«Εκείνο που εγώ ζητώ από τα πρόσωπα μου είναι: Να έχουν μέσα τους το Καλό. Και οι δύο δάσκαλοι, που είχε ο χιλιόχρονος Άγγελός μου της στάχτης, του είχαν πει: «Να θυμάσαι πως έχεις μέσα σου το Καλό, αν το ξεχάσεις θα χαθείς». Λοιπόν, από την αρχή εξηγούμαι με τους ήρωές μου. Λάθη μπορούν να κάνουν – γι' αυτό υπάρχει ο συγγραφέας, για να τους οδηγεί στο σωστό, αν το μπορεί. Όμως το «καλό» είναι η αφετηρία και ο στόχος της ύπαρξής τους.» Η Μαρία Λαμπαδαρίδου με την μυητική της γραφή και τα μεγάλα Ιστορικά και υπαρξιακά μεγάλα μυθιστορήματά της, μας ανοίγει τα χαρτιά της στο Liberal. Αποσιωπώντας μόνο την τελευταία δουλειά της:
«Ποτέ δεν μιλώ γι' αυτό που γράφω. Γιατί ποτέ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το τελειώσω. Ένα μυθιστορήματα είναι. Κι όλο αλλάζει δρόμους. Στην ουσία, σε όλα μας τα μυθιστορήματα, ένα μυθιστόρημα γράφουμε με διαφορετικές όψεις. Παραλλαγμένο κάθε φορά.» Ας την διαβάσουμε, η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου είναι μια ολόκληρη σχολή από μόνη της.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Λαμπαδαρίδου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια του χώρου, παλιότερα και του χρόνου, για να δημιουργήσω ατμόσφαιρα εργαστηρίου. Μπορώ να γράψω όπου βρίσκομαι, σε όποια στιγμή, αρκεί να υπάρχει η εσωτερική “ποιητική του χώρου”, όπως θα έλεγε ο Μπασλάρ, που σημαίνει, η ποιητική μιας βιωμένης σκέψης που πιέζει να εκφραστεί. Η τελετουργία γραφής συντελείται σε εσωτερικά επίπεδα, ως τελετουργία ποιητικής όρασης, για να γίνει τελετουργία λόγου. Άλλωστε, όταν γράφουμε, υπάρχουμε σε εσωτερικό τοπίο, ή εγώ έτσι γράφω. Έχω γράψει σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε αναμονές, κι όταν έχανα τη στάση, έτρεχα πίσω να τη βρω. Το δωμάτιό μου ήταν πάντα γεμάτο χαρτάκια καρφιτσωμένα κάπου ή κολλημένα στους τοίχους.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Όχι, ποτέ πλάνο. Τα κείμενα της εσωτερικής γραφής, όπως είναι τα δικά μου, της αναλυτικής σκέψης, δεν μπορείς να τα γράψεις με λογικό προσχεδιασμό. Είναι αυτή η μυητική γραφή, που σε οδηγεί από μόνη της στα μονοπάτια της ψυχής, της μεταφυσικής ακόμα. Και, γράφοντας το κάθε βιβλίο μου, αυτό αναζητούσα: Να βρω τους δρόμους της ψυχής, τους χαμένους στην ομίχλη της διαδρομής της. Και ούτε την αρχή ή το τέλος θέλω να ξέρω. Αυτό είναι δέσμευση. Ήθελα πάντα τα ίδια τα πρόσωπα που έπλαθα να με οδηγήσουν. Και αναρωτιέμαι αν εγώ έπλαθα τα πρόσωπα ή αν εκείνα έρχονταν και με έβρισκαν έτοιμα. Και πάντα, όταν ξεκινούσα ένα μυθιστόρημα, η πηγή της δημιουργίας του ήταν μια ιδέα ή μια σκέψη επίμονη, μια υπαρξιακή κατάσταση που με βασάνιζε. Και έγραφα το μυθιστόρημα για να βοηθήσω πρώτα τον εαυτό μου, να βρω κάποιες αλήθειες, κάποιες απαντήσεις. Και όταν μετά λάβαινα γράμματα από τους αναγνώστες, αυτό μου έγραφαν, πως το βιβλίο τούς βοήθησε να βρουν κάποιες αλήθειες κάποιες απαντήσεις. Και χαιρόμουν, χαίρομαι, όταν μου το λένε αυτό.
Και ναι, έχω ανάγκη από την αρχική φράση για να ξεκινήσω. Ήταν πάντα για μένα σημαδιακή η πρώτη φράση. Δεν μπορούσα να μπω μέσα στο μυθιστόρημα αν δεν την έβρισκα. Θυμάμαι, είχα έτοιμο όλο το ιστορικό υλικό για το Πήραν την Πόλη, πήραν την, (εδώ μιλάμε για υλικό ιστορικό, όχι για δομή φαντασιακού μυθιστορήματος) λοιπόν, είχα έτοιμο το ιστορικό υλικό, όμως δεν μπορούσα να το ξεκινήσω γιατί δεν μπορούσα να βρω την αρχή. Και τα δύσκολα πάντα τα άφηνα να τα λύσω στη Λήμνο, όταν πήγαινα το καλοκαίρι. Και η φράση κύλησε από μόνη της στο χαρτί: «Τη μέρα που γεννήθηκα ο ήλιος δεν ανέτειλε. Ήτανε βαριά σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα πένθιμα, και στο μέτωπό μου μια στρογγυλή κηλίδα αίμα, και όλοι είπαν πως αυτό ήτανε το σημάδι, είπαν πως γεννήθηκα ευλογημένος να γίνω ο μάρτυρας του αίματος».
Αυτό ήταν. Από 'κει και πέρα, το βιβλίο κύλησε δομημένο με την κυκλική γραφή του, ήταν ο σημαδεμένος μου ήρωας που το ξετύλιξε.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Πιστεύω πως το κάθε μου μυθιστόρημα είχε τη δική του ιδιαίτερη περιπέτεια ή εμπειρία γραφής. Και ίσως σε κάποια, αυτή η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα επώδυνη και, να πω, γραφή συγκλονιστική, με την έννοια της δικής μου ψυχικής αναστάτωσης, όπως στον «Άγγελο της Στάχτης». Αυτό είναι το πιο αναρχικό μου μυθιστόρημα, με την έννοια μιας μεταφυσικής αναρχίας. Περπατούσα στα ασφοδελά μονοπάτια της Νέκυιας μαζί με τον χιλιόχρονο ήρωά μου, τον Κωνσταντίνο του δημοτικού τραγουδιού, που σήκωσε τον τάφο του στον ώμο και πήγε να φέρει την αδερφή, να τηρήσει τον όρκο, στην ουσία να κατακτήσει την ευφυΐα του και τη μνήμη της ύπαρξης του, ας πούμε, τη γνώση του Άδηλου. Λοιπόν, περπατούσα μαζί του στα ασφοδελά μονοπάτια, ουσιαστικά στο «άβατο» του Άδη, και αισθανόμουν πως διέπραττα ύβρη, ωστόσο, συνέχιζα να αναζητώ τα «κεκρυμμένα μυστικά» τούτης της άδηλης γνώσης. Αυτό το άκρως σαγηνευτικό και μαζί επώδυνο ταξίδι στη Νέκυια ήταν η πιο συγκλονιστική μου εμπειρία. Μια απορρύθμιση της κοσμικής τάξης. Κι ύστερα, όταν κυκλοφόρησε και κάποιοι φανατικοί αναγνώστες του μου έγραψαν πόσο το αγάπησαν, τότε γαλήνεψε η ψυχή μου. Θα πρέπει να το θυμάστε, κυρία Γκίκα, είχε γίνει και best seller και το είχατε γράψει με έμφαση, τότε, στο Έθνος της Κυριακής, στις ωραίες σελίδες σας.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Και βέβαια υπάρχουν εμμονές. Μία τεράστια. Η υπαρξιακή αγωνία. Ο Σαρτρ την είχε πει τόσο απλά σε μια συνέντευξή του: «Όσο γερνώ διαπιστώνω πως δεν είμαι ανώτερος από αυτόν που πουλάει κάστανα στον γωνία του δρόμου, γιατί έχει και εκείνος την δική του υπαρξιακή αγωνία».
Και σε κάθε μυθιστόρημά μου, προσεγγίζω την «εμμονή» αυτή από διαφορετική οπτική. Κάποτε γίνεται εμμονή αναζήτησης της αλήθειας σε μεταφυσικές εμπειρίες. Όπως στο υπερρεαλιστικό – μα και πολύ ανθρώπινο, θα έλεγα, μυθιστόρημα «Με τη Λάμπα Θυέλλης» (που το είχαν διαβάσει οι κατάδικοι των φυλακών Κορυδαλλού και με κάλεσαν να μιλήσω μαζί τους) αλλά και όπως στον «Ιερό Ποταμό». Και κάποτε οι ίδιες αυτές εμμονές της υπαρξιακής αλήθειας αγγίζουν ανάλγητες κοινωνικές καταστάσεις και απάνθρωπες συμπεριφορές που προκαλούν τεράστιο πόνο. Όπως στο μυθιστόρημά μου «Φεγγαρόφωτο» ή Προμηθέας, όπως το λέω σήμερα. Αυτό ξεκίνησε από μια φράση ενός άστεγου, που μου την είπε, στη διάρκεια μιας απίστευτης συνομιλίας που είχα μαζί του, μια φράση του Σπινόζα, για το πώς βλέπει τους ανθρώπους που τον περιφρονούν. Μέσα στις τσέπες του κουρελιασμένου ρούχου του είχε σελίδες Σπινόζα. Για μένα το μυθιστόρημα αυτό είναι ισάξιο του Αγγέλου μου της στάχτης, τόσον πόνο μου έδωσε. Και τόσα πράγματα από τα βάθη της ψυχής μου είπα για την κοινωνική αναλγησία. Για το Άδικο που πάντα περισσεύει σε κάθε καιρό.
Όμως και μια ακόμα μεγάλη εμμονή: Η Ελληνική γλώσσα των τριών χιλιάδων χρόνων. Σε όλα μου τα βιβλία, και ιδιαίτερα στο Ξύλινο Τείχος, που ζωντανεύει το έπος του αρχαίου κόσμου, αλλά και στο βυζαντινό «Πήραν την Πόλη, πήραν την», χρησιμοποιώ λέξεις και φράσεις που πρόφεραν τα ίδια τα ιστορικά μου πρόσωπα, λέξεις φορτισμένες με τις δοξασίες τους και με τον τρόπο ζωής τους, και αυτό με βοηθάει να επιβεβαιώνω κάθε φορά πόσο ζωντανή και εν δυνάμει υπαρκτή και ενιαία – στην διαδρομή των χιλιετιών – είναι η Ελληνική μας γλώσσα.
Και αυτές όλες οι εμμονές, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, είναι περιπλεγμένες με έναν απόλυτο έρωτα – ή έρωντα.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Κανείς δεν μπορεί να πει γιατί κάποια πράγματα μας συγκινούν ή μας αναστατώνουν. Είναι ένα μυστήριο σαν αυτό του έρωτα. Σε χτυπά κατακέφαλα ένα ανθρώπινο ή και μεταφυσικό συμβάν, σου δίνει την τρέλα να το δεις από όλες τις αθέατες πλευρές του, σε παγιδεύει, σε ενεργοποιεί, σε στοιχειώνει. Ο ένας δρόμος ανοίγει τον άλλον. Ανακαλύπτεις και αποκαλύπτεις πράγματα. Χαίρεσαι. Η δημιουργία είναι χαρά. Και πόνος, σίγουρα. Όμως χαρά. Μπορεί και ο πόνος να γίνει χαρά όταν σε βοηθάει να πας πιο πέρα την όρασή σου. Αυτά.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Όπως είπα, συνήθως οι ήρωες των μυθιστορημάτων μου, οι ηρωίδες μου, έρχονται από μόνοι τους και με βρίσκουν. Και συνήθως είναι οι πιο αδικημένοι, οι βασανισμένοι, οι ταπεινοί. Και μου αρέσουν. Θέλουν να δείξουν τι θα μπορούσαν να κάνουν, πόση δύναμη κρύβουν μέσα τους, πόση ομορφιά. Ή θέλουν να διορθώσουν τα λάθη τους, όπως στη «Ναταλία και Χριστίνα». Να τους βοηθήσω να διορθώσουν τα λάθη τους. Εκείνο που εγώ ζητώ από τα πρόσωπα μου είναι: Να έχουν μέσα τους το Καλό. Και οι δύο δάσκαλοι, που είχε ο χιλιόχρονος Άγγελός μου της στάχτης, του είχαν πει: «Να θυμάσαι πως έχεις μέσα σου το Καλό, αν το ξεχάσεις θα χαθείς».
Λοιπόν, από την αρχή εξηγούμαι με τους ήρωές μου. Λάθη μπορούν να κάνουν – γι' αυτό υπάρχει ο συγγραφέας, για να τους οδηγεί στο σωστό, αν το μπορεί. Όμως το «καλό» είναι η αφετηρία και ο στόχος της ύπαρξής τους.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Η Αδριανή μου, θα έλεγα, αυτή η βαθιά ερωτευμένη και πονεμένη. Που τόσο αγωνίστηκε να σώσει τον τόπο της παλιάς λατρείας. Είναι το μυθιστόρημα «Η Έκτη Σφραγίδα». Βασισμένο στο εδάφιο της Αποκάλυψης για την καταστροφή του τόπου. «Και η σελήνη όλη εγένετο ως αίμα...». Ήταν τότε με τις απίστευτες πυρκαγιές, είχαν ξεκινήσει, θυμάμαι, από την Ηλεία, κάποιοι ήθελαν να κάψουν τον τόπο μας, να μας κάψουν (αν και ακόμα συνεχίζεται αυτό, όμως τότε ήταν καθημερινό) και είχα εφιάλτες τη νύχτα. Την Αδριανή την ονειρεύτηκα. Το μυθιστόρημα αυτό είναι βασισμένο σε κάποια όνειρα πολύ σημαδιακά που έβλεπα τότε, επηρεασμένη από τις συνεχιζόμενες θανατηφόρες πυρκαγιές. Και το αγαπώ πολύ. Είναι γραμμένο με την πιο μυητική μου γραφή, είχα θυμό όταν το έγραφα, με πονούσε. Και το προχώρησα και στην καταστροφή που ο κοινωνικός άνθρωπος επιφέρει στον τόπο, προς όφελός του. Και αφού η Αδριανή μου δεν μπόρεσε να σώσει έναν τόπο παλιάς λατρείας και τελετουργιών, ο ίδιος ο τόπος όρθωσε τις αρχέγονες δυνάμεις του και αντιστάθηκε.
Και ακόμα, μέχρι σήμερα, πάντα λέω, μετά από τις συνήθεις καταστροφές: Πότε ο τόπος μας θα σηκωθεί όρθιος, αμυνόμενος. και θα μας κουκουλώσει όλους ενόχους.
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Από την Έμιλυ Μπροντέ οι πρώτες μου συγκινήσεις, από τον Ντοστογέφσκι, από τον Καζαντζάκη.
Η «Δίψα» του Κνουτ Χάμσουν με σημάδεψε. Ώσπου να φτάσω στον Ελύτη και στον Έλιοτ. Και στον Μπέκετ.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Ένα βιβλίο που να μου άλλαξε τη ζωή, δεν το νομίζω. Θα μπορούσα να το πω αυτό για το θεατρικό «Ω οι ωραίες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ – το είχα δει στο Οντεόν του Παρισιού, με την Μαντλαίν Ρενώ και τον Ζαν Λουϊ Μπαρώ και με συγκλόνισε, πρώτες μέρες που είχα φτάσει εκεί με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης. Προφανώς ήμουν έτοιμη για το θέατρο αυτό του υπαρξιακού παραλόγου. Και την άλλη μέρα κιόλας είχα ζητήσει από τον ίδιο τον Μπέκετ την άδεια να το μεταφράσω. Όπως και το μετέφρασα.
Όσο για την επιστροφή μου σε βιβλία που αγαπώ, ναι, χωρίς αυτά δεν μπορώ ούτε μια μέρα.
Από τα νεανικά μου χρόνια, T.S.Eliot, Beckett, Ελύτης, Bachelard, τα βασικά.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Μουσική ακούω κάποιες φορές, κομμάτια που αγαπώ. Αυτό.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Ποτέ δεν μιλώ γι' αυτό που γράφω. Γιατί ποτέ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το τελειώσω. Ένα μυθιστορήματα είναι. Κι όλο αλλάζει δρόμους. Στην ουσία, σε όλα μας τα μυθιστορήματα, ένα μυθιστόρημα γράφουμε με διαφορετικές όψεις. Παραλλαγμένο κάθε φορά.
- Mια φωτό σας στο γραφείο ή και άλλες φωτό γραφείου σας [αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα, άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση]
Το γραφείο μου είναι, συνήθως, πάντα γεμάτο από χαρτιά μισογραμμένα χαρτάκια σημειώσεις. Και τα διακοσμητικά μου, κάποιες θαλασσόπετρες που μοσκοβολούν, και με τη θέα τους ακόμα, τις ακρογιαλιές της Λήμνου.
[Το εργαστήρι του συγγραφέα]
Μια εμμονή αναζήτησης της αλήθειας σε μεταφυσικές εμπειρίες
Ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια του χώρου, παλιότερα και του χρόνου, για να δημιουργήσω ατμόσφαιρα εργαστηρίου. Μπορώ να γράψω όπου βρίσκομαι, σε όποια στιγμή, αρκεί να υπάρχει η εσωτερική ποιητική του χώρου, που σημαίνει, η ποιητική μιας βιωμένης σκέψης που πιέζει να εκφραστεί. Και ούτε βάζω κανόνες στον τρόπο γραφής. Μπορεί τη μία μέρα να γράφω είκοσι ώρες και την άλλη καθόλου. Ή μπορεί για μήνες να γράφω είκοσι ώρες την ημέρα, όπως έγινε με πολλά μυθιστορήματα μου, όμως μετά θέλω να φύγω. Να πάρω ανάσες. Τα κείμενα της εσωτερικής γραφής, όπως είναι τα δικά μου, της αναλυτικής σκέψης, δεν μπορείς να τα γράψεις με λογικό προσχεδιασμό. Είναι αυτή η μυητική γραφή, που σε οδηγεί από μόνη της στα μονοπάτια της ψυχής, της μεταφυσικής ακόμα. Και, γράφοντας το κάθε βιβλίο μου, αυτό αναζητούσα: Να βρω τους δρόμους της ψυχής, τους χαμένους στην ομίχλη της διαδρομής της. Και υπάρχει εκεί νομίζω μια εμμονή αναζήτησης της αλήθειας σε μεταφυσικές εμπειρίες. Μια εμμονή συνειδητής διείσδυσης στα ψυχικά εκείνα πεδία που καλύπτουν το Άδηλο και το «ιερό» ή αλλιώς, το άβατο. Τη χαμένη λάμψη.
Μια απορρύθμιση της κοσμικής τάξης
Το κάθε μυθιστόρημά μου έχει τη δική του περιπέτεια γραφής. Όπως και περιπέτεια ψυχής. Θυμάμαι όταν έγραφα το «Πήραν την Πόλη, πήραν την», πήγαινα και καθόμουν μέσα στην Αγια-Σοφιά με τις ώρες, να αισθανθώ το ρίγος της μνήμης, αυτή τη δόνηση της αγρυπνίας των ψυχών, της αγρυπνίας του χρόνου. Στον «Άγγελο της στάχτης» ήταν μια διαφορετική περιπέτεια. Είναι το πιο ανατρεπτικό μου μυθιστόρημα, αναρχικό, με την έννοια μιας μεταφυσικής αναρχίας. Περπατούσα στα ασφοδελά μονοπάτια της Νέκυιας μαζί με τον χιλιόχρονο ήρωά μου, τον Κωνσταντίνο του δημοτικού τραγουδιού, που σήκωσε τον τάφο του στον ώμο και πήγε να φέρει την αγαπημένη του αδερφή, στην ουσία, να κατακτήσει τη μνήμη της προΰπαρξης του και τη γνώση του Άδηλου.
Αυτό το μαγικό και μαζί επώδυνο ταξίδι στη Νέκυια ήταν η πιο φοβερή μου εμπειρία. Μια απορρύθμιση της κοσμικής τάξης. Σαν τον ομηρικό στίχο, όταν ο Ήλιος θύμωσε και είπε πως θα κατέβει στον Άδη να φωτίζει μόνο για τους νεκρούς «εν νεκυίεσι φαείνω».
Ας θυμούνται
Όταν έρχεται η ιστορία σε θέτει έναντι αυτών που πιστεύεις. Αυτών που διαμόρφωσαν το πρόσωπό σου. Κι ακόμα, σε θέτει έναντι των γεγονότων και των αξιών που πίστεψες. Και τα τελευταία χρόνια ζούμε καθημερινά το δράμα της ιστορίας, που είναι δράμα της προσωπικής μας ζωής. Γιατί, όταν βιώνεις την ευτέλεια της ζωής σου, την ευτέλεια του τόπου σου, τον κατακερματισμό των αξιών και την παραποίηση της ιστορικής μνήμης, δεν γίνεται να μείνεις αλώβητος. Πονάς με εκείνους που πονούν για τον διασυρμό της χώρας. Όμως στους φίλους ή «ντυμένους φίλους», τους εκτός Ελλάδας, θα ήθελα να πω πως μπορεί η χώρα μας σήμερα να έχει φτάσει στην έσχατη απελπισία, από κάποιες ατυχείς συγκυρίες, όμως θα αξίζει για πάντα τον σεβασμό. Mαζί με τον πολιτισμό που απλόχερα τους δώσαμε, ας θυμούνται πως οι λέξεις: analysis, synthesis, theory, category, democracy, cosmology, psyche, logical, politics, philosophy, και χιλιάδες ακόμα που χρησιμοποιούν καθημερινά στην επιστημονική, τη φιλοσοφική, την πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική ζωή τους, δ ε ν ε ί ν α ι α π λ έ ς λ έ ξ ε ι ς.
Ε ί ν α ι δ ο μ έ ς σ κ έ ψ η ς. Δομές αντίληψης.
Και εδώ θα θυμηθώ τον μέγα διανοητή και φιλόσοφο George Steiner :
«Επιστροφή στον ελληνικό μύθο και στην ελληνική σκέψη σημαίνει επιστροφή στις ρίζες μας, είπε, είναι ο επαναπατρισμός του πνεύματος». Και επισημαίνει ακόμα: «Το να αρθρώσεις εννοιολογικά μια εμπειρία, να συνδέσεις τον λόγο με το νόημα, σημαίνει ‘να είσαι Έλληνας’».
Ενάντια στα γεγονότα που εξαθλίωσαν τη ζωή μας
Τα τελευταία μου βιβλία που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γκοβόστη είναι μια νουβέλα με τίτλο «Ζωή, μια μέρα μόνο» και μια ποιητική συλλογή «Κι η άβυσσος μού ανέβηκε ως το γόνατο». Και τα δυο βιβλία ήταν για μένα ένα είδος άμυνας ενάντια στα γεγονότα που εξαθλίωσαν τη ζωή μας. Η νουβέλα είναι βασισμένη στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Ήθελα να μιλήσω για την αιωνιότητα μιας αγάπης, όταν όλα γύρω καταρρέουν. Κι ακόμα, η μικρή αυτή νουβέλα έχει μέσα της όλη τη μεταφυσική μου εμπειρία, το ταξίδι στη Νέκυια.