Η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα Γκνέντιτς, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, είχε μεταξύ των προγόνων της και τον διάσημο πρώτο μεταφραστή της Ιλιάδας στα Ρωσικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 εκπονούσε την διδακτορική της διατριβή στην αγγλική λογοτεχνία του 17ου αιώνα. Γύρω της ο κόσμος βρισκόταν στην ζοφερή περιδίνηση της εγκαθίδρυσης του σταλινικού καθεστώτος, είχαν ξεκινήσει οι εκκαθαρίσεις στο πανεπιστήμιο, όπου κάθε ημέρα ανακάλυπταν και έναν καινούργιο «εχθρό». Την μια ημέρα ήταν οι φορμαλιστές, την άλλη οι χυδαίοι κοινωνιολόγοι και, φυσικά, οι αριστοκράτες, οι αστοί διανοούμενοι, οι αποστάτες και οι οιωνεί τροτσκιστές. Η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα όμως ήταν αφοσιωμένη τόσο πολύ στην μελέτη της που δεν πρόσεχε τίποτα.
Μέχρι που… αναγκάστηκε να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Σε κάποια από τις πολλές συνελεύσεις την κατηγόρησαν ότι έχει αποκρύψει την αριστοκρατική της καταγωγή. Η ίδια ήταν απούσα, αλλά όταν το έμαθε διατύπωσε δυνατά και δημόσια την απορία της: πως είναι δυνατόν να κρύψω την καταγωγή μου, την στιγμή που το επίθετο Γκνέντιτς είναι γνωστό από την πριν τον Πούσκιν εποχή και η οικογένειά της ανήκει σε παλιό αριστοκρατικό οίκο. Αυτό ήταν αρκετό για να την αποβάλουν από το πανεπιστήμιο «λόγω αριστοκρατικής καταγωγής».
Η σοβιετική πραγματικότητα εκείνης της εποχής ήταν παράλογη και τα αθώα, αβοήθητα θύματα δεν είχαν άλλο όπλο να την αντιμετωπίσουν παρά μόνο το παράλογο. Η Τατιάνα άρχισε να διεκδικεί την αποκατάστασή της, τρέχοντας από το ένα κομματικό και διοικητικό όργανο του πανεπιστημίου στο άλλο. Κάποια στιγμή το κατάφερε. Άρχισε τότε να διδάσκει, να μεταφράζεις Άγγλους ποιητές, να γράφει ποιήματα σύμφωνα με τις αισθητικές αρχές της σχολής του Ακμεϊσμού και μάλιστα έκανε τις πρώτες της απόπειρες να μεταφράσει Ρώσους ποιητές στα Αγγλικά.
Ζούσε η Τατιάνα σε ένα μεγάλο κτίριο κατοικιών στην Πετρούπολη, στην τότε λεωφόρο Καμενοστόβσκι (μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Κίροφσκι). Στην ίδιο κτίριο και σε γειτονικά διαμερίσματα ζούσαν επιφανείς προσωπικότητες των γραμμάτων όπως ο ιστορικός Ν. Φ. Πλατόνοφ, ο κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας Β. Α. Ντεσίντσκι, ο ποιητής και μεταφραστής Μ. Λ. Λοζίνσκι.
Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, μετακόμισε μαζί με την μητέρα της σε μία ξύλινη μονοκατοικία στο νησί Κάμενι. Η μητέρα της πέθανε από τις κακουχίες κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ, το σπίτι κάηκε σε έναν βομβαρδισμό, η ίδια βρέθηκε να υπηρετεί ως μεταφράστρια στο Γενικό Επιτελείο των παρτιζάνων που δρούσαν στην περιοχή. Στη συνέχεια χάθηκαν τα ίχνη της.
Κάποια στιγμή ο ποιητής και μεταφραστής Λοζίνσκι, έλαβε από το μεγάλο πέτρινο κτίριο όπου στεγαζόταν η NKVD το διαβόητο δηλαδή Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων, η τρομερή μυστική αστυνομία του σταλινικού καθεστώτος, έναν φάκελο με την μετάφραση του ποιήματος «Δον Ζουάν» του Μπάιρον. Η μετάφραση ήταν πλήρης, με οκτάβες, με όμορφες κλασσικές οκτάβες. Και οι δεκαεπτά χιλιάδες στίχοι του ποιήματος. Το πέτρινο κτίριο ζητούσε από τον εγνωσμένου κύρους μεταφραστή να διαβάσει προσεκτικά την μετάφραση και να γράψει τις παρατηρήσεις του. Ο Λοζίνσκι έγραψε μια διθυραμβική κριτική για το κείμενο, το έστειλε στην μυστική αστυνομία, ηρέμησε που δεν είχε άλλα μπλεξίματα και το ξέχασα.
Πέραν άλλα οκτώ χρόνια. Μία ημέρα μία εμφανώς γερασμένη γυναίκα, χτύπησε την πόρτα ενός παλιού της γείτονα στο μεγάλο κτίριο. Ήταν η Τατιάνα Γκνέντιτς, η οποία μόλις είχε αποφυλακιστεί από το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων και επέστρεψε στο Λένινγκραντ, όπου είδε στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου ένα μικρό τόμο με μεταφράσεις ποιημάτων του Μπάιρον από διάφορους ποιητές. Ο παλιός καλός γείτονας, κάλεσε την ταλαιπωρημένη και ταλαντούχα μεταφράστρια, να μοιραστεί το δωμάτιο στο οποίο έμενε αυτό μαζί με άλλα τρία μέλη της οικογένειάς του αλλά και η γυναίκα που τους βοηθούσε στις δουλειές. Μοναδική προϋπόθεση που έθεσε ήταν να πετάξει η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα τον επενδύτη που φορούσε, γιατί είχε πλέον εμποτιστεί από τις πιο απίθανες μυρωδιές της διαδρομής από το Λένινγκραντ στην Βορκουτά.
Η Τατιάντα Γκνέντιτς αφού ξεκουράστηκε λίγες ημέρες, άρχισε να δαχτυλογραφεί την δική της μετάφραση του «Δον Ζουάν» του Μπάιρον και στα διαλείμματα αφηγήθηκε την ιστορία της στους νέους συγκατοίκους της. Πριν συνεχίσουμε την ιστορία της, θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα, σύμφωνα με μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που την γνώριζαν από μικρή είχε εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνοψίζονται στην λέξη «αλαφροΐσκιωτος». Κατά μία πιο διευρυμένη ερμηνεία, ίσως θα ταίριαζε πιο πολύ ο όρος Δια Χριστόν σαλή.
Την συνέλαβαν λίγο πριν την λήξη του πολέμου το 1945. Σύμφωνα με την ίδια, αυτή ήταν που κατήγγειλε τον εαυτό της. Υπηρετώντας ως μεταφράστρια στο Γενικό Επιτελείο των παρτιζάνων, κατά πάσα πιθανότητα έπαθε κάποιος μορφής ψύχωση. Την εποχή εκείνη ήταν υποψήφιο μέλος του κόμματος, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να κατέχει την συγκεκριμένη θέση. Έτσι, πήγε η ίδια και δήλωσε πως δεν έχει το ηθικό ανάστημα να γίνει μέλος του κόμματος και κατέθεσε την κομματική της ταυτότητα, επειδή υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα. Την συνέλαβαν αμέσως. Οι ανακριτές προσπάθησαν να την κάνουν να ομολογήσει, γιατί δεν πίστεψαν την κατάθεσή που έδωσε, σύμφωνα με την οποία την είχε πλησιάσει κάποιος Βρετανός διπλωμάτης την πλησίασε και της ζήτησε να μεταφράσει ένα ποίημα της Βέρα Ινμπέρ. Η Γκνέντις το μετάφρασε κι εκείνος μόλις το διάβασε της είπε: «θα μπορούσατε να εργαστείτε σ’ εμάς και να κάνετε πολλά για την ανάπτυξη των βρετανο-ρωσικών πολιτιστικών σχέσεων». Προφανώς, λόγω της πνευματικής της κατάστασης, της πολεμικής ατμόσφαιρας και των κακουχιών, η Τατιάνα Γκνέντιτς κατέληξε μέσα από δαιδαλώδεις σκέψεις πως πρόδωσε την πατρίδα της.
Παρά το γεγονός ότι πέραν την ομολογίας της δεν υπήρχε καμία άλλη απόδειξη περί της ενοχής της, το δικαστήριο της εποχής, με συνοπτικές διαδικασίες την καταδίκασε σε 10 χρόνια καταναγκαστικών έργων για «προδοσία της πατρίδας». Αμέσως μετά την δίκη της κρατήθηκε στην φυλακή Σπαλέρναγια, σε ένα μεγάλο κελί μαζί με πολλές άλλες κρατούμενες, περιμένοντας την μεταγωγή της στο Γκουλάγκ.
Κάποια στιγμή την κάλεσε ένα από τους ανακριτές της και την ρώτησε: «Γιατί δεν χρησιμοποιείτε την βιβλιοθήκη; Έχουμε πολλά βιβλία και έχετε δικαιώματα…» Η Γκνέντιτς του απάντησε: «Είμαι απασχολημένη. Δεν ευκαιρώ». – «Δεν ευκαιρείτε;» – την ξαναρώτησε, έκπληκτος, παρά το γεγονός ότι γνώριζε τις ιδιομορφίες της «προστατευόμενής» τους. «Με τι ασχολείστε;» – «Μεταφράζω. Ένα ποίημα του Μπάιρον». Ο ανακριτής αποδείχτηκε μορφωμένος, ήξερε τι θα πει «Δον Ζουάν», – «Και πού είναι το βιβλίο σας;» ρώτησε. «Μεταφράζω από μνήμης», απάντησε η Τατιάνα. Η έκπληξη του μεγάλωσε. – «Και πως θυμάστε την οριστική εκδοχή του κειμένου;» – «Έχετε δίκιο, του απάντησε η μεταφράστρια», αυτό είναι το δυσκολότερο όλων. Μακάρι να μπορούσα, τελικά, όλα όσα έχω κανεί… Πλησιάζω προς το τέλος. Άλλο δεν θυμάμαι».
Ο ανακριτής έδωσε στην Γκνέντις ένα φύλλο χαρτί και της είπε: «Γράψτε εδώ όλα όσα έχετε μεταφράσει και αύριο θα το δω». Εκείνη δεν τόλμησε να ζητήσει κι άλλο χαρτί κι έτσι κάθισε κι άρχισε να γράφει. Όταν το πρωί ο ανακριτής επέστρεψε στο γραφείο του, η Γκνέντις ακόμη έγραφε. Δίπλα της καθόταν ένας ταλαιπωρημένος δεσμοφύλακας. Ο ανακριτής έριξε μία ματιά στο χαρτί αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει τίποτα. Τα γράμματα είχαν μέγεθος μικρότερο από την μύτη μίας καρφίτσας, ο κάθε στίχος είχε έκταση μικρότερη από ένα τετραγωνικό εκατοστό. «Διαβάστε δυνατά!» την πρόσταξε. Ήταν το ένατο άσμα για την Μεγάλη Αικατερίνη. Ο ανακριτής για ώρα πολλή άκουγε, κατά διαστήματα χαμογελούσε, δεν πίστευε ούτε στ’ αυτιά, ούτε στα μάτια του. Εκείνο το φύλλο χαρτιού που είχε πάρει από τον «Ατομικό φάκελο κρατουμένου» ήταν γεμάτο και από τις δύο πλευρές με μικρά τετραγωνάκια, κάθε τετραγωνάκι και μία στροφή. Δεν μπορούσε να τα διαβάσει ούτε με μεγεθυντικό φακό. Διέκοψε την ανάγνωση λέγοντας: «Γι’ αυτή την μετάφραση πρέπει να σας δώσουν βραβείο Στάλιν!» Δεν είχε βλέπετε άλλα κριτήρια ο ανακριτής. Η Γκνέντις απάντησε πικρά: «Μα, μου το έχουν ήδη δώσει». Σπανίως επέτρεπε στον εαυτό της τέτοια αστεία, ιδίως εκείνη την εποχή.
Η ανάγνωση κράτησε πολλές ώρες. Η Τατιάνα είχε καταφέρει να χωρέσει σε αυτό το φύλλο χαρτιού περίπου χίλιους στίχους, δηλαδή 120 στροφές. «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω;» – ρώτησε ο ανακριτής. «Μπορείτε. Μόνο εσείς»- απάντησε η κοπέλα. Ζήτησε μία συγκεκριμένη έκδοση του βιβλίου του Μπάιρον που θεωρούσε ως την πλέον αξιόπιστη και είχε υποσημειώσεις, το λεξικό Webster, χαρτί, μολύβι και ένα μοναχικό κελί.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο ανακριτής κατάφερε να την μεταφέρει στην κλειστή φυλακή της Κρατικής Ασφάλειας, σε εκείνο το μεγάλο πέτρινο κτίριο που δέσποζε στο Λένινγκραντ. Την εγκατέστησε σε ένα κελί που ήταν λίγο πιο φωτεινό από τα υπόλοιπα και της έφεραν ένα τραπέζι και όλα όσα είχε ζητήσει.
Σε τούτο το κελί η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα έζησε δύο χρόνια. Σπανίως έβγαινε για περίπατο στην αυλή της φυλακής, δεν διάβαζε τίποτα άλλο, παρά μόνο ζούσε με τους στίχους του Μπάιρον.
Δύο ολόκληρα χρόνια συνομιλούσε μόνο με τον νεκρό Άγγλο ποιητή, που άφησε την τελευταία του πνοή στα χώματα της Ελλάδας, στην χώρα της Ιλιάδας που είχε μεταφράσει ο μακρινός της πρόγονος.
Όταν τελείωσε, ενημέρωσε τον ανακριτή. Εκείνος πήρε τα χειρόγραφα και τα έδωσε σε μία δαχτυλογράφο της υπηρεσίες να τα αντιγράψει. Με την σειρά του, ενημέρωσε την Τατιάνα πως θα πάει στο στρατόπεδο, αφού ολοκληρωθεί η αντιγραφή. Όταν ετοιμάστηκαν τα τρία αντίγραφα ο ανακριτής τα έδωσε στην Γκνέντις να κάνει διορθώσεις. Ένα αντίγραφο έβαλε στο χρηματοκιβώτιο του, ένα άλλο το έδωσε σε αυτή μαζί με υπηρεσιακό σημείωμα και τέλος την ρώτησε σε ποιον να στείλει το τρίτο για αξιολόγηση. Εκείνη του ανέφερε το όνομα του Μ. Λ. Λοζνίνσκι.
Λίγες ημέρες αργότερα, μαζί με μία ομάδα γυναικών κρατούμενων, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο. Έζησε εκεί από την πρώτη, μέχρι την τελευταία ημέρα της ποινής της.
Επιστρέφοντας στο Λένινγκραντ, παλιοί γείτονες και συνάδελφοι, φίλοι από το παρελθόν, την βοήθησαν να σταθεί στα πόδια της. Ενάμιση χρόνο μετά την επιστροφή της στη ζωή, ο εκδοτικός οίκος «Λογοτεχνία» κυκλοφόρησε την μετάφρασή της σε 100.000 αντίτυπα. Η αμοιβή της ήταν το τεράστιο για την εποχή ποσό των 17.000 ρουβλίων, ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων το ξόδεψε για να αγοράσει παιχνίδια για τα ορφανά παιδιά του πολέμου.
Έζησε η Τατιάνια Γκριγκόριεβνα άλλα τριάντα χρόνια σε τούτο τον κόσμο. Κατάφερε μάλιστα να «κάνει» και δική της οικογένεια. Έφερε από τον Μεγάλο Βορρά μία πρώην κρατούμενη γερόντισσα και την είχε σαν «παιδί» της, ενώ τον ρόλο του “συζύγου” της έπαιζε ένας χρυσοχέρης γέροντας, πρώην δεσμώτης των κολαστηρίων. Μετά από λίγα χρόνια υιοθέτησε ένα ορφανό, το μεγάλωσε και το σπούδασε. Το παιδάκι αυτό έγινε στη συνέχεια ένας γνωστός φιλόλογος της ιταλικής φιλολογίας και συνέχισε το έργο της μητέρας του.
Η Τατιάνα Γκριγκόριεβνα Γκνέντις σε στιγμής ανάπαυλας και περισυλλογής έγραψε και αρκετά ποιήματα.
Πολιορκία,
Σκοτάδι,
Παγωμένοι οι δρόμοι,
Τυφλά και άδεια τα σπιτικά,
Ανοιχτά μέχρι τα σωθικά,
Στην πόλη ο θάνατος κυκλοφορούσε,
Κι εμείς ζούσαμε σ’ αυτή!
Το ηθικό ανυπότακτο, απλό κι πεισματάρικο,
Μπορούσαμε να γελάμε,
Πηγαίναμε σε φίλους, ποιήματα διαβάζαμε,
Αγαπημένα τραγούδια λέγαμε.
Ο σκοτωμός και άλλες ανοησίες,
Νομίζαμε, θυμάστε τότε,
Πως είναι αστοχίες του εχθρού!
Τι ήταν όμως όλα αυτά, ποιος το κατανοεί,
Αδιαφορία, επιμονή ή θέληση ζωής;
Μήπως μας κληροδότησαν οι πρόγονοι
Μεγάλο κλήρο κι άξιο;