Της Μαρίκας Λάμπρου
Βρέθηκα πρόσφατα στην αγαπημένη πόλη των φοιτητικών μου χρόνων για κάποιο ευχάριστο κοινωνικό γεγονός. Κυριακή πρωί και είχαμε σχεδόν δυο ώρες ελεύθερες μέχρι τη συνάντηση με αγαπημένους φίλους που - σε αντίθεση με μας - ρίζωσαν εκεί.
Από το να βολτάρουμε στην πόλη, προτιμήσαμε να περιδιαβάσουμε το τεράστιο - πλέον - πανεπιστημιακό campus. Να θυμηθούμε τα παλιά και να θαυμάσουμε τα νέα. Περιττό να πω ότι κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, η καρδιά μου πεταρίζει.
Τα υπέροχα φοιτητικά χρόνια, τα αμφιθέατρα, οι παρέες, οι διαφορικές εξισώσεις πολλών σελίδων, οι αρχές της Θερμοδυναμικής, το εργαστήριο Οργανικής Χημικής Τεχνολογίας που έκανα τη διπλωματική μου, ο αέρας που σφύριζε και πάγωνε τα πρόσωπα, η μαγευτική θέα προς τη θάλασσα, τα ξενύχτια (με αιτία ή χωρίς), τα δάκρυα και τα γέλια, οι έρωτες ... Αξέχαστα, ανεπίστρεπτα φοιτητικά χρόνια.
Είναι, λοιπόν, Κυριακή πρωί. Ελάχιστα αυτοκίνητα, ακόμη πιο λίγοι άνθρωποι στην Πανεπιστημιούπολη. Περπατάμε αργά ανάμεσα στα κτήρια διαβάζοντας πινακίδες. Δε θυμόμαστε, δεν γνωρίζουμε, γιατί δεν υπήρχαν όλα αυτά τα κτήρια.
Κοιτάμε με δέος, με θαυμασμό, με αληθινό ενδιαφέρον πώς πλάτυναν οι δρόμοι, πώς ψήλωσαν τα δέντρα, πώς πολλαπλασιάστηκαν τα κτήρια. Σχολές που δεν υπήρχαν τότε. «Ποιο τότε;», αναρωτιέμαι σιγανά. Περισσότερα από 35 χρόνια από τότε που πρωτοπάτησα το πόδι μου εδώ, ανύποπτη πρωτοετής φοιτήτρια. Περισσότερα από 30 χρόνια από τότε που τροπαιούχος Διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός αποχώρησα...
Από τότε μέχρι σήμερα έγιναν πολλά, άλλαξαν πολλά...
Τώρα, στο αξιοζήλευτο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πανεπιστημιακό campus υπάρχει Μουσείο Τεχνολογίας και Επιστημών, εκκρεμές Φουκώ, «Πάρκο Ειρήνης» και εκκλησία. Έργα τέχνης κοσμούν τις εισόδους των πανεπιστημιακών κτηρίων, των αγαπημένων μου Α και Β, που σφράγισαν τα δικά μου φοιτητικά χρόνια, και άλλων πολλών νέων της εποχής.
Τώρα υπάρχουν τμήματα Αεροναυπηγών και Παιδαγωγών και Οικονομολόγων και και και... Σχεδόν όλα έχουν αλλάξει. Σχεδόν όλα έχουν ομορφύνει. Εκτός από ένα απροσδιορίστου (για πολιτικούς λόγους) «στίγματος», που πλέον με θάρρος θα το αποκαλέσω «σημάδι ντροπής».
Υποκλίνομαι στον ενθουσιασμό της νιότης, κάνω στην άκρη συνειδητά για να περάσει ο σίφουνας του δυναμισμού της, μένω με ανοιχτό το στόμα και δάκρυα στα μάτια απέναντι στα μεγαλειώδη όνειρά της - και συμβουλεύω μόνο τέτοια όνειρα να έχουν οι νέοι!
Και ... αντικρίζω όχι με θυμό, αλλά με θλίψη, με οδύνη τα συνθήματα που ασχημονούν πάνω στους τοίχους των πανεπιστημιακών κτηρίων, των κτηρίων που (πρέπει να) φιλοξενούν τη γνώση, να επιβραβεύουν την αριστεία, να συνεισφέρουν στην καλλιέργεια του πνεύματος, να ανοίγουν τους ορίζοντες, να ευαγγελίζονται την ομορφιά της ζωής, να υπογράφουν τη μελλοντική ανάπτυξη, να διασφαλίζουν την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη.
Τις άναρθρες αυτές επιγραφές αντικρίζουν καθημερινά χιλιάδες νέοι, φιλόδοξοι και φιλόπονοι (εύχομαι) άνθρωποι. Τις κοιτάνε άραγε; Τις σκέφτονται; Τις ενστερνίζονται; Επιγραφές οργής και μίσους, ασύντακτες κραυγές με αόριστο αποδέκτη και συγχυσμένο αποστολέα.
Άρνηση και άρνηση και άρνηση.
Ο νέος κόσμος ντυμένος με συνθήματα κατάρας. Πώς θα προχωρήσουμε έτσι;
Χωρίς να θέλω να επιβραβεύσω τα αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού (είχα την τύχη να δω κάποια από αυτά στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες - ας είναι καλά οι κόρες μου), ποτέ δεν αισθάνθηκα αυτόν τον πόνο εκεί. Αυτή την αντίφαση, αυτόν τον μηδενισμό. Πώς χάθηκε ο δημιουργικός διάλογος στη χώρα που γέννησε τη Φιλοσοφία και τη Διαλεκτική; Πώς εξαφανίστηκε η δομημένη σκέψη στην πατρίδα που ανέδειξε τα Μαθηματικά και τη Φυσική; Πώς γίναμε «επαναστάτες της π...ς με τα λεφτά του μπαμπά»;
Πώς γίνεται οι τοίχοι των πανεπιστημιακών κτηρίων να είναι γεμάτοι άκομψα μηνύματα μισαλλοδοξίας και τα γραφεία των οργανισμών (δημόσιων, αλλά και ιδιωτικών) γεμάτα φοβισμένους, σκυφτούληδες, μίζερους και κουτοπόνηρους που σπαταλάνε τη ζωή τους αναμασώντας θεωρίες συνωμοσίας, πρεσβεύοντας τη μετριότητα και φθονώντας την ουσιαστική πρόοδο;
Θλίψη. Θλίψη σύγχρονη που σκεπάζει τη συγκίνηση των αναμνήσεων.
Είναι η περασμένη ηλικία που με οδηγεί να σκέφτομαι έτσι; Είναι που η «επανάσταση» με εισαγωγικά δεν έχει θέση στη δική μου καλοβολεμένη ζωή (για την οποία - παρεμπιπτόντως - μόχθησα και συνεχίζω να μοχθώ);
Τα παιδιά που γράφουν τα συνθήματα θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου. Θυμάμαι ότι κι εγώ είχα ανησυχίες και όνειρα και διαφωνίες και απόψεις. Και ποτέ δε σταμάτησα να έχω. Και κάθε φορά όλα αυτά μετασχηματίζονταν και έμπαιναν σε νέα δυναμικά ρυάκια δημιουργίας. Ρυάκια θετικής σκέψης και δημιουργικής δράσης, ρυάκια που θα άφηναν κάτι πίσω τους για να συνεχίσουν οι επόμενοι, όχι αποκαΐδια.
Αυτά τα παιδιά θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου. Με αυτά τα παιδιά μάς χωρίζουν πολλά, και μας ενώνουν άλλα τόσα. Αυτά τα δεύτερα να ψάξουμε να βρούμε. Σε αυτά τα δεύτερα να συμπορευτούμε, να διαφωνήσουμε και να δημιουργήσουμε. Αντί να καταστρέφουμε κάθε ωραίο που με κόπο ορθώνεται γύρω μας, ας το περιποιηθούμε, ας το προστατεύσουμε, ας το βελτιώσουμε. Είναι μη επαναστατικό αυτό;
ΥΓ. 1. Σεμνά και ταπεινά καταθέτω τους προβληματισμούς μου. Δεν έχω πρόθεση να πολιτικολογήσω, να δικαιολογήσω ούτε να υποστηρίξω τα (πολλά) κακώς κείμενα στη χώρα και στην εκπαίδευση.
ΥΓ. 2. Το μόνο «έξυπνο» σύνθημα που διάβασα (αν και πάλι θεωρώ ασυγχώρητη τη βεβήλωση των πανεπιστημιακών κτηρίων) είναι το ακόλουθο: «Κουβάλα τον προτζέκτορα για να σε κάνω λέκτορα». Αν και φαινόταν φρεσκογραμμένο, μου θύμισε κατάπτυστες πρακτικές ανήθικων ακαδημαϊκών του παλιού καιρού ... Υπάρχουν ακόμη αυτά; Ντροπή μας!
*Η κ. Μαρίκα Λάμπρου είναι στέλεχος του Ιδιωτικού τομέα, Αντιπρόεδρος ΕΑΣΕ, Διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός Πανεπιστημίου Πατρών