Του Γιάννη Παντελάκη
Στα κόμματα -και στους ποικιλώνυμους εκφραστές τους- αρέσει να ερμηνεύουν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης με ιδιοτελή κριτήρια. Σε μια δημοσκόπηση που βλέπει το φως της δημοσιότητας επιλέγουν την πρόθεση ψήφου ως κυρίαρχο στοιχείο. Αν το κόμμα τους προηγείται, αρκούντο σ'' αυτό. Αν έρχεται δεύτερο, αποδίδουν τις αιτίες σε συγκυριακά φαινόμενα. Αν οι επιδόσεις τους κινούνται σε οριακά ποσοστά εισόδου ή μη στη Βουλή, ευθύνεται κάποιος τρίτος, συνήθως τα ΜΜΕ που δεν τα προβάλλουν. Και σε όλα αυτά μπορούν να προστεθούν διάφορες παραλλαγές αιτιολόγησης των ποσοστών. Εκείνο που αποφεύγουν συστηματικά να δουν είναι μια συντριπτικά μεγάλη ομάδα πολιτών που σε όλες τις μετρήσεις, κατ'' επιλογή ή όχι, παραμένουν στις στήλες της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου.
Όσοι απέχουν, οι αναποφάσιστοι, αυτοί που απαντάνε «δεν ξέρω, δεν απαντώ», εκείνοι που επιλέγουν το «λευκό», αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτών που παίρνουν μέρος στις δημοσκοπήσεις. Αθροιστικά όλες αυτές οι επιλογές συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά απ'' όλα τα κόμματα. Υπάρχουν μετρήσεις (πρόσφατες) που ξεπερνούν θεαματικά το πρώτο κόμμα. Υπάρχουν δημοσκοπήσεις που δείχνουν πως ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν βρίσκει ελκυστικές πολιτικές επιλογές τα υπάρχοντα κόμματα. Και αυτό το κομμάτι δεν είναι απαραίτητα ένα πλήθος απολιτικοποίητων ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς μετείχαν σε εκλογές, μετείχαν σε κόμματα, δεν είχαν πάντα γυρισμένη την πλάτη στους πολιτικούς σχηματισμούς.
Η τελευταία μέτρηση (της Καπα Research για το Βήμα της Κυριακής) έδειξε τη Ν.Δ. να προηγείται ελαφρά (1,3%) από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί αυτό ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, όπως έσπευσαν πολλοί να ισχυριστούν; Όχι απαραίτητα. Η κυβέρνηση βρίσκεται εν μέσω ενός πολυμέτωπου κύματος κινητοποιήσεων και η αξιωματική μόλις εξέλεξε νέο αρχηγό. Υπάρχουν δηλαδή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μικρές μετατοπίσεις και μικρές συσπειρώσεις για τις οποίες ο χρόνος θα δείξει αν έχουν πάγια χαρακτηριστικά. Ως εκεί όμως. Τα δυο κόμματα εξουσίας εξακολουθούν να διατηρούν μικρά ποσοστά επιρροής, τα μικρότερα κόμματα κρατάνε ή μειώνουν τις δυνάμεις τους, ενώ στις τελευταίες στήλες των δημοσκοπικών καμπυλών αναδεικνύεται το σημαντικό. Και αυτό είναι πως το 14,7% δηλώνει αναποφάσιστο, το 14,3% δηλώνει πως θ'' απέχει από τις εκλογές, το 3,7% προτιμά το λευκό ή το άκυρο. Αθροιστικά αυτές οι επιλογές απόρριψης όλων των κομμάτων φτάνουν στο 32,7% ! Όχι και λίγο, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη πως το πρώτο κόμμα έχει ποσοστό επιρροής 20,8%.
Αυτονόητο πως σε ενδεχόμενο εκλογών τα ποσοστά των κομμάτων θα είναι υψηλότερα. Σίγουρα όμως, όχι τόσο ώστε να έχουν απορροφήσει ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων που δεν βρίσκουν τα κόμματα ως ελκυστικές πολιτικές επιλογές. Ας προσθέσουμε σε αυτά τα στοιχεία το ποσοστό αποχής των τελευταίων εκλογών (μόλις τέσσερις μήνες πριν), που έφτασε στο 44,1% και είναι το μεγαλύτερο σε εθνικές εκλογές. Αλλά, ας προσθέσουμε και ένα άλλο αντικειμενικό δεδομένο. Ένα μεγάλο κομμάτι από εκείνους που μετέχουν στις εκλογές ψηφίζουν με βάσει το κριτήριο «το μη χείρον, βέλτιστο». Επιλέγουν δηλαδή το μικρότερο κακό, κάτι που δεν αποτελεί μια θετική ψήφο.
Τα κόμματα, όλα τα κόμματα, αντί ν'' ασχολούνται μόνο με τα ποσοστά που τους δίνει κάθε φορά μια δημοσκόπηση, θα είχε ενδιαφέρον να ρίξουν μερικές ματιές στη μεγάλη εκείνη ομάδα της κοινωνίας που ουσιαστικά βρίσκεται εκτός του πολιτικού παιχνιδιού. Και σε μεγάλο βαθμό, συνειδητά. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με την αδυναμία των κομμάτων να «συγκινήσουν» πολιτικά αυτούς τους ανθρώπους. Αφορά στην ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας και τη συμμετοχή των πολιτών σε όσα συμβαίνουν. Τα οποία προφανώς και τους αφορούν, αλλά δεν θεωρούν πως με την ψήφο τους μπορούν να τα επηρεάσουν. Ιδιαίτερα τα κόμματα που φρόντισαν να διαψεύσουν ελπίδες έχουν ένα παραπάνω χρέος να το κάνουν…