Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις που έγιναν στο φετινό Φόρουμ των Δελφών ήταν αυτή που διοργάνωσε η ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ σε συνεργασία με το ΕΛΙΑΜΕΠ.
Θέμα της συζήτησης ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας κοινής γνώμης που σχεδίασε το Πρόγραμμα Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ την οποία, με την υποστήριξη της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, έτρεξαν ταυτόχρονα (Φεβρουάριος 2021) και στις δύο χώρες, δύο εταιρείες δημοσκοπήσεων, η MRB και η KONDA.
Έτσι, για πρώτη φορά, έχουμε στα χέρια μας καταγεγραμμένες τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών και των δύο χωρών για τα ελληνοτουρκικά θέματα. Πώς βλέπουμε Έλληνες και Τούρκοι ο ένας τον άλλον; Πώς αντιμετωπίζουμε τις μεταξύ μας διαφορές; Πώς αποτιμούμε το ρόλο του ξένου παράγοντα στη διαμόρφωση των μεταξύ μας σχέσεων;
Στην ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση σχολίασαν τα ευρήματα της έρευνας που παρουσίασε ο Δημήτρης Μαύρος της MRB, ο Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, ο Γιάννης Γρηγοριάδης, Αναπλ. Καθηγητής του Bilkent University - Επικεφαλής Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ και οι κυρίες Όγια Γιεγιέν, από το Πανεπιστήμιο Σαμπαντζί και Εβρέν Μπαλτά, Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Όζγιεγκιν και senior scholar στο Istanbul Policy Center και οι δύο εξαιρετικές. Τη συζήτηση συντόνισε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ.
Από την έρευνα επιλέγουμε να σχολιάσουμε ένα θέμα που αφορά την επικοινωνία.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Μαύρος η Τουρκία απασχολεί περισσότερο τους Έλληνες σε σχέση με τον βαθμό που η Ελλάδα απασχολεί τους Τούρκους.
Οι Έλληνες δηλώνουν περισσότερο ενημερωμένοι για τις εξελίξεις στην Τουρκία (56,7%) σε σχέση με το πόσο ενημερωμένοι είναι οι Τούρκοι για τις εξελίξεις στην Ελλάδα (42,7%) ενώ περισσότεροι Έλληνες έχουν ακούσει από το οικογενειακό τους περιβάλλον κάτι αρνητικό για τους Τούρκους (32% και 6,3% αντίστοιχα).
Επειδή μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε το επικοινωνιακό θέσφατο ότι η πολιτική είναι μια διαμεσολαβημένη διαδικασία και οι πολιτικές αντιλήψεις αλλά και ο τρόπος που τοποθετούμαστε απέναντι στα διάφορα γεγονότα καθορίζεται/επηρεάζεται από τους ισχυρότερους πομπούς μηνυμάτων δηλαδή αυτόν που κάθε φορά είναι σε θέση να διαμορφώνει την ατζέντα της συζήτησης, να ορίζει όσα συζητάμε, να επισημάνουμε ότι κι εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο φαινόμενο.
Δείτε: Ενώ το τουρκικό πολιτικό σύστημα ασχολείται με την Ελλάδα και τις περισσότερες φορές για να κάνει εμπρηστικές δηλώσεις που ξέρουν ότι θα μας προκαλέσουν εκνευρισμό αυτό δεν επηρεάζει τις αντιλήψεις της τουρκικής κοινής γνώμης απέναντι στην Ελλάδα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Βασικώς γιατί τις δηλώσεις αυτές οι Τούρκοι αξιωματούχοι τις κάνουν για... το ελληνικό κοινό και όχι για τους δικούς τους πολίτες στους οποίους δεν φτάνουν καν ως πληροφορία αφού τις φιλτράρουν και τα τουρκικά media που δεν είναι ελεύθερα.
Πρόκειται λοιπόν για δηλώσεις στρατηγικά διατυπωμένες με σκοπό να αναγκάζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να επιτίθενται κι αυτές αμυνόμενες και που επιτρέπουν στους γνωστούς εθνικιστικούς κύκλους στη χώρα μας να κάνουν κάθε φορά πάρτι. Το χειρότερο βέβαια είναι ότι δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στους μετριοπαθείς να εκφράσουν τις απόψεις τους υπέρ ενός έντιμου διαλόγου με την Τουρκία με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Ένας από τους τομείς που η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα έχει πάει εξαιρετικά καλά είναι τα Ελληνοτουρκικά και ειδικά τις στιγμές που έχει αντισταθεί στις εθνικιστικές υστερίες κάτι που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολο τους τελευταίους μήνες που η Τουρκία του Ερντογάν ήταν επιθετική για να δοκιμάσει τα όριά μας. Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο σκηνικό όμως, η κυβέρνηση και κυρίως ο πρωθυπουργός κατάφεραν να μην διολισθήσουν στον ανώφελο εθνικισμό.
Αναλυτές που γνωρίζουν και παρακολουθούν επί δεκαετίες τα Ελληνοτουρκικά μας διαβεβαιώνουν ότι με τον Ερντογάν στο τιμόνι της γείτονος πρέπει να ξεχάσουμε και το ενδεχόμενο ακόμα ενός έντιμου διαλόγου για τις διαφορές μας. Τους ακούμε. Όμως δεν χρειάζεται ο χρόνος να περάσει αναξιοποίητος.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να επιταχύνουμε την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Οι εμπορικές και επιχειρηματικές σχέσεις όπως και οι συνεργασίες σε ακαδημαϊκό επίπεδο μπορούν να λειτουργήσουν θετικά προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να αποφασίσουμε βέβαια αν επιθυμούμε κάτι τέτοιο κι αν μας συμφέρει. Εμείς πιστεύουμε πως ναι. Όλα όσα σχεδιάζει να κάνει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια απαιτούν ειρήνη και γιατί όχι; αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες με όλους μας τους γείτονες.
Για να καταφέρουμε κι εμείς να αποφασίσουμε τι επιτέλους θέλουμε να αποκομίσουμε από τις σχέσεις μας με την Τουρκία, ίσως ήρθε η ώρα να αρχίσουμε κι εμείς να «φιλτράρουμε» τα μηνύματα που εκπέμπονται καταφανώς στρατηγικά: Για να εμπεδώσουν προκαταλήψεις και να διατηρούν ζωντανό το θυμό εκατέρωθεν. Ας αρχίσουμε να επεξεργαζόμαστε κριτικά τα μηνύματα των πομπών, όλων των πομπών για να σκεφτούμε τι μας συμφέρει. Αν μη τι άλλο, μπορούμε να το δοκιμάσουμε.