Παρά τις επαναλαμβανόμενες διερευνητικές συνομιλίες, τις σχεδιαζόμενες συναντήσεις σε πολιτικό επίπεδο, τις προειδοποιήσεις – μερικές πραγματικές, άλλες προσχηματικές – από φίλους και εταίρους, όλα δείχνουν ότι η Άγκυρα επιδιώκει ένα νέο γύρο έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, στο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την προϊούσα αυταρχοποίηση του καθεστώτος διαμορφώνουν πολλαπλές γραμμές συγκρούσεων. Η πρόσφατη δημοσίευση - παρέμβαση των απόστρατων ναυάρχων που επικρίνει την πρόθεση του Ερντογάν να ανοίξει ένα κανάλι που θα συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο αγνοώντας τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μοντρέ, οδήγησε τον υπεύθυνο επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας να χαρακτηρίσει τους απόστρατους «πιόνια των ξένων δυνάμεων που δεν θα μπορέσουν να σταματήσουν την πορεία της Τουρκίας» και τον κυβερνητικό εταίρο Μπαχτσελί να επαναλάβει τις ακραίες εθνικιστικές κραυγές του προς το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Όμως τίποτε από αυτά που παρατηρούνται δεν είναι αποτέλεσμα «εξαγωγής των εσωτερικών προβλημάτων», όπως ακούμε συχνά. Οι μετατοπίσεις στις εσωτερικές συνθήκες προφανώς διαδραματίζουν ρόλους, αλλά δεν αποτελούν αιτία της τουρκικής εξωτερικής συμπεριφοράς. Δυστυχώς η Τουρκία γίνεται περισσότερο αναθεωρητική, επεκτατική και επικίνδυνη όταν ισχυροποιείται. Όχι, μόνον όταν έχει εσωτερικά προβλήματα, αλλά κυρίως όταν αποκτά ισχύ. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (που όπως επισημαίνει εδώ και δεκαετίες ο François Géré της έδωσε την αίσθηση μιας νέο-οθωμανικής οπτικής) μέχρι την έκρηξη των οικονομικών μεγεθών σε μια χώρα με εντυπωσιακή δημογραφική δυναμική (το τουρκικό ΑΕΠ πλησίασε το 1 τρις δολάρια το 2013-14 και συγκρατήθηκε παρόλες τις μεγάλες δυσκολίες σχεδόν στα 700 δις το 2020), οι τουρκικές ελίτ συνάντησαν τα απωθημένα σχέδια του τουρκικού βαθέως κράτους σε ένα όραμα επέκτασης και ηγεμονικής αναρρίχησης.
Τι συμβαίνει σήμερα; Όπως με κάθε ευκαιρία εξηγώ τους τελευταίους μήνες, αυτό που κάνει η Τουρκία συνιστά προσπάθεια διεύρυνσης των ακρότατων ορίων των πιθανοτήτων της για μαξιμαλιστική επιτυχία στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις της σε πολλαπλά μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Καύκασος, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, ενεργειακό, κουρδικό κλπ). Προτεραιότητα είναι η διεύρυνση των ορίων των πιθανοτήτων αποκόμισης ωφελειών σε επιμέρους εκβάσεις, με τις συγκρούσεις ακόμη και εντός του ΝΑΤΟ να αποτελούν ένα καταρχήν όχι επιθυμητό αλλά σε καμία περίπτωση απαγορευτικό σενάριο. Υπό προϋποθέσεις το καθεστώς της Άγκυρας ενδέχεται να προσεγγίσει και ως απολύτως επιθυμητό το σενάριο μιας σύγκρουσης με την Ελλάδα, εάν δεν καταστεί δυνατό να μείνουν τα ελληνοτουρκικά περιχαρακωμένα σε ένα διμερές πλαίσιο που δεν θα επηρεάζει τις ευρύτερες σχέσεις με τη Δύση.
Κρίσιμες σχέσεις της που διακυβεύονται τη διετία 2021-2022: ΕΕ και ΗΠΑ. Ως προς την ΕΕ, παρά τις ουσιαστικές και εν πολλοίς προβλέψιμες αποκλίσεις στρατηγικών μεταξύ των βασικών δυνάμεων, η συστηματική προώθηση της «θετική ατζέντα» απέναντι στην Άγκυρα από το Βερολίνο κερδίζει έδαφος. Οι ουσιαστικές δυσκολίες του Ερντογάν βρίσκονται στις σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, όπου στο κεντρικό πρόβλημα (S-400 και Ρωσία) έχει πια προστεθεί μια συνολικότερη, κριτική αποτίμηση των προβλημάτων της Τουρκίας ως αυταρχικού καθεστώτος. Η περίοδος Τραμπ πράγματι τελείωσε, ως προς αυτή τη διάσταση τουλάχιστον. Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας βάζουν την Τουρκία σε μια θέση ενός δυνητικά ριζικού διλήμματος. Το 2021-22, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς σε άρθρα, θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση. Με πιθανότερο το σενάριο της ακόμη μεγαλύτερης απομάκρυνσης και, τελικά, την ρήξη κάποιας μορφής.
Στο δια ταύτα, η Ελλάδα σαφώς είναι αλλά και πρέπει να φαίνεται ότι είναι προσανατολισμένη στην ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με κάθε χώρα, οπότε δεν μπορεί να πει «όχι» σε διερευνητικές συνομιλίες. Όμως μπορεί και οφείλει να επιμείνει ανοικτά και με στιβαρότητα στη θέση ότι, σε αυτή τη συγκυρία, η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε κάτι να δώσει, σε κάτι να υποχωρήσει. Σε διαφορετική περίπτωση η Άγκυρα θα έχει πετύχει τους στόχους της με τον προ-διαπραγματευτικό μαξιμαλισμό που επιδεικνύει και την πρόσθετη νομιμοποίηση μιας δήθεν εποικοδομητικής διαδικασίας συνομιλιών με την Αθήνα. Η Ελλάδα χρειάζεται περαιτέρω εμβάθυνση περιφερειακών συνεργασιών σε κάθε επίπεδο – να συγχαρούμε π.χ. την κυβέρνηση για την εξαιρετική συμφωνία με τα Εμιράτα – αλλά και ουσιαστική εμβάθυνση της σχέσης με την Γαλλία εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου, χτίσιμο της αποτρεπτικής ικανότητας και ανάδειξη του ρόλου της Ελλάδας ως αξιόπιστου και αξιόμαχου συνόρου της Δύσης στα ανατολικά.