Το στοίχημα των εκλογών και η πολιτική ηγεμονία της ΝΔ

Το στοίχημα των εκλογών και η πολιτική ηγεμονία της ΝΔ

Του Γιάννη Στεφανίδη*

Είναι κοινός τόπος ότι, αν δεν είχαν μεσολαβήσει η κρίση χρέους που παρέδωσε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και η αδέξια διαχείριση του πρώτου μνημονίου από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας και, πιθανότατα, ο Αντώνης Σαμαράς δεν θα είχαν αναδειχθεί πρωθυπουργοί της χώρας, τουλάχιστον στο διάστημα 2012-2015.

Αποτελεί επίσης κοινό τόπο ότι η μετεωρική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εκλογική επικράτηση οφείλεται στο αντιμνημονιακό ρεύμα που σάρωσε τη χώρα μετά το 2010. Στο ρεύμα αυτό συνέκλιναν δυνάμεις από όλους τους πολιτικούς χώρους, ωστόσο τους πολιτικούς καρπούς του έδρεψαν κυρίως η Αριστερά και η Άκρα Δεξιά. Χαμένοι ήταν τα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 (ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΔΗΜΑΡ, αλλά και ΛΑΟΣ) ή επαγγέλθηκαν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο πνεύμα των μνημονίων (Δράση, Δημιουργία Ξανά, Ποτάμι).

Το αντιμνημονιακό αυτό ρεύμα κορυφώθηκε όχι στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, που ανέδειξαν την πρώτη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Τότε, ένα άτυπο «αντιμνημονιακό μπλοκ», συγκείμενο από τα κόμματα της Αριστεράς, της Άκρας Δεξιάς και αντιμνημονιακούς-ευρωφοβικούς από τον ενδιάμεσο χώρο, συγκέντρωσε το 61,31% των εγκύρων (ή το 57,75% αν συνυπολογιστεί ο διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των λευκών και άκυρων).

Το μπλοκ αυτό διατήρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, συγκεντρώνοντας ποσοστό που υπερέβη το 56% των ψήφων. Αντίθετα, τα τέσσερα κόμματα που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αντιτάχθηκαν στην επέλαση του αντιμνημονιακού λαϊκισμού (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔηΞα), είδαν το άθροισμα των ποσοστών τους να πέφτει από 41% τον Ιανουάριο του 2015 σε 39% τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ενώ καταφανέστατα υπέστησαν διαρροές ψηφοφόρων στο Δημοψήφισμα του Ιουλίου, καθώς η στάση τους υπέρ του ΝΑΙ απέφερε μόλις το 38,69% (ή 36,45% αν συνυπολογιστούν λευκά και άκυρα) των ψήφων.

w

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών, το άθροισμα των πάσης κοπής και φύσεως αντιμνημονιακών δυνάμεων (από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, τη Χρυσή Αυγή και τον Βελόπουλο έως τον Σώρρα, το ΜΛ ΚΚΕ και την Οργάνωση Κομμουνιστών) ελάχιστα υπολείπεται του 50%. Από την άλλη πλευρά, τα τέσσερα κόμματα του ΝΑΙ στο Δημοψήφισμα ελαφρώς ξεπέρασαν το 43%.

Κατά τεκμήριο, λοιπόν, ο αντιμνημονιακός χώρος εξακολουθεί να αποτελεί πλειοψηφικό ρεύμα. Ωστόσο, το κοινό αυτό υπόβαθρο δεν είναι σήμερα εφικτό να μετουσιωθεί σε πολιτική ηγεμονία, για τρεις, τουλάχιστον, λόγους: Πρώτον, ο χώρος αυτός είναι κατακερματισμένος ανάμεσα σε πέντε φορείς με ποσοστά άνω του 3% και σε πλήθος σχηματισμών κάτω από το εκλογικό όριο, γεγονός που λειτουργεί σε βάρος της κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης? δεύτερον, χαρακτηρίζεται από ακραία ετερογένεια η οποία, μετά και το πείραμα της συγκατοίκησης Τσίπρα-Καμμένου, μάλλον αποκλείει μετεκλογικές συνεργασίες? τρίτον, έχει προηγηθεί η μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το θέρος του 2015.

Αντιθέτως, στον πάλαι ποτέ χώρο του «Μένουμε Ευρώπη», κυριαρχεί ένα κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, με το ΚΙΝΑΛ να ακολουθεί σε ικανή απόσταση, ενώ οι λοιποί δύο σχηματισμοί κινούνται σε σχεδόν αμελητέα ποσοστά και τίθεται εν αμφιβόλω η συμμετοχή τους στις επερχόμενες εκλογές.

Από την εικόνα αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστη αισιοδοξία μπορεί να αντλήσει ενόψει των εκλογών, ακόμα και αν επιστρέψει σε ρητορεία ρήξης: Έπειτα από τέσσερα χρόνια συμμόρφωσης με τους στόχους του τρίτου μνημονίου, η επιστροφή σε αντιμνημονιακά κλισέ θα ηχούσε μάλλον γελοία.

Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει επιβάλει την πολιτική της ηγεμονία στον φιλοευρωπαϊκό χώρο και δείχνει ικανή να ανακτήσει μια σημαντική μερίδα από όσους ενέδωσαν στις σειρήνες του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, για να δουν στη συνέχεια τη χώρα και τις ζωές τους να βαλτώνουν στο τέλμα του υπαρκτού λαϊκισμού. Χάρη στον εκλογικό νόμο, μια τέτοια μετακίνηση θα ήταν ικανή να αποφέρει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στο κόμμα που προηγείται.

Χρέος της Νέας Δημοκρατίας και της ηγεσίας της είναι να εξασφαλίσει συναινέσεις και να εφαρμόσει πολιτικές ικανές να μειώσουν ακόμα περισσότερο την απήχηση των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος και, εν τέλει, να αποκαταστήσουν την – ακόμα κλονισμένη – εμπιστοσύνη της πλειονότητας των Ελλήνων στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την Ευρώπη. Γι' αυτά, αξίζει να επανέλθουμε.

 

*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στη Νομική Α.Π.Θ.