Από τα μέσα Ιουνίου, οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανέστειλαν τους περιορισμούς στα σύνορα τους, αποκλείοντας λίγες χώρες με αρνητικά επιδημιολογικά στοιχεία, όπως η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και αναζήτησαν επίσης έναν συντονισμένο τρόπο για να ανοίξουν εκ νέου τα εξωτερικά σύνορα από την 1η Ιουλίου.
Σύντομα όμως, υπήρξε μεγάλη ανησυχία πως χώρες στην καρδιά της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού. Ο δείκτης R ξεπέρασε τη μονάδα στη Γερμανία. Η Σουηδία έγινε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που περιέλαβε ο ΠΟΥ στον κατάλογο των χωρών με ισχυρή επανεμφάνιση του κορονοϊού. H Βουλγαρία κατέγραψε ρεκόρ ημερήσιων κρουσμάτων.
Παρόλα αυτά, η επιστροφή σε ένα ολικό lockdown θα είναι η τελευταία λύση που θα αναζητήσουν τα κράτη μέλη της ΕΕ και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμα σαφής ορισμός του τι συνιστά ένα δεύτερο κύμα, βοηθάει σε αυτή την απόφαση. Δεδομένου, ότι δεν υπάρχει σαφής ορισμός, η απόφαση θα είναι καθαρά πολιτική, σαφώς βασισμένη σε επιδημιολογικά στοιχεία. Χώρες ανά την ΕΕ ακολουθούν ήδη αντιφατικούς ορισμούς σχετικά με τα συστήματα προειδοποίησης.
Για παράδειγμα, στη Γερμανία αρκούν 50 νέα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους σε διάστημα 7 ημερών για να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός, που θα σημάνει την επιβολή νέων lockdown ενώ στην Αυστρία ο συναγερμός θα ενεργοποιείται στα 100 νέα κρούσματα. Παρόμοιες αντιφάσεις και μέσα στη Γερμανία, καθώς το Βερολίνο διαθέτει σύστημα προειδοποίησης τριών παραγόντων (δείκτης R , νέα κρούσματα τις τελευταίες 7 ημέρες και νοσοκομειακά κρεβάτια), ενώ άλλα κρατίδια υπολογίζουν μόνον νέα κρούσματα.
Προκειμένου να απαλλαχθούν από κατηγορίες, πως άνοιξαν τις οικονομίες πρόωρα, οι κυβερνήσεις θα επιχειρήσουν να επιβάλουν στοχευμένα τοπικά lockdown, θα περιορίσουν τη κυκλοφορία και θα επιβάλουν ελέγχους μεταξύ περιοχών στο εσωτερικό των χωρών και παράλληλα θα ενισχύσουν την διεξαγωγή τεστ.
Η Δανία και οι χώρες της Βαλτικής για παράδειγμα, έχουν ορίσει παραμέτρους, που δείχνουν ποια επίπεδα κρουσμάτων μόλυνσης είναι αποδεκτά σε μια τρίτη χώρα, για να σταματήσει ή να επιτραπεί η διασυνοριακή μεταφορά. Πιθανό ακόμα είναι οι κυβερνήσεις να αποφασίσουν να διατηρήσουν τεχνητά χαμηλούς αριθμούς για να αποφύγουν την παραδοχή ενός δεύτερου κύματος. Διαφορετικά, το οικονομικό και πολιτικό κόστος θα είναι πολύ υψηλό. Τι θα γίνει όμως εάν τα κρούσματα κατά τη διάρκεια ενός δεύτερου κύματος εξαπλωθούν σε ολόκληρες χώρες, καθιστώντας τα τοπικά lockdown ανεπαρκή και αναποτελεσματικά;
Ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση, ένα δεύτερο ολικό lockdown θα αποφευχθεί. Οι αρχές θα είναι πολύ πιο διστακτικές στο να προβούν στα δραστικά μέτρα του Μάρτη, που οφείλονταν στη σοβαρή έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον ιό, την έλλειψη δοκιμών και ανίχνευσης, καθώς και την ανεπαρκή ικανότητα υγειονομικής περίθαλψης στις περισσότερες χώρες, οδηγώντας στον φόβο ότι θα καταρρεύσουν τα νοσοκομειακά συστήματα.
Αυτή η εικόνα έχει πλέον αλλάξει, οι δημόσιες αρχές κατανοούν τον ιό καλύτερα και μπορούν να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις πιθανότητες κινδύνου. Επίσης, οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει σημαντικούς νέους πόρους για την παρακολούθηση και τη διαχείριση του ιού. Έχουν επεκτείνει την ικανότητα υγειονομικής περίθαλψης με τη δημιουργία νέων νοσοκομείων και ΜΕΘ, αυξημένη ικανότητα δοκιμών, συγκεντρώνοντας αποθέματα προστατευτικός εξοπλισμού και φάρμακα, και δημιουργώντας ομάδες ιχνηλάτηση επαφών και εφαρμογές παρακολούθησης επαφών.
*Η κ. Δάφνη Καχρίλα - Σκουτέλη είναι Πολιτική Επιστήμων, απόφοιτος του London School of Economics.