτε πόσοι μαθητές το είδαν.
Εάν υπάρχει ένα πολιτικό ζήτημα, αυτό είναι πως όσα έχουν γίνει από την σημερινή κυβέρνηση για την Παιδεία δεν είναι αρκετά για να κρατήσουν μακριά από την Εκπαίδευση όλων των βαθμίδων τη θεμελιώδη παθογένεια του ελληνικού κράτους: τα πελατειακά δίκτυα που κάθε φορά μετακομίζουν από τα κομματικά γραφεία στα υπουργεία, δηλαδή τα παρασιτικά συστήματα εξουσίας. Και ήταν ένα από τα αιτήματα της κοινωνίας στις εκλογές του 2019 αυτό.
Ακριβώς επειδή κάποια στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, ανάμεσα σε αυτά και η Υπουργός Παιδείας, έχουν καλή μόρφωση και προέρχονταν από προνομιούχα περιβάλλοντα στα οποία η Παιδεία ιεραρχείται ψηλά στο αξιακό τους σύστημα, οι Έλληνες της μεσαίας τάξης πιστεύαμε ότι τουλάχιστον τα δημόσια σχολεία του λαού θα τα πρόσεχαν ιδιαιτέρως και θα τα προστάτευαν από τα δίκτυα «των μυημένων» που καταφέρνουν να παρεισφρέουν στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Δεν περιμέναμε θαύματα. Γνωρίζουμε ότι νοοτροπίες δεκαετιών δεν αλλάζουν σε δύο χρόνια αλλά δεν περιμέναμε ότι θα διαπιστώσουμε ότι αναπαράγονται χωρίς να βρίσκουν μεγάλες αντιστάσεις. Αυτό επείγει να διορθωθεί.
Πλέον αισθανόμαστε και ηλίθιοι όταν εμείς πιέζουμε για μεταρρυθμίσεις τη στιγμή που διάφοροι «Μαυρογυαλούροι» παρεισφρύουν στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Ποιοι είναι τέλος πάντως αυτοί που στελεχώνουν την Ελληνική Εταιρεία Προγεννητικής Αγωγής ώστε να καταφέρνουν εντάσσονται στα ΕΣΠΑ και να προτείνονται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στα σχολεία;
Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που ενστερνίζονται εξωφρενικές, περιθωριακές, λούμπεν απόψεις να έχουν επαφές με το κράτος και να το πείθουν να χρηματοδοτεί αντιεπιστημονικές μπούρδες και στη συνέχεια να τις προωθεί κιόλας για λογαριασμό τους;
Αυτό είναι το πολιτικό ζήτημα.
Στις εκλογές του 2019 η πλειοψηφία των Ελλήνων ανέλαβε τις ευθύνες της, ψηφίζοντας για το μέλλον τους. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα παραμέρισαν κομματικές και ιδεολογικές διαφορές για να δώσουν στη Νέα Δημοκρατία εντολή να κυβερνήσει αυτοδύναμη, χωρίς να περιμένουν θαύματα. Αυτή η πλειοψηφία συνεχίζει να κοιτάζει, με ελπίδα, προς το μέλλον και δεν επιθυμεί η Ελλάδα να γυρίσει πίσω.