Όσο πορευόμαστε προς το φθινόπωρο μεγαλώνουν τα ερωτήματα για τις συνθήκες που θα επικρατήσουν στην απασχόληση το ερχόμενο 12μήνο. Προς το παρόν, το ελληνικό καλοκαίρι με τη μουσική συνοδεία των τζιτζικιών μας αποσπούν την προσοχή για το τι έπεται, αλλά δεν εξαλείφουν τον βαθύ προβληματισμό για την «επόμενη ημέρα» στην αγορά εργασίας.
Οικονομολόγοι και κυβερνώντες συμφωνούν πως η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες -πέραν της εύρεσης του εμβολίου που θα νικήσει την πανδημία του Covid-19- είναι η ανεργία. Απώτερος στόχος της πρόσφατης και ιστορικής συμφωνίας της Ε.Ε για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης αποβλέπει ακριβώς στην τόνωση της απασχόλησης και την ανάσχεση μιας μεγάλης αύξησης των ανέργων. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δις ευρώ -ή Next Generation E.U- είναι ένα μεγάλο και θετικό βήμα για την Ευρώπη, ιδίως η συναίνεση ακόμη και των «φειδωλών» κρατών-μελών για την έκδοση τίτλων κοινού χρέους από την Κομισιόν.
Υπάρχουν, όμως, αμφιβολίες για το εάν αυτό το πακέτο μαζί με τον πολυετή προϋπολογισμό της Ε.Ε είναι αρκετά για να αναπληρώσουν όλα τα κενά που αφήνει η πανδημία στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Θα χρειαστεί περίπου μια διετία για να επανέλθουμε σε συνθήκες ομαλότητας, δηλαδή στην κατάσταση που επικρατούσε τέλη του 2019, σύμφωνα με την πλειοψηφία των οικονομολόγων. Σκεπτικισμός επικρατεί, επίσης, για τις επιμέρους επιπτώσεις ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια σε συνδυασμό με την οικονομική πολιτική των κρατών-μελών μπορούν να διαδραματίσουν πολύτιμο ρόλο στη στήριξη των εργαζομένων και τη δημιουργία προοπτικών για τους ανέργους. Το μείζον ερώτημα που προκύπτει είναι με τι κριτήρια θα μοιραστούν οι επιδοτήσεις των εκατοντάδων δις ευρώ. Με τι σχέδια οι κυβερνήσεις της Ε.Ε θα στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε οικονομίας.
Από το ξεκίνημα της πανδημίας και του lockdown φάνηκε πως τα προγράμματα επιδότησης της εργασίας στην Ευρώπη συγκράτησαν την εκτόξευση της ανεργίας ενώ οι εργαζόμενοι δεν έχαναν την ασφαλιστική τους κάλυψη. Tι θα γίνει, όμως, εάν αυξηθούν τα λουκέτα των επιχειρήσεων όσο οι οικονομίες ανηφορίζουν κοπιαστικά προς την ομαλότητα; Η θέση της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη καθώς είχε μόλις αρχίσει να συνέρχεται από μια βαθύτατη ύφεση. Αφενός, ο τουρισμός και οι συγγενείς κλάδοι της ελληνικής οικονομίας κερδίζουν από την αξιοπιστία της κυβέρνησης στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του Covid-19. Αυτό αντανακλάται στην πτώση του κόστους δανεισμού της χώρας.
Αφετέρου, τα οφέλη αυτά θα εισπραχθούν μεσοπρόθεσμα καθώς η ανάκαμψη προδιαγράφεται βραδεία εξαιτίας των βαρύτατων επιπτώσεων της πανδημίας του Covid-19 σε όλον τον κόσμο. Πώς θα εκτεθούν οι εργαζόμενοι σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη σε πρόσθετες δαπάνες εάν το μέλλον στη δουλειά τους παραμένει αβέβαιο ή εάν υποστεί μια περαιτέρω μείωση στις αποδοχές τους; Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται άμεσα από την ασφάλεια στην εργασία, σχηματίζοντας έναν φαύλο κύκλο. Γι’ αυτό και η ασφάλεια στην εργασία αποτελεί όχι μόνον μείζον οικονομικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα.
Οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό Νότο έχουν υποστεί μεγάλη πτώση μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη. Ουσιαστικά τα περιθώρια για την αποκαλούμενη ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι ασφυκτικά στενά έως και ανύπαρκτα σε ορισμένους κλάδους. Αν συρρικνωθούν περισσότερο τα εισοδήματα τότε η κατανάλωση θα συρρικνωθεί ως συντελεστής στην εξίσωση της ανάπτυξης. Εν ολίγοις, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης ίσως θα έπρεπε να εξετάσουν μέτρα για τη άμεση στήριξη της απασχόλησης και των ανέργων μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς τα προγράμματα του ταμείου ανάκαμψης προκειμένου να αποφύγουν μια βαριά επιδείνωση του οικονομικού και του πολιτικού κλίματος.