Την εκτίμηση ότι η οικονομία θα κινηθεί φέτος σε χαμηλές ταχύτητες, ότι θα είμαστε τυχεροί αν πετύχουμε αύξηση 2%, κυρίως όμως ότι η Ελλάδα έχει μπροστά της δύσκολα χρόνια και ότι η χώρα διανύει μια νέα ιστορική περίοδο μειωμένων προσδοκιών και αυξημένων πολύμορφων απειλών, διατυπώνει μέσω του Liberal.gr, ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης.
Στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο διακρίνει, τρεις διαφορετικές πραγματικότητες, ισχυρό πλήγμα για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, μικρότερο για ένα άλλο, ενώ ένα τρίτο θα τα φέρει βόλτα με σοβαρές θυσίες. Στην επομένη όμως ημέρα, βλέπει ότι ακόμη και μετά από τόσα χρόνια κρίσης και μάλιστα με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα που μας χαρακτηρίζουν, σίγουρες απαντήσεις στο ερώτημα «τι κάνουμε» δεν υπάρχουν.
«Σοβαρά τμήματα της κοινωνίας δεν έχουν καταλάβει τίποτα από όσα συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα», τονίζει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσθέτοντας ότι «ακόμη και σήμερα ετερόκλητα σύνολα δείχνουν τον χειρότερο εαυτό τους, αδιαφορώντας αν η στάση τους θα κλείσει δραστηριότητες, προκαλώντας μαζικές απολύσεις, μειώσεις μισθών και απόγνωση».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Το λιανεμπόριο ανοίγει και κλείνει, η εστίαση παραμένει κλειστή επί τρεις μήνες, ενώ ο τουριστικός κλάδος βρίσκεται σε πλήρη αβεβαιότητα. Αν σας ζητούσα μια πρόβλεψη για την φετινή πορεία της οικονομίας, ποια θα ήταν;
Με μεγάλη διστακτικότητα, θα έλεγα, ότι αν κινηθούμε με αύξηση ΑΕΠ 2%, θα είμαστε τυχεροί. Ωστόσο, οι μέσοι όροι (θετικοί ή αρνητικοί) είναι παραπλανητικοί. Μέσα σε δυο χρόνια, μια σοβαρή μερίδα της κοινωνίας θα έχει πληγεί άσχημα, μια άλλη δεν θα έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα και μια τρίτη θα τα έχει φέρει βόλτα με σοβαρές θυσίες.
Τρείς, τουλάχιστον, διαφορετικές πραγματικότητες. Επίσης, θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε σε αναπτυξιακό τέλμα, με σοβαρές δημοσιονομικές υποθήκες, σημαντική υπερχρέωση, ένταση κοινωνικών προβλημάτων και καταστροφή παραγωγικού δυναμικού. Το γεγονός, ότι βρεθήκαμε στην πανδημία πριν ορθοποδήσουμε από την οικονομική κρίση, και άμεσα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την κλιματική αλλαγή, τη γήρανση και νέες τεχνολογικές επαναστάσεις, θα κάνει την ανάκαμψη πιο δύσκολη. Παράλληλα, σημαντικές παγκόσμιες εξελίξεις αλλάζουν ήδη τους όρους ανταγωνισμού και ανάπτυξης.
- Για πόσο καιρό ακόμη θα είναι εφικτή η στήριξη της οικονομίας με την σημερινή της μορφή, αφού οι δημοσιονομικοί πόροι είναι πεπερασμένοι;
Το 2020-21 θα έχουν δαπανηθεί από τον προϋπολογισμό πρόσθετα 37 δισεκ. ευρώ για τις επιπτώσεις της πανδημίας. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος θα έχουν εκτοξευθεί σε επίπεδα χειρότερα και από του 2009. Το θετικό είναι, ότι τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα ενισχύσουν την οικονομία με πρόσθετα 32 δισεκ. ευρώ.
Όμως, από τα τέλη του 2021 θα χρειαστεί, σταδιακά, τα δημοσιονομικά μεγέθη να επιστρέψουν σε πιο ισόρροπα επίπεδα. Αυτό θα σημαίνει περιοριστικές πολιτικές και ρυθμούς μεγέθυνσης, ενώ, ταυτόχρονα, η χώρα θα είναι σε αδύναμη θέση για να αντιμετωπίσει τις όποιες νέες απρόβλεπτες εξελίξεις ή απειλές απαιτήσουν πρόσθετο ‘δημοσιονομικό χώρο’. Και τέτοιου είδους «απρόβλεπτα» είναι πλέον προβλέψιμο ότι μπορεί να προκύψουν.
- Τι θα συμβεί όταν η οικονομία θα «αποσωληνωθεί» από τα κρατικά κεφάλαια που κρατούν ζωντανές για ένα περίπου χρόνο ακόμη και επιχειρήσεις «ζόμπι»; Ήρθε η ώρα που θα δούμε να επιβιώνουν μόνο όσοι αξίζει να σωθούν;
Ακόμα και μέχρι την «αποσωλήνωση», πολλές παραγωγικές μονάδες δεν θα επιβιώσουν. Το αν «θα σωθούν, όσοι αξίζει να σωθούν» δεν το γνωρίζουμε. Ωστόσο, πρέπει να στηριχθούν κοινωνικές κατηγορίες που θα χάσουν τα αυγά και τα πασχάλια, όπως και παραγωγικά σύνολα που με κόπο στήθηκαν, με κόπο επιβίωσαν και που αν κλείσουν, θα προκύψουν πολύ αρνητικές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Ως κοινωνία με εμπειρίες και γνώσεις, θα χρειαστεί να ιεραρχήσουμε προβλήματα και απειλές, και να επιλέξουμε πού αξίζει περισσότερο να ρίξουμε το βάρος μας. Λανθασμένες επιλογές, αφού γίνουν, θα πληρωθούν πολύ ακριβά.
- Δεδομένου ότι η αβεβαιότητα για την πορεία του τουρισμού είναι και φέτος μεγάλη, ποιος θα είναι φέτος ο καταλύτης για να πετύχουμε ανάπτυξη. Μπορούμε να βασιστούμε στις επενδύσεις;
Σε νέες ιδιωτικές επενδύσεις, το βλέπω πολύ δύσκολο. Σε δημόσιες επενδύσεις για υποδομές, θα ήταν λογικό και ευκταίο. Βέβαια, ας μην μιλάμε για επενδύσεις γενικώς. Διαφορετικές επιδράσεις έχουν επενδύσεις πρώτης ή τέταρτης κατηγορίας -σε αναπτυξιακούς όρους. Η επιτυχία όμως εξαρτάται από το αν υπάρχουν ώριμα επενδυτικά σχέδια από το παρελθόν και πόσο γρήγορα μπορούν να ετοιμαστούν νέα. Μια μεγάλη επένδυση, και μάλιστα με τους ρυθμούς του δημοσίου, απαιτεί πάνω από τρία χρόνια για να αρχίσει να υλοποιείται.
Επιπλέον, ας μην μένουμε στις επενδύσεις. Ακόμα πιο κρίσιμος καταλύτης είναι οι αντιλήψεις, οι νοοτροπίες και συμπεριφορές μιας κοινωνίας, σοβαρά τμήματα της οποίας δεν έχουν καταλάβει τίποτα απ’ όσα συντελέστηκαν στα τελευταία χρόνια στη χώρα ή και σε άλλες χώρες. Μια σειρά από τα πιο έκδηλα προβλήματα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ή της πανδημίας δεν μας προέκυψαν γιατί έλειπαν επενδύσεις, αλλά γιατί ετερόκλητα σύνολα έδειξαν το χειρότερο εαυτό τους. Ακόμα και σήμερα, οδηγούν συνανθρώπους τους –κάποτε και δικούς τους- στον άλλο κόσμο ή αδιαφορούν αν η στάση τους θα κλείσει δραστηριότητες, προκαλώντας μαζικές απολύσεις, μειώσεις μισθών και απόγνωση.
Ας δούμε την αντίφασή μας. Απαιτούμε με τεράστιο στόμφο -και θράσος- να υπάρχει η μεγαλύτερη οικονομική αλληλεγγύη και συνεργασία μεταξύ 27 χωρών της Ε.Ε., με διαφορετικές κυβερνήσεις, οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, ιδεολογικό προσανατολισμό για να αντιμετωπίσουμε ευκολότερα τα δικά μας προβλήματα. Όμως, εμείς, στο εσωτερικό μας, την αλληλεγγύη, έστω με την απλή μορφή μιας συνεννόησης, τήρησης κανόνων, κάποιας υποχώρησης ή της αποδοχής μιας διαφορετικής αντίληψης τη ρίχνουμε στα σκύβαλα. Είναι για γέλια όλο αυτό.
- Θεωρείτε ότι το πλήγμα δύο απανωτών κρίσεων, μέσα σε μια δεκαετία, εκφράζει βαθύτερες μεταβολές στην πορεία της χώρας;
Θεωρώ, ότι έχουμε περάσει σε μια νέα ιστορική περίοδο μειωμένων προσδοκιών και αυξημένων και επάλληλων πολύμορφων απειλών. Όσα συζητήσαμε αφορούν τους μήνες που τρέχουν, δηλαδή το σήμερα. Πρέπει να δούμε και τι κάνουμε αύριο. Κάθε φορά, το σήμερα, είναι αποτέλεσμα αποφάσεων ή παραλείψεων και του χθες.
Καμμιά επιτυχημένη απάντηση δεν μπορούμε να δώσουμε για το σήμερα, αποκομμένη από το μετά-το-σήμερα, όπως και καμμιά πετυχημένη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί για το μετά-το-σήμερα, παραβλέποντας τα άμεσα προβλήματα. Εκτός αν αυτοκοροϊδευόμαστε, μετρώντας την επιτυχία σε χρόνο λίγων μηνών. Σίγουρες απαντήσεις στο ερώτημα «τι κάνουμε», και μάλιστα με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα που μας χαρακτηρίζουν, δεν υπάρχουν. Ξέρω όμως, ότι αν κοιτάζοντας το σήμερα, δεν μας απασχολεί και το αύριο, θα προσπαθούμε να βγούμε ξανά και ξανά, χωρίς επιτυχία, από το ίδιο πηγάδι στο οποίο είμαστε εγκλωβισμένοι. Γι’ αυτό και θεωρώ υπαρξιακό θέμα, το αν είμαστε σε θέση να δούμε τα κρίσιμα ερωτήματα για το αύριο της χώρας και να αναζητήσουμε συμβιβασμούς και πειστικές απαντήσεις.
* Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός