Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας δεν έγινε επειδή είχε «κακό» Σύνταγμα. Έγινε για άλλους λόγους, που έχουν κυρίως σχέση με τις πρακτικές του πελατειακού κράτους, τη διαφθορά και την αδυναμία της χώρας να επιβιώσει στις συνθήκες της Ευρωζώνης. Το Σύνταγμα δεν φταίει γι αυτά και δεν θα μπορούσε να τα αποτρέψει. Η έξοδος όμως από την κρίση μπορεί να περάσει και από την ανανέωση του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα είναι το θεμέλιο μιας έννομης πολιτείας και η βάση της ειδικής σχέσης που έχουμε ως πολίτες ο ένας με τον άλλον. Κάποιοι φιλόσοφοι, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ονομάζουν αυτήν την σχέση «πολιτική φιλία» και εξηγούν ότι έίναι η βάση της αμοιβαιότηας και της ισότητας μιας δημοκρατίας.
Ας σκεφτούμε την έννοια αυτή. Αν πρόκειται οι θεσμοί μας να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας, θα πρέπει να δούμε ξανά ο ένας τον άλλον ως «πολιτικούς φίλους» κάτω από ένα Σύνταγμα που θα ενώνει τους σκοπούς μας, ως μετέχοντες σε μια ηθική κοινότητα δικαιοσύνης, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας. Γι αυτό η αναθεώρηση του Συντάγματό μας θα μπορούσε να είναι το σύμβολο μιας νέας αρχής.
Νομίζω ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα, ο Σύριζα και η Νέα Δημοκρατία, συμφωνούν με την διαπίστωση ότι η χώρα χρειάζεται συμβολικό νέο ξεκίνημα. Γι αυτό οι προτάσεις τους για το Σύνταγμα, που είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα της Βουλής, είναι και οι δύο λεπτομερείς και φιλόδοξες. Νομίζω απεικονίζουν με ειλικρίνεια την πολιτική τους φιλοσοφία.
Η πρόταση του Σύριζα είναι εκτενής και γραμμένη με σοβαρότητα. Οι εισαγωγικές τοποθετήσεις αγγίζουν γενικότερα θέματα και όχι μόνο ζητήματα της επικαιρότητας.
Δυστυχώς, όμως η πρόταση δεν οδηγεί πουθενά. Στην αιτιολόγησή της βρίσκουμε τόν γνώριμο ιδεολογικό προσανατολισμό του Σύριζα: την προδιάθεση προς την σύγκρουση με κάποιον πραγματικό ή φανταστικό «εχθρό». Ο αντίπαλος αυτός τώρα δεν είναι το «μνημόνιο», η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υποστηρικτές της, όπως ήταν κάποτε. Τώρα είναι, γράφει το κείμενο, η κυριαρχία της «τεχνοκρατικής ιδεολογίας που υψώνει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του από τη μια και των πολλαπλών πλέον κέντρων αποφάσεων από την άλλη». Προφανώς ο «νεοφιλελευθερισμός» έχει ήδη τιμωρηθεί αρκετά. Σειρά της «τεχνοκρατίας».
Στην πρότασή του ο Σύριζα υιοθετεί ξανά τον πλειοψηφισμό στον οποίον μας είχε συνηθίσει το πάλαι ποτέ «λαϊκό» ΠαΣοΚ, καθώς και την λαϊκιστική επίθεση σε ανεξάρτητες αρχές ή υπερεθνικούς ανεξάρτητους θεσμούς. Η μοντέρνα ιδέα ότι η δημοκρατία απαιτεί θεσμικά αντίβαρα (π.χ. ότι η συλλογή των φόρων και η διοίκηση των νοσοκομείων πρέπει να είναι εντελώς έξω από κομματικές λογικές) είναι κάτι που δυστυχώς είναι ακόμα αποριπτέο από τον Σύριζα. Δυστυχώς, ο μνημονιακός Σύριζα παραπαίει από το ένα λαικιστικό ιδεολόγημα στο άλλο.
Οι συγκεκριμένες προτάσεις του Σύριζα όμως πολλές φορές είναι αντιφατικές με τις εξαγγελόμενες προθέσεις. Απαριθμώ ορισμένες από τις νέες συνταγματικές απαγορεύσεις που προτείνει το κυβερνών κόμμα: απαγόρευση ίδρυσης νέων ανεξάρτητων αρχών από τη βουλή (εκτός αν υπάρχει πλειοψηφία τριών πέμπτων) , απαγόρευση ορισμού εξωκοινοβουλευτικού πρωθυπουργού, απαγόρευση της ενισχυμένης αναλογικής, απαγόρευση ιδιωτικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων στο νερό και την ηλεκτρική ενέργεια, απαγόρευση επανεκλογής βουλευτών για τέταρτη θητεία (με την εξαίρεση – βέβαια - των αρχηγών κομμάτων και των πρώην πρωθυπουργών) καθώς και απαγόρευση μεταβίβασης εξουσιών στην ΕΕ χωρίς δημοψήφισμα. Ένα νέο Σύνταγμα για τον Σύριζα θα πρέπει να είναι γεμάτο απαγορεύσεις, ενάντια στην βούληση της πλειοψηφίας. Τι είδους πλειοψηφισμός είναι αυτός;
Συγκρατώ τέλος την υπεράσπιση του ειδικού καθεστώτος ποινικής ευθύνης των υπουργών που για τον Σύριζα πρέπει να διατηρηθεί, ώστε «να μην φτάσουμε στο άλλο άκρο» και να «επιτρέψουμε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής», όπως λέει (θυμίζοντας τα λόγια των Μένιου Κουτσόγιωργα και Άκη Τσοζατζόπουλου). Ο Σύριζα αφήνει έτσι την υπουργική ασυλία ως έχει, ώστε να μην μπορούν δικαστές να ασκήσουν δίωξη κατά υπουργού, επεκτείνοντας μόνο την παραγραφή στα όρια που ισχύουν για τους απλούς πολίτες. Δεν νομίζω ότι το Σύνταγμα ανανεώνεται ή το πολιτικό μας σύστημα εξυγιαίνεται με τις προτάσεις αυτές. Η υπουργική ασυλία πρέπει να καταργηθεί εντελώς.
Ίσως τότε οι πολιτικοί μας θα ασχοληθούν πιο σοβαρά με την ανεξαρτησία αλλά και την ποιότητα της δικαιοσύνης, που σήμερα ζουν μόνο οι απλοί άνθρωποι. Έχω την ακριβώς αντίθετη γνώμη για την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομολογώ ότι το βάθος της ανάλυσης και οι λεπτομερής προτάσεις με εξέπληξαν. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, και ιδίως η θαυμάσια εισαγωγική έκθεση, εντοπίζει με ακρίβεια τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ανανεωθεί η πολιτική μας ζωή.
Πρώτον, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας εστιάζει στο θέμα της ανισότητας, και προτείνει νέες ρυθμίσεις ενίσχυσης της «κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας ευκαιριών» με ρητή αναφορά στο πελατειακό κράτος, ως πηγής ανισότητας. Προτείνει την «ανάδειξη της αριστείας» ως οχήματος κοινωνικής κινητικότητας». Προτείνει την «μέριμνα του κράτους για την διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων». Αυτές οι απόψεις είναι πράγματι ριζοσπαστικές στο πολιτικό μας σύστημα.
Δεύτερον, η πρόταση εισάγει νέα θεσμικά αντίβαρα στις υπερ-εξουσίες του πρωθυπουργού με την συνταγματική καθιέρωση της «Διαύγειας» (που καθιέρωσε, ας μην το ξεχνάμε, ο Γιάννης Ραγκούσης και το ΠαΣοΚ). Προτείνει την κατάργηση της δυνατότητας της κυβέρνησης να διορίζει τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, την καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, καθώς και την θέσπιση νέων κανόνων για την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης από τα κόμματα με την καθιέρωση αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με βάση τις αρχές «της ουδετερότητας, της επαγγελματικής ικανότητας και της αποδοτικότητας» ενώ αξιολόγηση γίνεται και από τους υφιστάμενους προς τους προϊστάμενους. Όλα αυτά είναι εντελώς νέα πράγματα για την συνταγματική μας τάξη.
Τρίτον, δίνεται έμφαση σε θέματα παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας, επενδύσεων και αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, για τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» της διοίκησης, καθώς και η ρητή υποχρέωση δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η πρόταση εστιάζει τα σημερινά προβλήματα της χώρας στην «παθολογία της άμετρης κρατικής παρέμβασης, της έλλειψης σταθερότητας, της βαριάς γραφειοκρατίας, της έλλειψης θεσμικών αντιβάρων, του προϊόντος πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, της απαξίωσης της νομοθετικού έργου της Βουλής, της στατικής, αδρανούς και ελεγχόμενης διοίκησης, και της παρεμπόδισης του επιχειρηματικού και αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας». Επιτέλους, ένα πολιτικό κόμμα άκουσε τους κοινωνικούς επιστήμονες και οικονομολόγους που παρακολουθούν την κρίση της Ελλαδας!
Η πρόταση αυτή της Νέας Δημοκρατίας δεν μοιάζει με καμμία άλλη κυβερνητικού κόμματος. Είναι σε εντελώς άλλο μήκος κύματος, από όσα είχαμε συνηθίσει. Δεν είναι ούτε επικοινωνιακή, ούτε επιφανειακή. Βασίζεται σε συγκεκριμένη ανάλυση της παθολογίας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, και είναι – προφανώς - προιόν εξαιρετικά μεθοδικής και προσεκτικής δουλειάς. Η πρόταση είναι μια ρεαλιστική υπόσχεση πραγματικής ανανέωσης. Οι προοδευτικοί πολίτες, αλλά και τα άλλα φιλο-ευρωπαϊκά κόμματα, δεν μπορούν να την αγνοήσουν.
*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.