Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Οι εκλογές στη Νέα Δημοκρατία, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, ανέδειξαν ως αρχηγό με 52% τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Καθώς η κυβέρνηση Τσίπρα διαθέτει νωπή τη λαϊκή εντολή και την πλειοψηφία των βουλευτών, αναρωτιέται κάποιος τι μπορεί να σημαίνει η νίκη του Κυριάκου για τις αγορές.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς ανήκει στην οικογένεια Μητσοτάκη, με τρεις γενιές πολιτικών και δυο εν ενεργεία πολιτικούς θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι αντιπροσωπεύει τη νίκη κατά της οικογενειοκρατίας. Όμως, παγκοσμίως, βλέπε οικογένεια Μπους, Κένεντι ή Κλίντον, για παράδειγμα, για να πάμε στη μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη, η οικογενειοκρατία είναι κάτι αποδεκτό.
Η οικογενειοκρατία στην Ελλάδα έχει συνδεθεί με τον διορισμό ανθρώπων του περιβάλλοντος της πολιτικής οικογένειας σε δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς. Είναι γνωστό ότι στο παρελθόν ο διορισμός, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, διασφάλιζε πελατειακές ψήφους και «έβγαζε βουλευτές». Κατ'' ορισμένους, αυτό ήταν το κυρίαρχο που οδήγησε στη σπατάλη δημόσιου χρήματος. Ο Κυριάκος έχει υποσχεθεί ότι θα σπάσει αυτές τις πρακτικές και θα συγκρουστεί με το «κατεστημένο διορισμών» στην Ελλάδα. Η υπόσχεση αυτή έχει μεγάλη σημασία για τις αγορές, αν υλοποιηθεί. Ουσιαστικά, επομένως, ο Κυριάκος θα δοκιμαστεί ακριβώς σε αυτό. Την αξιοκρατία. Οι αγορές επιθυμούν όχι μόνο την απόλυτη μείωση του δημόσιου τομέα, που συνεπάγεται πολλές απολύσεις δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων, αλλά και την αξιοκρατία. Θέλουν απολύσεις, διότι αυτό ενισχύει τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα, μειώνει το κόστος λειτουργίας του και δημιουργεί μια δεξαμενή ανέργων που θα συμπιέσει περαιτέρω τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, και φυσικά θα ενισχύσει τα κέρδη του. Περισσότερα κέρδη οδηγούν σε υψηλότερη αποδοτικότητα κεφαλαίων, σε υψηλότερες αξίες για το χρηματιστήριο. Μακροπρόθεσμα, δημιουργούνται και κάποιες νέες θέσεις εργασίας σε ανταγωνιστικές θέσεις του ιδιωτικού τομέα. Η αξιοκρατία μειώνει το κόστος λειτουργίας των εταιρειών στην Ελλάδα, που πλήττεται από τα εκάστοτε «γρηγορόσημα» και διάφορα «σφραγιδόσημα», που μπλοκάρουν τις επενδύσεις.
Η παρούσα κυβέρνηση επιθυμεί να βελτιώσει την αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση, αλλά έχει στρατηγικούς στόχους που αντιτίθενται θεμελιωδώς στα συμφέροντα των αγορών. Η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, για παράδειγμα, αφήνει παγερά αδιάφορες τις αγορές ή τις βρίσκει εχθρικά διακείμενες, ενώ η διατήρηση θέσεων εργασίας και η διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων, που θέλει η κυβέρνηση, είναι το αντίθετο από ο,τι θέλουν οι αγορές. Οι αγορές είναι «ταξικές», και όποιος δεν το βλέπει και ομολογεί είναι ή τυφλός ή ψεύτης.
Ο Κυριάκος είναι επίσης υπέρμαχος των ιδιωτικοποιήσεων, κάτι που ενθουσιάζει τις αγορές. Ένα τμήμα του κράτους, αυτήν τη στιγμή, είναι κάτι που ίσως θα είχε αξιοποιηθεί καλύτερα, αν είχε ιδιωτικοποιηθεί, δεδομένης της έλλειψης πόρων στην Ελλάδα των μνημονίων.
Από την άλλη, πάντως, ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει ξεκαθαρίσει πώς σκοπεύει να διαχειριστεί το θέμα του δημόσιου χρέους όταν και αν πάρει τη σκυτάλη της εξουσίας. Αυτό, όμως, είναι κυρίαρχο ζήτημα σήμερα, για τη χώρα όπου η φοροκαρπαζιά και η συνεχής μείωση εισοδημάτων έχουν καθηλώσει τη χώρα σε ένα συνεχές «σπιράλ» ύφεσης. Αν σχεδιάσει και υλοποιήσει ένα αξιόλογο σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους, και όχι απλά ένα σχέδιο εσωτερικής αναδιανομής πλούτου, τότε θα συμπληρώσει το «παζλ» που θα επιτρέψει στις αγορές να δουν πως η Ελλάδα θα φύγει από την ύφεση, ενώ αν αποτύχει να προτείνει κάτι βιώσιμο σε αυτό, ενδεχομένως θα βρεθεί στα ίδια προβλήματα που βρέθηκαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις με δεδομένη την πολιτική φθορά υπό το πρίσμα συνέχισης της ύφεσης.
Επομένως, θα λέγαμε, συμπερασματικά, ότι μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη θα ενθουσιάσει τις αγορές μετοχών, αλλά όχι εντελώς τις αγορές ομολόγων, καθώς τα προτεινόμενα μέτρα, αν υλοποιηθούν, ευνοούν τα επιχειρηματικά κέρδη και τις αποτιμήσεις των μετοχών, αλλά στο κομμάτι των ομολόγων, της δυνατότητας του κράτους να καλύψει τις υποχρεώσεις του, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης (όπως χρονική αναδιάρθρωση), παρότι απαντάει πολλά ερωτήματα και πάγια αιτήματα της αγοράς (ευρύτατες ιδιωτικοποιήσεις, για παράδειγμα, που θα μειώσουν το δημόσιο χρέος).
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.