Αυτές τις μέρες, ένα μεγάλο κατάστημα ένδυσης προσφέρει διαδικτυακά εκπτώσεις 70% σε πολλά από τα προϊόντα του, ενόψει της αλλαγής της σεζόν. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι σπάνιο. Το ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης προσφοράς είναι ότι αφορά είδη λίγο-πολύ κλασικά, που δεν επηρεάζονται τόσο από τη μόδα και θα μπορούσαν ενδεχομένως να πουληθούν εξίσου καλά και του χρόνου.
Σε μια συζήτηση λοιπόν που είχα με έναν διαδικτυακό φίλο ανέκυψε το εξής ερώτημα: Εφόσον πιθανότατα το κατάστημα αυτό συνεχίζει να έχει κέρδος ακόμη και με αυτές τις τόσο μεγάλες εκπτώσεις, και δεδομένου του ότι δεν υφίσταται εδώ, τουλάχιστον τόσο έντονα, η ανάγκη του ξεστοκαρίσματος, ποια είναι εντέλει η πραγματική αξία των προϊόντων, και πώς θα βεβαιωθούμε ότι δεν πληρώνουμε περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι πρέπει υπό συνθήκες μη εκπτώσεων;
Πρώτα απ’ όλα, ακόμη και σε κλασικά είδη ένδυσης, η ανάγκη του ξεστοκαρίσματος συνεχίζει να υπάρχει. Ένα κατάστημα είναι εύλογο να θέλει να φέρνει νέα είδη κάθε σεζόν, για να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των πελατών του. Ο χώρος δεν είναι απεριόριστος, ακόμη κι όταν μιλάμε για καθαρά διαδικτυακά καταστήματα, και η διαχείριση ενός υπερβολικά μεγάλου στοκ δημιουργεί πολλά και ποικίλα προβλήματα - πόσο μάλλον όταν τα μεγέθη πλέον είναι σπασμένα.
Δεύτερον, δεν είναι σίγουρο ότι με τις μεγάλες εκπτώσεις ένα κατάστημα οπωσδήποτε αποκομίζει κέρδος. Μπορεί ο καταστηματάρχης να κρίνει ότι το κόστος ευκαιρίας, το να αδειάσει χώρο για ένα νέο προϊόν, του επιτρέπει να πουλήσει ακόμη και κάτω του κόστους. Μπορεί πάλι αυτές οι προσφορές να εντάσσονται σε μια στρατηγική μάρκετινγκ που έχει ως βασικό στόχο για παράδειγμα να φέρει μ’ αυτή την αφορμή πελάτες στο διαδικτυακό ή το φυσικό κατάστημα.
Τώρα, ως προς την πραγματική αξία των πραγμάτων, οι φιλελεύθεροι έχουμε έτοιμη την απάντηση: Τίποτα δεν έχει πραγματική αξία, αν με αυτό εννοούμε μια συγκεκριμένη αντικειμενική τιμή. Αξία αποκτούν τα προϊόντα μόνο υποκειμενικά, για τους ανθρώπους που τα χρειάζονται ή τα θέλουν και είναι διατεθειμένοι να ανταλλάξουν κάτι για να τα αποκτήσουν. Ένα ζευγάρι παπούτσια που εγώ ευχαρίστως θα πλήρωνα ένα σημαντικό ποσό για να αποκτήσω, μπορεί κάποιος άλλος να μη τα έπαιρνε ακόμη κι αν τον πλήρωναν γι’ αυτό. Γούστα είναι αυτά!
Ενδιαφέρον είναι επίσης το ερώτημα του πώς θα είμαστε όσο γίνεται πιο σίγουροι ότι δεν μας πιάνουν κορόιδα. Εδώ η τελική-τελική αρχή είναι το caveat emptor: ο αγοραστής πρέπει να προσέχει. Σήμερα βέβαια, η ανάγκη αυτή έχει γίνει κάπως ευκολότερη. Μπορούμε να τσεκάρουμε εύκολα ακόμη και στον δρόμο με το κινητό μας τις τιμές που πωλείται ένα προϊόν από διάφορα καταστήματα και να τις συγκρίνουμε. Μπορούμε να δούμε αξιολογήσεις, σύντομες ή και ολόκληρα βίντεο. Έχουμε ένα σωρό νόμους που με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας μας προστατεύουν από τις απάτες.
Τέλος, μήπως το περιθώριο κέρδους για κάποια καταστήματα είναι υπερβολικά υψηλό υπό κανονικές συνθήκες; Και πάλι το ερώτημα είναι: σε σχέση με τι; Αν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, αν δηλαδή δεν υπάρχουν εμπόδια στην είσοδο άλλων παρόχων του ίδιου προϊόντος ή της ίδιας υπηρεσίας, τα περιθώρια κέρδους συμπιέζονται. Βεβαίως, πάντα θα υπάρχουν και τα καταστήματα εκείνα που θα χρεώνουν περισσότερα γιατί βρίσκονται σε ωραίες εμπορικές περιοχές, γιατί οι υπάλληλοί τους είναι έξτρα εξυπηρετικοί, γιατί πωλούν προϊόντα πολυτελείας. Αλλά το αν θα ψωνίσουμε εκεί, είναι εντέλει θέμα επιλογής.
Βεβαίως, απάτες συνεχίζουν να υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν. Όμως όσο πιο ανοιχτή είναι μια αγορά, όσο περισσότερο δουλεύει ο ανταγωνισμός, τόσο περισσότερες ευκαιρίες θα βρίσκουμε. Χρειάζεται προσοχή ναι, αλλά μόνο στο βαθμό ενός υγιούς επιπέδου εγρήγορσης που ούτως ή άλλως χρειαζόμαστε στην καθημερινότητά μας. Καλά ψώνια λοιπόν!