Δύο βασικές προϋποθέσεις υπάρχουν για να συγκλίνει η Ελλάδα με το μέσο ευρωπαϊκό εισόδημα. Επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης. Δηλαδή αύξηση συμμετοχής στην αγορά εργασίας των γυναικών και των νέων. Και ειδικά στις γυναίκες όπου τέσσερις στις δέκα δεν εργάζονται (μας ξεπερνούν μόνο Ιταλία, Ρουμανία), για να μπουν στην αγορά χρειάζεται αναβάθμιση των υπηρεσιών προσχολικής και παιδικής φροντίδας. Να πάψει επιτέλους η απόκτηση παιδιών να θεωρείται «ποινή».
Τα στοιχεία της έκθεσης Πισσαρίδη σχετικά με την απασχόληση δείχνουν ότι στις γυναίκες η χώρα πετυχαίνει την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), ενώ έχει τον υψηλότερο ανενεργό εργασιακά πληθυσμό, ειδικά στους νέους σε ηλικία 15-24 ετών.
Το 31,6% του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών στην Ελλάδα θεωρούνταν πέρυσι ανενεργό εργασιακά. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 39,6% στις γυναίκες και στο 77,5% στους νέους ηλικίας έως 24 ετών. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. διαμορφώνονται για την ίδια περίοδο σε 26,6% στο σύνολο, στις γυναίκες σε 32,1% και στους νέους 15-24 ετών σε 60,5%. Οι διαφορές επομένως είναι σημαντικές και έντονες.
Στην δεκαετία 2009-19 ο οικονομικά ανενεργός πληθυσμός στη χώρα μας μειώθηκε κατά περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες, αλλά η διαφορά με την Ε.Ε. διευρύνθηκε. Από τρεις ποσοστιαίες μονάδες που ήταν το 2009 (Ελλάδα: 32,6%, EE: 29,9%), πέρυσι ανήλθε σε πέντε ποσοστιαίες μονάδες (Ελλάδα: 31,4%, ΕΕ: 26,6%). Mε άλλα λόγια, παρά τα βήματα βελτίωσης στην απασχόληση, η χώρα απέκλινε περισσότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η θέση δε της χώρας στην κατάταξη των χωρών μελών της ΕΕ με βάση τον ανενεργό εργασιακά πληθυσμό, ανέβηκε από την 9η υψηλότερη θέση το 2009 στην 3η υψηλότερη το 2019.
«Το πρόβλημα με τη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα εντοπίζεται κατά βάση στη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών και των νέων», αναφέρει η έκθεση Πισσαρίδη. «Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας μειώνει σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, καθώς το μέσο μορφωτικό επίπεδο των γυναικών που δεν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας είναι υψηλό».
Και δεν είναι μόνον αυτό. Διακρίσεις υφίστανται ακόμη στην υποεκπροσώπησή των γυναικών σε υψηλής ποιότητας θέσεις εργασίας και το μισθολογικό χάσμα που τους χωρίζει με τους άνδρες κ.λπ. Τα παραπάνω συνιστούν ενδείξεις ότι οι εργοδότες κάνουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και ότι αυτές δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους στην αγορά εργασίας. Πέραν της κοινωνικής αδικίας που αυτό συνεπάγεται, υπάρχει και το οικονομικό κόστος ότι σημαντικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας παραμένει αναξιοποίητο.
Μέτρα αύξησης της απασχόλησης νέων και γυναικών
Η έκθεση Πισσαρίδη, δεν μένει μόνον σε διαπιστώσεις. Προτείνει μια σειρά μέτρων που ξεκινούν από τη παροχής κινήτρων αύξησης της απασχόλησης γυναικών και των νέων, μέχρι και παρεμβάσεις που αφορούν στην φροντίδα παιδιών και ευάλωτων ανθρώπων που συχνά αποτελούν την αιτία παραμονής των γυναικών εκτός εργασιακού στίβου.
Ειδικότερα η ανισότητα ευκαιριών για τις γυναίκες στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να αμβλυνθεί με μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα (gender budgeting). Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να θέσει προϋποθέσεις ως προς τη συμμετοχή των γυναικών στις επιχειρήσεις που προμηθεύουν τον δημόσιο τομέα. Για παράδειγμα, προϋπόθεση για ανάθεση κρατικής προμήθειας σε μια επιχείρηση θα μπορούσε να είναι ότι οι γυναίκες στην επιχείρηση αυτή καταλαμβάνουν τουλάχιστον ένα ελάχιστο ποσοστό θέσεων σε κάθε επίπεδο της επαγγελματικής ιεραρχίας.
Φυσικά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σημείο εκκίνησης του συγκεκριμένου μέτρου έτσι ώστε να δοθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα στις επιχειρήσεις για να προσαρμοστούν κατάλληλα. «Το μήνυμα όμως πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ότι οι προμηθευτές του δημοσίου θα πρέπει να εξασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες στις γυναίκες», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Επίσης απαιτείται αναθεώρηση των νόμων για της άδειες μητρότητας (άδεια τοκετού και λοχείας, ειδική εξάμηνη άδεια μετά την άδεια τοκετού, άδεια φροντίδας παιδιού). Η μεταρρύθμιση πρέπει να έχει τους παρακάτω στόχους:
1. Μεταφορά του μισθολογικού κόστους των αδειών από τις επιχειρήσεις στο κράτος για να μειωθούν τα αντικίνητρα στην πρόσληψη των γυναικών. Αυτό συνιστά κομβικό σημείο καθώς το ισχύον σύστημα ουσιαστικά τιμωρεί (επιβάλλει κόστος) στις επιχειρήσεις για την πρόσληψη γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Η απομάκρυνση του αντικινήτρου αυτού πρέπει να συνιστά προτεραιότητα.
2. Σύστημα πατρικής άδειας παρόμοιο με αυτό των γυναικών ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή των ανδρών στην ανατροφή των παιδιών τους και η αγορά εργασίας να τους αντιμετωπίζει το ίδιο με τις γυναίκες. Για να έχει κάποιο αποτέλεσμα το παραπάνω θα πρέπει η άδεια του πατέρα να μην μπορεί να μεταφερθεί στη μητέρα. Μέχρι να αλλάξουν οι συνήθεις πρακτικές η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει την παροχή κινήτρων προς τους άνδρες για να λάβουν αυτή την άδεια ή θα πρέπει να την κάνει υποχρεωτική. Η υιοθέτηση του μέτρου αυτού στον δημόσιο τομέα θα δημιουργούσε μια «συνήθη πρακτική».
3. Ευελιξία στο πότε μια γυναίκα θα ξεκινήσει και θα τελειώσει την άδεια τοκετού χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς από το κράτος. Το σημαντικό στοιχείο είναι να αφαιρεθούν περιορισμοί και διαφορές ανάμεσα στα φύλα όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών και την αγορά εργασίας.
Τέλος, μια κρίσιμη παράμετρος η οποία απαιτεί στρεβλώνει την τάση απασχόλησης γυναικών, είναι οι διαφορές παροχών μεταξύ εργαζομένων γυναικών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. «Ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται αθέμιτα τον ιδιωτικό», και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ουσιαστικά χρησιμοποιεί χρήματα των φορολογουμένων για να στερήσει από τον ιδιωτικό τομέα ανθρώπινους πόρους που προσελκύονται στον δημόσιο τομέα». Δεύτερον, οι προτεινόμενες άδειας πατρότητας του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να επεκταθούν στον δημόσιο τομέα. Με άλλα λόγια, το σύνολο των κανονισμών που διέπουν την άδεια λόγω τεκνοποίησης θα πρέπει να είναι πανομοιότυπο στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων
Φυσικά για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω και να δοθούν ίσες ευκαιρίες απασχόλησης ανδρών και γυναικών, πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές που θα αναλάβουν την φροντίδα των παιδιών ή/και των ηλικιωμένων. «Δεδομένης της περιορισμένης διαθεσιμότητας των δομών παιδικής φροντίδας και λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών συμβάσεων που θέτουν στις γυναίκες την ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού, συχνά οι γυναίκες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους έως ότου το παιδί αρχίσει να πηγαίνει στο σχολείο», αναφέρει η έκθεση.
Η πρακτική αυτή, εκτός από την διακοπή μιας σταδιοδρομίας συνήθως ωθεί τις γυναίκες σε θέσεις εργασίας χαμηλότερης ποιότητας, με λιγότερες ευκαιρίες εξέλιξης ακόμη και πριν αποκτήσουν παιδιά. Αυτό συμβαίνει επειδή οι εργοδότες δεν θέλουν να επενδύσουν σε εργαζόμενους που έχουν υψηλή πιθανότητα να αποχωρήσουν από τις θέσεις εργασίας τους λόγω μητρότητας, όπως π.χ. οι γυναίκες.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την έκθεση, θα πρέπει η απουσία της εργαζόμενης για λόγους μητρότητας να συρρικνωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. «Είναι κρίσιμης σημασίας να καθιερωθεί ένα πρόγραμμα παιδικής μέριμνας και ανάπτυξης που να προσφέρει υπηρεσίες από το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μέχρι την έναρξη του δημοτικού σχολείου. Όλες οι υπηρεσίες θα παρέχονται δωρεάν και θα αφορούν υποστήριξη εγκυμοσύνης, ψυχικής υγείας, θηλασμό και κοινωνικό-διανοητική διέγερση του παιδιού».
Αντίστοιχα θα πρέπει να ισχύσουν και για τους ηλικιωμένους. «Όσο υπήρχε η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης, το οικονομικό κόστος της φροντίδας των ευάλωτων μελών μιας οικογένειας από τα νεότερα και υγιέστερα μέλη αυτής μπορεί να μην ήταν μεγάλο», αναφέρει η έκθεση. Η κατάργηση όμως αυτής της δυνατότητας σημαίνει ότι η επιλογή της άτυπης φροντίδας γίνεται δυσκολότερη. Έτσι η πρόωρη συνταξιοδότηση δεν μπορεί να αποτελεί λύση γι’ αυτό το σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες στον κόσμο. Η λύση θα πρέπει να βρεθεί στην επέκταση της κοινωνικής και ιατρικής ασφάλισης.