Ενώ ακούμε ότι η κυβέρνηση πρόκειται να επιφέρει νομοθετικές αλλαγές στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε πότε πραγματοποιήθηκε για τελευταία φορά στη χώρα μας απεργία στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Αναφερόμαστε, προφανώς, όχι στις απεργίες που επετειακά κηρύσσονται από καιρό σε καιρό, μαζί ή χώρια, από την ΑΔΕΔΥ και την ΓΣΕΕ, στις οποίες στην πραγματικότητα συμμετέχουν στερεότυπα μόνο κάποια λίγα συγκεκριμένα συνδικάτα του Δημοσίου, που δεν χάνουν ευκαιρία να κηρύσσουν απεργίες.
Άλλωστε, δεν αναφερόμαστε ούτε στις απεργίες που κηρύσσουν τα συνδικάτα των δημόσιων οργανισμών και των οργανισμών κοινής ωφέλειας προκειμένου να επιβεβαιώνουν περιοδικά την αντικοινωνικότητά τους. Αυτές που ψάχνουμε να θυμηθούμε είναι απεργίες στις οποίες να συμμετέχουν μαζικά εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή σε απεργίες οι οποίες να αφορούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και σε παραγωγικούς (βιομηχανικούς, βιοτεχνικούς κ.λπ.) τομείς της οικονομίας.
Τέτοιες απεργίες εκλείπουν σχεδόν ολοκληρωτικά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας και όταν καμιά φορά κηρύσσονται, παρακολουθηματικά προς τις γενικές απεργίες της ΓΣΕΕ, δεν τις παίρνει κανείς είδηση, γιατί απλούστατα οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν πλέον σ’ αυτές. Μικρές εξαιρέσεις, ιδίως όταν εμπλέκονται στα απεργιακά δρώμενα «στρατιωτικής» δομής αριστερές παρασυνδικαλιστικές οργανώσεις που κινούνται εκτός νόμου δημιουργώντας ασύμμετρο προς την επιρροή τους θόρυβο, δεν αλλάζουν την εικόνα.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πέρα, δυσκολεύομαι να θυμηθώ πότε για τελευταία φορά μια απεργία προέβαλε και πέτυχε μια πραγματικά αξιόλογη θεσμικού χαρακτήρα διεκδίκηση˙ δηλαδή μια διεκδίκηση με γενική ωφελιμότητα, όπως, για παράδειγμα, οι απεργίες που είχαν παλαιότερα γίνει για να επιτευχθεί η ισότητα στην αμοιβή μεταξύ ανδρών και γυναικών ή αυτές που οδήγησαν στην επίτευξη του 40ωρου κατά τη δεκαετία του ‘70.
Πλέον, εδώ και δεκαετίες, οι διεκδικήσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχουν ακραιφνώς συντεχνιακό χαρακτήρα και είτε αποσκοπούν στην πλήρη ακινησία των εργασιακών σχέσεων, με έμφαση στη διεκδίκηση του εμβληματικού «δικαιώματος» στη μη αξιολόγηση των δομών και των υπαλλήλων (τόσο στο χώρο της εκπαίδευσης, όσο και γενικότερα στο δημόσιο τομέα), είτε στοχεύουν στη μη διατάραξη του status quo της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με ιδιαίτερη προτίμηση στη συνέχιση στους αιώνες των αιώνων της μετοχικής επιρροής του Κράτους επ’ αυτών, δηλαδή στη διαιώνιση του κρατικοδίαιτου χαρακτήρα τους.
Με άλλα λόγια, υπό το κράτος της ολοκληρωτικής άλωσης του λεγόμενου «συνδικαλιστικού κινήματος» από τους συνδικαλιστές των μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, είναι φανερό ότι οι απεργίες που κηρύσσονται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας αποτελούν τους τελευταίους συντεχνιακούς σπασμούς των συνδικάτων του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, με τους οποίους, όμως, δυστυχώς, εξακολουθούν να τρομοκρατούνται οι εκάστοτε κυβερνήσεις.
Εξακολουθεί, ωστόσο, να παραμένει μετέωρη η εξήγηση του φαινόμενου της σταδιακής έκπτωσης της αξίας της απεργίας για το υπόλοιπο μεγάλο πλήθος των πραγματικά μισθωτών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Μια απάντηση που θα περιοριζόταν να επισημάνει ότι το φαινόμενο αυτό αποτελεί απόρροια της γενικότερης έλλειψης εμπιστοσύνης των εργαζομένων στη συνδικαλιστική ηγεσία δεν είναι ικανοποιητική, γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε ηγεσία, κανονικά, οδηγεί στην αλλαγή αυτής με πρόσωπα πιο αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά.
Ωστόσο, οι εργαζόμενοι δεν αναζητούν νέους ηγέτες, όχι γιατί δεν θα μπορούσαν να βρεθούν τέτοιοι, αλλά γιατί νομίζω ότι δεν φαίνεται καν να αγωνιούν για την τύχη του συνδικαλισμού. Ο συνδικαλισμός, έτσι τουλάχιστον όπως η εικόνα του παρουσιάζεται σήμερα, δεν ασκεί καμία πλέον γοητεία στους μισθωτούς εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν πάψει προ πολλού να επενδύουν σ’ αυτόν, όπως και στο συνδικαλιστικό εργαλείο της απεργίας.
Το ζήτημα της έκπτωσης της αξίας του συνδικαλισμού και της απεργίας γίνεται πιο ενδιαφέρον, εάν λάβουμε υπόψη ότι μολονότι κατά το διάβα του 20ού αιώνα (στη χώρα μας ιδίως από το 1974 και μετά) θεσμοθετήθηκε η συνδικαλιστική δράση και αποδόθηκαν πλήθος δικαιωμάτων και διευκολύνσεων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και ισχυρή προστασία στους συνδικαλιστές, όχι μόνο τα περιστατικά αυτά δεν οδήγησαν, όπως θα ήταν εύλογο, στην επαύξηση της συνδικαλιστικής επιρροής στους εργαζόμενους, αλλά, αντίθετα, είχαν ως αποτέλεσμα την όξυνση του συντεχνιασμού και τη γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού, πράγμα που οδήγησε και στην περαιτέρω σταδιακή απομάκρυνση της μεγάλης μάζας των εργαζομένων από το συνδικαλιστικό γίγνεσθαι.
Εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι η ρητή αναγνώριση της απεργίας ως συνταγματικού δικαιώματος (με το Σύνταγμα του 1975) δεν είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στα απεργιακά δρώμενα, ούτε επέδρασε μακροπρόθεσμα θετικά στην αποτελεσματικότητα της απεργίας ως μέσου βελτίωσης των εργασιακών όρων. Έτσι, για το μεγάλο πλήθος των μισθωτών εργαζομένων οι απεργίες όχι δεν παράγουν κανένα ουσιαστικό όφελος, αλλά, αντίθετα, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων του δημοσίου και της κοινής ωφέλειας ως ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό εμπόδιο για την ομαλή εξέλιξη της καθημερινότητάς τους (απεργίες στις αστικές και άλλες μεταφορές, στην εκπαίδευση κ.ο.κ.).
Συνεπώς, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματικότητα, όπου, εδώ και χρόνια, το φαινόμενο της «απεργίας» αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ίδιους τους συνδικαλιστές του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τις συντεχνιακές τους εμμονές, οι οποίοι την χρησιμοποιούν ως εργαλείο επιρροής επί κυβερνητικών επιλογών που καμία σχέση δεν έχουν με τα πραγματικά εργασιακά προβλήματα μέσα σε έναν κόσμο που εξελίσσεται ραγδαία σε όλα τα επίπεδα.
Τελειώνοντας, σκέφτομαι εάν η σημερινή σχέση συνδικαλισμού και εργαζομένων είναι αναστρέψιμη ή, ακόμη παραπέρα, εάν αξίζει με τα δεδομένα της εποχής μας να γίνει προσπάθεια αναστροφής. Μήπως, πλέον, το επί ένα περίπου αιώνα εμβληματικό δικαίωμα της απεργίας «ενδεές γενόμενο τον βίον ετελεύτησεν»;
* Ο Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου.