Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Το είπε πρώτος ο –για πολλούς λόγους αμφιλεγόμενος, αλλά επί του συγκεκριμένου θέματος μάλλον ορθοφρονών- Ζαν Πωλ Σαρτρ: «Η Κόλαση είναι οι άλλοι». Αυτό είναι το πρώτο, η γενική αρχή.
Κατά δεύτερον, τα «θρησκευτικά πιστεύω» παλαιόθεν αποτελούσαν έναν από τους ισχυρότερους, πλέον περιεκτικούς και πλέον απορριπτικούς των αλλόπιστων, παράγοντες συλλογικής ταύτισης και δημιουργίας συλλογικών ταυτοτήτων: Έχουν βρεθεί γκραβούρες από την περίοδο των θρησκευτικών πολέμων, όπου προτεστάντες εισβάλλοντες σε χωριά καθολικών ή καθολικοί εισβάλλοντες σε χωριά προτεσταντών κάρφωναν τους «κακούς» στα ξύλινα δάπεδα, έβαζαν στο στόμα τους ένα χωνί και απήλλασσαν την ανθρωπότητα από αυτούς τους άθλιους ουρώντας εντός του χωνιού…
Τρίτον, τα πράγματα επιδεινώνονται περαιτέρω, όταν η πλειονότητα των «εισβολέων» στο εθνικό έδαφος ασπάζεται θρησκευτικά πιστεύω, τα οποία τους προσεγγίζουν πολιτιστικά, ίσως και πολιτικά, με γείτονα ο οποίος έχει καταγραφεί σε αυτό που ο Γιουνγκ θα ονόμαζε εθνικό συλλογικό και ιστορικό σου ασυνείδητο ως την μεγαλύτερη απειλή για την εθνική υπόσταση των γηγενών.
Τέταρτον, προφανώς δεν βελτιώνεται η κατάσταση και δεν εξυψώνεται στα ουράνια η διάθεση υποδοχής από τους αυτόχθονες, όταν το θρησκευτικό πιστεύω της συντριπτικής πλειονότητας των αφικνουμένων –θεωρείται πως- χαρακτηρίζεται από δυσανεξία απέναντι στο αλλόγνωμο, το πολιτισμικά διαφοροποιούμενο, τη χειραφέτηση των γυναικών κλπ, γενικώς δηλαδή όσα συγκροτούν την ευρύτερη ταυτότητα του δυτικού πολιτισμού, στον οποίον θέλεις να μετέχεις.
Πέμπτον, την ίδια ακριβώς επίπτωση στη διάθεση υποδοχής εκ μέρους των γηγενών έχει η εκ μέρους τους πλήρης συνείδηση του γεγονότος πως ο λαός υποδοχής έχει πολύ χαμηλότερη δημογραφική δυναμική από τους εισερχόμενους, με αποτέλεσμα και η αφομοίωσή τους να φαντάζει αδιανόητη και η εθνική/πολιτισμική ταυτότητα των ντόπιων να εμφανίζεται ως απειλούμενη.
Έκτον, σε μια χώρα που πέρασε –και ίσως ακόμη περνάει- μια μακρά περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να μειωθεί το μέρος του πληθυσμού που διατηρεί ιδιωτικές ασφάλειες, οι υπηρεσίες των δημόσιων δομών υγείας, σε στενότητα αφεύκτως, γίνονται ακόμη πιο περίβλεπτες, με αποτέλεσμα οι γηγενείς να είναι απρόθυμοι να τις μοιράζονται με τους νεοαφικνούμενους. Άρα η έναντι των τελευταίων δυσανεξία και δυσφορία να επιτείνεται.
Όλων τούτων, λοιπόν, δοθέντων, συνιστά ύψιστη μορφή αφέλειας η εκτίμηση πολλών, είτε εξ ανθρωπιστικών κινήτρων είτε εκ διεθνιστικών προτύπων είτε εκ ποικίλων ιδιοτελειών κινούμενων, πως οι γηγενείς θα μπορούσαν να ανοίξουν μια πελώρια αγκαλιά –ενδεχομένως αναμιμνησκόμενοι των προσφυγικών ριζών πολλών εξ αυτών- προκειμένου να δεχθούν, να ενσωματώσουν και να εντάξουν στις τοπικές κοινωνίες τους μη ευρωπαϊκούς πληθυσμούς που φτάνουν σωρηδόν στη χώρα μας. Όποιος θέλει να αγνοεί πως η δυναμική των πραγμάτων είναι προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ενδυνάμωσης της εχθρικής αντιμετώπισης αυτών των ξένων –κάτι που δεν αποκλείει, παράλληλα προς την εκλογική αναζωογόνηση/ανάσταση της Χρυσής Αυγής, την ανάπτυξη και φαινομένων ρατσιστικής βίας-, αυτός εθελοτυφλεί. Και η εθελοτύφλωση ουδέποτε είναι καλός σύμβουλος στην πολιτική. Το καλύτερο, ίσως, που μπορεί ρεαλιστικά να προσδοκάται είναι αυτή η ρατσιστική βία να μην πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μιας και οι Έλληνες, συνολικά, παρά κάποιες αντιεβραϊκές συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν επί κατοχής στη Θεσσαλονίκη (και οι οποίες υπέκρυπταν και τη ζηλοφθονία προς τον πλούτο), ιστορικά δεν υπήρξαν ποτέ σε πολύ μεγάλο βαθμό ρατσιστές…
AΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Περίεργη η αντίληψη των συριζαίων για την κατοχή βομβών μολότοφ. Την αντιμετωπίζουν περίπου όπως τον φιλοτελισμό. Προφανώς απευθύνονται σε ρέκτες με συλλεκτικές ευαισθησίες. Τώρα να σκεφθεί κανείς πως ακόμη και παράνομη η κατοχή ενός κοινού όπλου μπορεί να αιτιολογείται από την αναζήτηση αυτοπροστασίας, ενώ η κατοχή μολότοφ μάλλον τιμωρητικά προς απεργοσπάστες και άλλους ταξικοπολιτικούς εχθρούς στρέφεται, αυτά άπτονται μιας λογικής στην οποία οι Συριζαίοι μάλλον δεν μετέχουν…