Ακόμη πιο ευχάριστες, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, είναι οι διαπιστώσεις που μας επιφυλάσσουν οι δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις της πρόσφατης πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μια από αυτές αφορά το ποσό που αναλογεί ανά κάτοικο από τις επιδοτήσεις που προτείνεται να δοθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης του κορονοϊού.
Αναλύοντας τα σχετικά στοιχεία της πρότασης, διαπιστώνεται ότι αν συνυπολογισθούν επιδοτήσεις και δάνεια, που όπως είναι γνωστό προτείνεται να ανέρχονται συνολικά σε 750 δισ. ευρώ, η Ελλάδα, από άποψη χρηματοδότησης ανά κάτοικο, μοιράζεται την πρώτη θέση με την Ιταλία και την Ισπανία, με κάτι λιγότερο από 3000 ευρώ ανά κάτοικο. Και τούτο παρ’ όλο που, από υγειονομική τουλάχιστον άποψη, οι δύο άλλες χώρες επλήγησαν σε βαθμό ασυγκρίτως μεγαλύτερο από ό,τι η Ελλάδα.
Πιο ευχάριστη όμως είναι η έκπληξη αν συγκριθούν τα ανά κάτοικο ποσά των καθαρών επιδοτήσεων των 500 δισ. ευρώ, χωρίς δηλαδή τα δάνεια. Στην περίπτωση αυτή, στη χώρα μας αναλογούν 2.100 ευρώ ανά κάτοικο, ενώ στην Ισπανία 1640 και στην Ιταλία 1350. Ο δείκτης αυτός είναι από αρκετά έως πολύ χαμηλότερος για τα λοιπά κράτη μέλη. Δηλαδή η Ελλάδα είναι μακράν πρώτη μεταξύ των 27!
Θα σκεφθεί κάποιος ότι οι πανηγυρισμοί είναι ίσως πρόωροι, αφού αυτά τα νούμερα είναι μόνο προτάσεις της Επιτροπής και αναμένεται να αποτελέσουν αντικείμενο διαμάχης, πιθανότατα σκληρής, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Χωρίς να είναι παράλογος ένας τέτοιος προβληματισμός, τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι η αντίδραση των frugal 4 (Ολλανδίας, Αυστρίας, Δανίας και Σουηδίας) δεν θα μπορέσει – ή και δεν θα θελήσει - να προκαλέσει σοβαρές μετατοπίσεις στην πρόταση της Επιτροπής. Ήδη κάποιες δηλώσεις του Αυστριακού καγκελάριου προδιαθέτουν για κάτι τέτοιο.
Είναι, πράγματι, μεγαλειώδους σημασίας η επιτυχία της ενωμένης Ευρώπης να κάνει αυτό το άλμα προς τα εμπρός. Μεγάλη όμως σημασία έχει και η αναγνώριση της χώρας μας ως άξιας να μετάσχει σε αυτό το άλμα και η, μέσω των γενναίων παροχών του Ταμείου Ανάκαμψης, εξασφάλιση σε αυτήν των οικονομικών προϋποθέσεων να μετάσχει σε αυτή την ιστορική διαδικασία.
Κάποιοι θα βιαστούν να υποστηρίξουν ότι η αιτία της πρωτιάς της χώρας μας είναι τα στατιστικά δεδομένα και ο περίπλοκος μαθηματικός τύπος βάσει του οποίου υπολογίσθηκαν οι συνολικές χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Όσοι όμως έχουν δει από κοντά ευρωπαϊκές μεθόδους και διαδικασίες κατανομής κονδυλίων, γνωρίζουν ότι πρώτα αποφασίζεται πολιτικά η κατανομή και κατόπιν καλούνται οι υπηρεσίες να την επενδύσουν με μαθηματικούς τύπους· όταν δε και πάλι δεν βγαίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα, επιστρατεύονται διάφοροι αυθαίρετοι «κόφτες» - όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση - που το φέρνουν στα μέτρα των επιθυμιών.
Για αυτούς τους λόγους, έχει ακόμη πιο μεγάλη σημασία η προνομιακή μεταχείριση της χώρας μας και η πρωτιά της στο «πακέτο» αυτό. Το ότι, δηλαδή, τα κονδύλια που της επιφυλάσσονται είναι προϊόν όχι στατιστικής νομοτέλειας αλλά έκφραση πολιτικής βούλησης. Και αναγνώριση της αποκατεστημένης αξιοπιστίας της αλλά και της ισχυρής δέσμευσής της να μετάσχει, από ισότιμη θέση, στην οικοδόμηση του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος.