Του Αλέξανδρου Σκούρα
Για μια ακόμη φορά τέτοια εποχή, οι αγρότες προχωρούν σε κινητοποιήσεις κλείνοντας μεταξύ άλλων οδικές αρτηρίες ανά τη χώρα με μπλόκα. Από την πλευρά τους, όπως δηλώνουν, ζητούν συνάντηση με την κυβέρνηση για να θέσουν το πλαίσιο των αιτημάτων τους περιμένοντας συγκεκριμένες απαντήσεις και καλούν τους συναδέλφους τους σε ενίσχυση των μπλόκων και σε κλιμάκωση των κινητοποιήσεων γιατί αυτό αποτελεί ζήτημα επιβίωσης.
Το ότι η επιβίωση των αγροτών εξαρτάται από το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεών τους με την κυβέρνηση, σε πρώτη ανάγνωση, σε κάποιον εκτός της ελληνικής πραγματικότητας (ή και ευρύτερα της ευρωπαϊκής, καθώς η ΚΑΠ παραμένει σταθερά η μεγαλύτερη δαπάνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) θα φαίνεται μάλλον κάτι το παράδοξο.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο ελληνικός αγροτικός τομέας είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένος από την κρατική πολιτική, κι αυτό βεβαίως έχει τις ρίζες του τουλάχιστον στην χρυσή εποχή των κοινοτικών επιδοτήσεων.
Οι επιδοτήσεις μπορεί να προσέφεραν στους αγρότες ένα πολύτιμο συμπλήρωμα του εισοδήματός τους, όμως τους κατέστησαν οιονεί δημόσιους υπαλλήλους. Η πολιτική αυτή τους αφαίρεσε το κίνητρο να επιδιώκουν την ολοένα και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και αντιστρόφως τους παρακίνησε να αφιερώσουν δυνάμεις και χρόνο είτε στην προσοδοθηρική σχέση με το κράτος, είτε στην πολύπλοκη γραφειοκρατία των εκάστοτε προγραμμάτων. Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης φάνηκαν όταν η ροή των πόρων μειώθηκε, και οι αγρότες έμειναν απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες.
Βεβαίως, η πολιτική των επιδοτήσεων εξυπηρετεί, όταν υπάρχουν χρήματα, τις κυβερνήσεις καθώς τους δίνει ένα πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί ώστε να ανταλλάξουν χρήματα με ψήφους. Η προσοδοθηρία άλλωστε ως φαινόμενο λειτουργεί πάνω στην αρχή του συγκεντρωμένου οφέλους και του καταμερισμένου κόστους: Ενώ μια επιδότηση συνεπάγεται ένα όχι αμελητέο όφελος γι' αυτόν που την καρπώνεται, το επιμερισμένο κόστος της σε αυτούς που πληρώνουν γι' αυτήν είναι μικρό. Όμως το αποτέλεσμα είναι σωρευτικό, και η χιονοστιβάδα κάποια στιγμή αποκτά κρίσιμη μάζα και ορμή.
Θα ρωτήσετε, και εύλογα, υπάρχει άλλη λύση που μάλιστα να έχει λειτουργήσει στην πράξη; Υπάρχει! Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η τότε Υπουργός Οικονομικών της Νέας Ζηλανδίας Ρουθ Ρίτσαρντσον κατάργησε όλες τις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά παράλληλα κατάργησε και όλους τους δασμούς στα αγροτικά εργαλεία. Παρά τις και εκεί έντονες αρχικές αντιδράσεις, σύντομα οι αγρότες αγκάλιασαν αυτή τη μεταρρύθμιση που απέδωσε σημαντικότατα θετικά αποτελέσματα για τον πρωτογενή τομέα της χώρας.
Από την άλλη, για να εφαρμοστεί και να πετύχει μια τέτοια ριζική αλλαγή, χρειάζεται ένα κεφάλαιο εμπιστοσύνης από το οποίο η χώρα μας απέχει πάρα πολύ. Θα καταφέρουμε να ξεφύγουμε από την παγίδα της προσοδοθηρίας που εντέλει δεν ωφελεί ούτε καν αυτούς που την ασκούν; Είναι ένα στοίχημα που αξίζει να το παλέψουμε!