Στις αρχές της εβδομάδας ο Υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης για συνδρομή του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή πιστοποιημένων λογιστών και δικηγόρων, στη διαδικασία έκδοσης των συντάξεων.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα. Αρκετοί από εμάς χαρήκαμε με την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης και του υπουργού να αντιμετωπίσουν άμεσα ένα μεγάλο ζήτημα οικονομικής και ηθικής τάξης, τις καθυστερήσεις στην έκδοση των συντάξεων που ταλαιπωρούν άδικα (και άτοκα) δεκάδες χιλιάδες δικαιούχους.
Από την άλλη πλευρά, αρκετές φωνές εναντιώθηκαν στην πρωτοβουλία με τις συνήθεις κραυγές κατά του ιδιωτικού τομέα ή κατά της ευρύτερης μεταρρύθμισης του κράτους.
Με απλά λόγια, το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια, επειδή ο νόμος Κατρούγκαλου άλλαξε επί το δυσμενέστερο τους όρους συνταξιοδότησης (βγαίνει κάποιος στη σύνταξη με περισσότερα χρόνια ασφάλισης, παίρνει μικρότερη σύνταξη κ.λπ.) και έδωσε ένα μεταβατικό ορίζοντα για να ισχύσουν αυτοί οι δυσμενέστεροι όροι, πάρα πολλοί σπεύδουν να βγουν στη σύνταξη όσο μπορούν να προλάβουν το προηγούμενο, ευνοϊκότερο καθεστώς.
Αυτό έχει προσθέσει έναν σημαντικό αριθμό αιτήσεων στις ήδη επιβαρυμένες υπηρεσίες που ακόμα και πριν το νόμο Κατρούγκαλου καθυστερούσαν την έκδοση συντάξεων για χρόνια αφού, ας μην το ξεχνάμε, πολύ μεγάλο μέρος του ασφαλιστικού ιστορικού των ασφαλισμένων δεν έχει μηχανογραφηθεί αλλά βρίσκεται σε φακέλους μοιρασμένους σε πολλά σημεία. Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, ο κ. Χατζηδάκης φωτογραφήθηκε πρόσφατα μέσα σε ένα γραφείο κάποιας υπηρεσίας του ΕΦΚΑ, όπου φαινόταν το χάος που επικρατεί με τους ασφαλιστικούς φακέλους.
Αν, λοιπόν, η απόφαση της κυβέρνησης για τη χρήση της συνδρομής του ιδιωτικού τομέα στο συγκεκριμένο ζήτημα αποτελούσε μέρος μίας μόνιμης λύσης, τότε ορισμένες από τις κριτικές που ακούστηκαν ίσως και να ευσταθούσαν. Όμως, παράλληλα εξελίσσεται και η ψηφιοποίηση του συστήματος και προωθείται η μετάβαση σε σύστημα υπολογισμού των συντάξεων με τη συνδρομή αλγορίθμων βάσει των μηχανογραφημένων στοιχείων. Αν ευσταθούν οι εξαγγελίες της κυβέρνησης, αυτό σημαίνει ότι στο προσεχές μέλλον οι συντάξεις θα υπολογίζονται ταχύτερα και με μεγαλύτερο βαθμό διαφάνειας από οποιαδήποτε άλλη στιγμή του παρελθόντος.
Ως τότε, όμως, υπάρχουν 150.000 και πλέον εκκρεμή αιτήματα για κύριες συντάξεις και υποβάλλονται δεκάδες χιλιάδες νέες αιτήσεις κάθε μήνα. Για να μειωθεί ο αριθμός τους, ο ΕΦΚΑ θα έπρεπε είτε να προσλάβει περισσότερους υπαλλήλους είτε να κάνει outsourcing, δηλαδή να ζητήσει τη συνδρομή του ιδιωτικού τομέα. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι επελέγη η δεύτερη μέθοδος επειδή αφενός ανταποκρίνεται στην προσωρινότητα της κατάστασης, και αφετέρου θα είναι πολύ πιο στοχευμένη ως δαπάνη, αφού θα συναρτάται από το πλήθος των ασφαλιστικών ιστορικών που θα καταγράφονται και των συντάξεων που θα απονέμονται.
Η κυριότερη θετική πλευρά της συγκεκριμένης κίνησης είναι ότι δεν θα δημιουργήσει μία νέα γενιά υπό μονιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων οι οποίοι μόλις επιτευχθεί η ψηφιοποίηση θα έμεναν χωρίς αντικείμενο. Αντίθετα, η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει επαγγελματίες που ήδη διαθέτουν σχετική εμπειρία και γνώσεις, με αποτέλεσμα η επιμόρφωσή τους να είναι πολύ πιο σύντομη και οικονομική από την πρόσληψη νέων υπαλλήλων.
Στο τέλος, αυτό που μετράει είναι να διορθωθεί η μεγάλη αδικία που συντελείται κατά των δικαιούχων με το μικρότερο δυνατό κόστος και στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Ο ιδιωτικός τομέας, αν φημίζεται για κάτι, είναι για την ικανότητά του να προσφέρει υπηρεσίες με τέτοιους σκοπούς.