Κάποτε μετρούσαμε τα F-16 με σχολεία και τα Mirage με νοσοκομεία. Μόνιμη αριστερή αριθμητική ήταν αυτή, κάθε φορά που ανακοινώνονταν κάποιο καινούριο εξοπλιστικό πρόγραμμα. «Με τα λεφτά μιας φρεγάτας θα φτιάχναμε τριάντα πολιτιστικά κέντρα και με το χρήμα μιας φουρνιάς τεθωρακισμένων θα αυξάναμε 20% όλες τις συντάξεις» γράφανε. Τα ακούγαμε ευχάριστα κι εμείς για να είμαι ακριβοδίκαιος, ωραία μουσική για τα προοδευτικά αυτιά μας ήταν.
Εμείς οι παλιότεροι, η περιβόητη πρώτη μεταπολιτευτική γενιά, χλευάζαμε τους παππουδοπατεράδες μας όταν άρχιζαν τις διηγήσεις για την Αλβανία και τον εμφύλιο, ενώ απωθήσαμε εντυπωσιακά γρήγορα από την συνείδηση μας την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Ζώντας σ’ ένα διαρκές ανοδικό οικονομικό σπιράλ και μέσα σε μια ειρηνική Ευρώπη, είχαμε την παράλογη πεποίθηση ότι θα περάσουμε την ζωή μας δίχως πόλεμο. Θεωρούσαμε λοιπόν ολίγον μπανάλ και μιλιταριστικά όλα αυτά τα περί ισχυρών ενόπλων δυνάμεων. Βλέπαμε στολή κι αλλάζαμε πεζοδρόμιο, ήταν και η ανάμνηση της χούντας που το χειροτέρευε.
«Γιατί αγοράζουμε Phantom, δεν φτιάχνουμε καλύτερα είκοσι νοσοκομεία στην επαρχία;» μουρμουρίζαμε, αναμασώντας τους τίτλους του «Ριζοσπάστη», της «Αυγής» αλλά και της «Ελευθεροτυπίας». Βεβαίως, για να είμαστε έντιμοι, σε ό,τι αφορούσε την εθνική αμυντική πολιτική ο Ανδρέας έβαλε ένα ανάχωμα στην πλήρη επικράτηση των ιδεών της παραδοσιακής αριστεράς στην τότε νεολαία. Αλλιώς σύσσωμη η πρώτη μεταπολιτευτική γενιά θα τραγουδούσε αντάρτικα του τύπου «τι τα θέλουμε τα όπλα, τι τα θέμε τα σπαθιά / να τα κάνουμε εργαλεία να δουλεύει η εργατιά / να τα κάνουμε τραχτέρια να δουλεύει η αγροθιά».
Φυσικά, κανείς μας δεν σκόπευε να καταπιαστεί με τα «εργαλεία» στις φάμπρικες, ούτε να κάτσει στο «τραχτέρι» σαν φιλότιμος «αγρόθης». Οι βιομηχανίες έκλειναν η μια πίσω απ’ την άλλη και η γη εγκαταλείπονταν, εμείς απολαμβάναμε την ευμάρεια μιας δανειοδοτούμενης οικονομίας υπηρεσιών, όμως τα τραγούδια ωραία και προοδευτικά τα έλεγαν. Κοντολογίς ζούσαμε μέσα σε μια ομαδική ψευδαίσθηση ότι αποτελούσαμε την πρώτη γενιά στην ιστορία του τόπου μας που δεν πολυχρειαζόταν να είναι ετοιμοπόλεμη. Ήμασταν πατριώτες βέβαια, αλλά κάποιος, κάπου, με κάποιον τρόπο θα υπεράσπιζε την πατρίδα αν παρουσιαζόταν (θεωρητικώς) η ανάγκη. Εμείς ούτε χρήμα ήμασταν διατεθειμένοι να δώσουμε, ούτε κομμάτι του χρόνου μας ή του κόπου μας.
Ευτυχώς, που υπήρξαν ηγεσίες στον τόπο που εναντιώθηκαν σ' αυτό το φανερό ή υπόγειο ρεύμα του αλλόκοτου «προοδευτισμού», οπότε κάτι φρόντισαν να αφήσουν σε επίπεδο πολεμικής ετοιμότητας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (με την οχύρωση των νησιών), ο Ανδρέας Παπανδρέου (με την αγορά του αιώνα), ο Κώστας Σημίτης (με τα υποβρύχια και παρά τις μίζες των υπουργών του), οπότε υπάρχει μια μαγιά. Χάσαμε έδαφος μεν έναντι των Τούρκων, αλλά δεν χάσαμε ολοκληρωτικά το παιχνίδι.
Τώρα με τον Κυριάκο ανακτούμε κομμάτι της χαμένης μας ισχύος. Να γίνουμε ισότιμοι με τους Τούρκους δεν μπορούμε, όμως ο αμυνόμενος δεν είναι απαραίτητο να είναι ισότιμος με τον επιτιθέμενο. Δεν φιλοδοξούμε να χτυπήσουμε την καρδιά της Τουρκίας σ' έναν γενικευμένο πόλεμο, μας αρκεί να μπορούμε να κόψουμε το χέρι τους αν το απλώσουν πάνω σε κανένα νησί μας.