Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Πίσω από τα μεγάλα λόγια των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το δήθεν σπουδαίο έργο της κυβέρνησής του στον τομέα της Υγείας κρύβεται η θλιβερή πραγματικότητα μιας χαοτικής διαχείρισης, που αφήνει πλήθος προβλημάτων στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χαοτικής διαχείρισης και άσκησης κοινωνικής πολιτικής με… λεφτά των άλλων είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του πραγματικά εξαιρετικά σοβαρού προβλήματος της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους ανασφάλιστους συμπολίτες μας.
Πέρα από την εντελώς ψευδή αφήγηση περί αντιμετώπισης του προβλήματος για πρώτη φορά από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν είναι γνωστό ότι η κάλυψη στους ανασφάλιστους προβλέφθηκε με νόμο της κυβέρνησης Σαμαρά (ν. 4238/2014), έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που διάλεξε το υπουργείο Υγείας επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για να χρηματοδοτηθεί η δαπάνη για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της ελληνικής ιστορίας θα διέθετε από τον κρατικό προϋπολογισμό την απαιτούμενη χρηματοδότηση, αυτό που έγινε στην πραγματικότητα ήταν να φορτωθεί, μέσω του ΕΟΠΥΥ, η δαπάνη για τους ανασφάλιστους στους ασφαλισμένους!
Αντί να αυξηθεί η χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό στον ΕΟΠΥΥ, η μείωση της κρατικής επιχορήγησης του Οργανισμού στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ ήταν δραματική: από 777 εκατ. ευρώ το 2014, «τσεκουρώθηκε» σε μόλις 88 εκατ. ευρώ το 2018, δηλαδή επιβλήθηκε μια μείωση σχεδόν κατά 89%.
Την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή μεταξύ 2014 και 2018, οι εκταμιεύσεις του ΕΟΠΥΥ προς τα δημόσια νοσοκομεία εκτινάχθηκε από τα 100 εκατ. ευρώ στα 790 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσό θα άγγιζε τα 1,5 δισ. ευρώ στην περίπτωση όπου τα δημόσια νοσοκομεία υπέβαλαν «εγκαίρως» τις δαπάνες στον ΕΟΠΥΥ.
Ταυτόχρονα, ο ΕΟΠΥΥ κλήθηκε να σηκώσει το βάρος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ανασφάλιστων, που θα έπρεπε να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, και επιβαρύνθηκε με ετήσια δαπάνη 210 εκατ. ευρώ.
Το συμπέρασμα είναι απλό: η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έκανε κοινωνική πολιτική με το υστέρημα των ασφαλισμένων του ΕΟΠΥΥ, οι οποίοι σηκώνουν στο ακέραιο το βάρος της χρηματοδότησης του Οργανισμού με τις εισφορές τους, και κλήθηκαν επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ να καλύπτουν κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες θα έπρεπε να καλύπτονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μεταχειρίσθηκε τον ΕΟΠΥΥ σαν ένα μεγάλο «κουμπαρά», στον οποίο το κράτος άπλωνε συνεχώς το μακρύ χέρι του, για να δίνεται το δικαίωμα στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να κομπάζουν για την κοινωνική τους ευαισθησία.
Μια άλλη εκδοχή κοινωνικής πολιτικής με… λεφτά των άλλων άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ και με το clawback (ανάκτηση δαπάνης), ένα εργαλείο πολιτικής στον τομέα της Υγείας, που καθιερώθηκε στα χρόνια των μνημονίων ως ένα έκτακτο μέτρο ανάσχεσης των δαπανών, αλλά επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε ένα εργαλείο μεταφοράς βαρών που θα έπρεπε να σηκώνει ο κρατικός προϋπολογισμός στον ιδιωτικό τομέα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι όσα τραγελαφικά συμβαίνουν με το clawback στο χώρο των διαγνωστικών εξετάσεων. Ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ διατηρείται από την κυβέρνηση αμετάβλητος, για να μπορεί να επαίρεται για τα πλεονάσματα της δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά ταυτόχρονα προστίθενται συνεχώς νέες εξετάσεις, που εκτινάσσουν στα ύψη τη συνολική δαπάνη, άρα και την επιβάρυνση των διαγνωστικών κέντρων από το clawback.
Ασκώντας πολιτική υγείας με τα λεφτά ιδιωτικών επιχειρήσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ «κατάφερε» να προκαλέσει, λίγο πριν τις εκλογές, «έκρηξη» και κινητοποιήσεις από τον κλάδο των διαγνωστικών κέντρων, με την κυβέρνηση να προσπαθεί πανικόβλητη, εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, να αποτρέψει τα χειρότερα για τους ασφαλισμένους.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η «λύση» που βρέθηκε ήταν να πάρει… λεφτά άλλων για να τα μεταφέρει στα διαγνωστικά κέντρα: τα 30 εκατ. ευρώ που βρέθηκαν ως πρόσθετη δαπάνη για τα διαγνωστικά κέντρα και τους φυσικοθεραπευτές αφαιρέθηκαν από τον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ για την οδοντιατρική περίθαλψη παιδιών! Ίδια τακτική διαφαίνεται ότι ακολουθείται και στην ειδική αγωγή με μείωση χρηματοδότησης από 106 εκατ. ευρώ σε 65 εκατ. ευρώ, στερώντας από τα παιδιά τις απαιτούμενες θεραπείες και επιβαρύνοντας οικονομικά τους γονείς.
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση καμαρώνει τα πλεονάσματά της, αλλά για κάποιο μυστηριώδη λόγο αυτά τα περισσεύματα του προϋπολογισμού δεν βρίσκεται τρόπος να καλύψουν βασικές ανάγκες στο χώρο της Υγείας και τα παιδιά μας καταλήγουν να πληρώνουν το λογαριασμό του παράλογου clawback των διαγνωστικών κέντρων.
Την ίδια στιγμή, οι παροχές στους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, «ψαλιδίζονται» αντί να αυξάνονται και να διευρύνονται, όπως θα περίμενε κανείς να συμβεί, καθώς η οικονομία ξεπερνά τη μεγάλη κρίση και ο προϋπολογισμός εμφανίζει τεράστια πλεονάσματα. Ο νέος Ενιαίος Κανονισμός Παροχών Υγείας (ΕΚΠΥ) διεκδικεί με αξιώσεις βραβείο ευρηματικότητας στην περιστολή παροχών.
Ένα από τα πολλά παραδείγματα τέτοιων περικοπών είναι και αυτό: κάθε ασφαλισμένος δικαιούται μόνο μία φορά στη ζωή του να προσφύγει σε ένα κέντρο αποκατάστασης, αν έχει σπάσει το πόδι του. Βάσει του ΕΚΠΥ, αν έχει την ατυχία να του συμβεί δύο φορές ο ίδιος τραυματισμός, θα κληθεί τη δεύτερη φορά να πληρώσει από την τσέπη του τη δαπάνη για το κέντρο αποκατάστασης.
Το θλιβερό για όσους επιμένουν να μιλούν για… θαύματα του ΣΥΡΙΖΑ στην Υγεία και την κοινωνική πολιτική είναι ότι επί των ημερών της πρώτης αριστερής κυβέρνησης η συμμετοχή των πολιτών στις δαπάνες υγείας έχει εκτιναχθεί σε ποσοστό πάνω από 35% της συνολικής δαπάνης για την υγεία, χωρίς να υπολογίζουμε την ασφαλιστική εισφορά. Η πρώτη αριστερή κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε περισσότερο από κάθε προηγούμενη τις δαπάνες για την Υγεία!
Το χειρότερο παράδειγμα διαχειριστικής αποτυχίας αυτής της κυβέρνησης είναι η πρωτοφανής κρίση που έχει δημιουργήσει στον τομέα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, με τους εντελώς άστοχους χειρισμούς της στο θέμα των οικογενειακών γιατρών. Μέσα από τη διαδικασία επιλογής οικογενειακών γιατρών, μόνο 680 έχουν συνάψει συμβάσεις με το Δημόσιο, ενώ χρειάζονται 1.800.
Έτσι, συνολικά υπάρχουν στο σύστημα Υγείας λιγότεροι από 1.200 οικογενειακοί γιατροί (500 στις Τοπικές Μονάδες Υγείας και 680 συμβεβλημένοι) όταν ο διεθνώς αποδεκτός ελάχιστος αριθμός με βάση των πληθυσμό της χώρας είναι 5.000 οικογενειακοί ιατροί. Η πρωτοβάθμια φροντίδα ήταν διαχρονικά ένα προβληματικό σημείο της Υγείας στην Ελλάδα, αλλά οι ερασιτεχνισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησαν μια πρωτοφανή κρίση, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση.
Ο πραγματικός απολογισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της Υγείας μόνο για πανηγυρισμούς δεν προσφέρεται.
Ουδείς αρνείται ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρήκαν μια δύσκολη κατάσταση στον τομέα της Υγείας. Όμως, με ένα τοξικό συνδυασμό ιδεοληψίας και ανικανότητας «κατάφεραν» να επιδεινώσουν την κατάσταση σε όλα τα επίπεδα και να παραδώσουν στην επόμενη κυβέρνηση την Υγεία σε ακόμη βαθύτερη κρίση.
*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, μέλος δ.σ. ΕΟΠΥΥ