Τον δρόμο για επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για τα πλεονάσματα ανοίγει η θετική έκθεση της Κομισιόν, εφόσον φυσικά συνεχιστούν η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας, και οι μεταρρυθμίσεις, δηλώνει στο liberal.gr ο Δημήτρης Κατσίκας, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ, με αφορμή και το "παράθυρο" που άφησε χθες ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Β. Ντομπρόβσκις.
Τόσο η πορεία της ανάπτυξης, όσο και το κόστος δανεισμού, οι δύο δηλαδή παράγοντες που καθορίζουν την βιωσιμότητα του χρέους, κινούνται σε ευνοϊκή για εμάς κατεύθυνση, όπως λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ, προσθέτοντας ότι οι θεσμοί δείχνουν να το αντιλαμβάνονται αυτό, προτρέποντας την κυβέρνηση να παραμείνει αταλάντευτα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Σχολιάζοντας τις συγκρατημένες εκτιμήσεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη, που προβλέπει ρυθμούς αύξησης 2,3% του ΑΕΠ για το 2020, απαντά ότι προφανώς, και λόγω της προϊστορίας της τελευταίας δεκαετίας, οι διεθνείς οργανισμοί και οι πιστωτές μας, επιλέγουν μια πιο συντηρητική προσέγγιση, ώστε να είναι «ασφαλείς» με την Ελλάδα.
Στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, τονίζει ότι πρέπει όλοι να καταλάβουν πως χρειάζεται μαραθώνιο διαρκείας, όχι ένα απλό σπριντ, και αναδεικνύει την ανάγκη να εκμεταλλευθούμε το καλό μομέντουμ, επισημαίνοντας ότι αν αυτή η θετική ψυχολογία, δεν υποστηριχθεί μεσοπρόθεσμα με σημαντικές πρωτοβουλίες, δηλαδή να αρχίσουν οι φορολογούμενοι να βλέπουν αλλαγή στο εισόδημά τους, να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, πλήρους απασχόλησης, και να προχωρούν εμβληματικές επενδύσεις, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξαϋλωθεί.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Σχολιάστε μας τα όσα είπε στη χθεσινή συνέντευξη ο αντιπρόεδρος της ΕΕ Bάλντις Ντομπρόβσκις, ότι αν συνεχιστούν αυτές οι θετικές επιδόσεις όσον αφορά στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, τότε αυτό θα αποτυπωθεί και στους στόχους για τα πλεονάσματα. Τι δείχνει αυτή η δήλωση;
Δείχνει την ικανοποίηση από την πλευρά των θεσμών για όλη την εικόνα της κυβερνητικής δράσης από το καλοκαίρι και μετά, και για τα στοιχεία της οικονομίας που καταγράφουν το θετικό κλίμα.
Η βιωσιμότητα του χρέους, εξαρτάται από δύο πράγματα, τους ρυθμούς ανάπτυξης και το κόστος δανεισμού. Έχουμε θετική εξέλιξη τόσο σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης, όσο και με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων για τα ελληνικά ομόλογα. Και οι δύο παράγοντες που καθορίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας κινούνται σε μια ευνοική για εμάς κατεύθυνση. Οπότε είναι πολύ λογικό και οι θεσμοί να αρχίζουν να το παραδέχονται πως πρέπει να γίνουν κάποια βήματα ώστε να εγκαταλείψουμε τα τόσο υψηλά πλεονάσματα. Ειδικά, όταν βασικός στόχος της χώρας είναι μια πιο υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Θα λέγατε επομένως ότι αυτές οι καλές επιδόσεις στρώνουν το δρόμο για μείωση των πλεονασμάτων ;
Αποτυπώνεται αυτό, και το δείχνουν σιγά-σιγά και οι ίδιοι οι θεσμοί. Σίγουρα υπάρχει μια διάσταση με το ΔΝΤ που κρατά πάντα ένα μικρότερο καλάθι ειδικά ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ωστόσο πιστεύω ότι η έκθεση της Κομισιόν είναι πιο ρεαλιστική και κινείται πιο κοντά σε αυτό που βιώνουμε και εμείς στην Ελλάδα, σχετικά με το κλίμα που διαμορφώνεται στην οικονομία. Σαφώς λοιπόν ανοίγει ο δρόμος για μια επαναδιαπραγμάτευση, και μια μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα, εφόσον φυσικά συνεχιστούν η θετική πορεία της οικονομίας, και οι μεταρρυθμίσεις.
Μπορεί να δούμε αυτό που περιγράφεται, ενδεχομένως και μέσα στο 2020 ;
Αυτό είναι λίγο φιλόδοξο. Θα το δούμε στην πορεία. Θα έλεγα ότι η επαναδιαπραγμάτευση αυτή είναι πιο πιθανό να συμβεί την περίοδο 2021 – 2022. Το κατά πόσο μπορεί να δούμε τα παραπάνω, ακόμη και μέσα στο 2020, θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις των επόμενων μηνών. Κομβικό για παράδειγμα ρόλο, θα παίξει η υλοποίηση ή μη, των ελληνικών προβλέψεων για ανάπτυξη 2,8% το 2020.
Αυτό είναι και το άλλο ζητούμενο. H πρόβλεψη της Κομισιόν για το 2020 μιλά για ανάπτυξη 2,3%, και στην ίδια λογική κινούνται και άλλοι αναλυτές. Γιατί όλοι είναι διστακτικοί ; Να ξεχάσουμε το στόχο του 3% ;
Θα έλεγα να μην τον ξεχάσουμε. Θυμίζω ότι και τα προηγούμενα χρόνια οι διεθνείς οργανισμοί ήταν πιο σκληροί στις προβλέψεις τους, αλλά οι ελληνικές εκτιμήσεις ήταν πιο κοντά στον στόχο.
Προφανώς, και λόγω της προϊστορίας της τελευταίας δεκαετίας, οι διεθνείς οργανισμοί και οι πιστωτές μας, προσπαθούν να έχουν μια πιο συντηρητική προσέγγιση, ώστε να είναι «ασφαλείς» ας το πούμε έτσι. Θέλουν να προστατευθούν από αρνητικές εκπλήξεις. Άλλωστε μια θετική έκπληξη αφήνει περιθώρια για εξελίξεις προς μια καλύτερη κατεύθυνση.
Το θέμα της ανάπτυξης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την απόδοση των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων, και από τον αντίκτυπο που θα έχει το νέο φορολογικό και ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Κατά πόσο για παράδειγμα, η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών μέσω της μείωσης των φόρων, θα οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης, και άρα σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Κατά πόσο οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης θα προσελκύσουν και θα επιταχύνουν τις επενδύσεις, φέρνοντας γρήγορο αποτέλεσμα. Κατά πόσο θα ξεκινήσουν έργα να υλοποιούνται. Είμαστε δηλαδή σε μια κατάσταση αναμονής, προκειμένου να δούμε πόσο και σε ποιο βαθμό θα αποδώσουν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες.
Σίγουρα το μομέντουμ, είναι θετικό, ωστόσο στηρίζεται περισσότερο στην ψυχολογία, παρά σε πράξεις. Πότε αυτό θα μετουσιωθεί σε έργα ;
Όλοι ξέρουμε ότι η οικονομία είναι ψυχολογία. Αλλά η ψυχολογία είναι πρόδρομος δείκτης, δείχνει τις εκτιμήσεις των καταναλωτών, και των επιχειρήσεων για τους επόμενους μήνες.
Χρειάζεται να εκμεταλλευθούμε το θετικό μομεντουμ, καθώς αν αυτή η θετική ψυχολογία, δεν υποστηριχθεί μεσοπρόθεσμα με σημαντικές πρωτοβουλίες, δηλαδή να αρχίσουν οι φορολογούμενοι να βλέπουν αλλαγή στο εισόδημά τους, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, πλήρους απασχόλησης, και να προχωρήσουν εμβληματικές επενδύσεις, να μπουν για παράδειγμα μπουλντόζες στο Ελληνικό, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτή να εξαϋλωθεί. Η Ελλάδα έζησε μια 10ετία καταστροφής. Ολοι πρέπει να καταλάβουν ότι τώρα χρειάζεται ένας μαραθώνιος διαρκείας, όχι απλό σπριντ.
Σε ποιες μεταρρυθμίσεις χρειάζεται να δοθεί έμφαση από εδώ και πέρα ;
Καταρχήν, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με το επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να γίνει πιο φιλικό και εξωστρεφές. Σίγουρα, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε πρόσφατα, βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι ωστόσο παρεμβάσεις που χρειάζονται χρόνια για να υλοποιηθούν. Κακά τα ψέματα, ζούμε σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Τον πλούτο τον δημιουργούν οι επιχειρήσεις. Αν δεν ενισχύσουμε την επιχειρηματικότητα, ειδικά την εξωστρεφή δεν υπάρχει μέλλον. Είναι αναγκαίο.
Έτερος τομέας όπου χρειάζονται άμεσα παρεμβάσεις, είναι το Δημόσιο. Επηρεάζει όλες τις άλλες μεταρρυθμίσεις αφού είναι αυτό που τελικά θα υλοποιήσει όλες τις μεταρρυθμίσεις.
Άλλος τομέας είναι φυσικά η εκπαίδευση. Άλλες χώρες έχουν πανεπιστήμια, μέσα στα οποία λειτουργούν γραφεία εταιρειών που προσλαμβάνουν κατ'' ευθείαν εκείνους που κρίνουν ότι χρειάζονται. Και εμείς εδώ ασχολούμαστε ακόμη με το άσυλο αντί να δούμε πως θα σπρώξουμε μπροστά τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ας επαναπροσδιορίσουμε επιτέλους τι θέλουμε.
Το μεγάλο αγκάθι που αναδεικνύεται και από την έκθεση, είναι οι τράπεζες. Πως μπορούμε να περιμένουμε επενδύσεις από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όταν αυτές χρειάζονται τραπεζική χρηματοδότηση, η οποία απουσιάζει ;
Οι τράπεζες είναι η μόνιμη πληγή των τελευταίων ετών. Από το 2010 και μετά, οι τράπεζες έριχναν όλο και λιγότερο χρήμα πίστωσης στην οικονομία, και χωρίς πίστωση, αυτή δεν λειτουργεί.
Μετά από πολλά χρόνια αυτό αλλάζει. Βλέπουμε σταδιακά να υπάρχει μια επιστροφή καταθέσεων ειδικά μετά την κατάργηση των capital controls και μια επιταχυνόμενη πρόοδο στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Είναι όμως ακόμη σε δύσκολη θέση ο τραπεζικός τομέας.
Όσο ποιο γρήγορα αρχίσουν να δίνουν οι τράπεζες δάνεια τόσο πιο γρήγορα θα δούμε και την ανάπτυξη στα ποσοστά που θέλουμε. Το σχέδιο Ηρακλής δείχνει πως υπάρχει βούληση από την κυβέρνηση να αντιμετωπιστεί το θέμα των κόκκινων δανείων. Υπάρχουν θετικά σημάδια, ωστόσο έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας.