Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Υπάρχει ένα πρόβλημα με την Ευρώπη. Δεν είναι τωρινό, δεν γεννήθηκε δηλαδή από την παρούσα —και, δόξα τω Θεώ, απερχόμενη— κυβέρνηση, αλλά με αυτήν εκτοξεύθηκε στη στρατόσφαιρα. Ένα πρόβλημα διπλό.
Από τη μία, ο εκφερόμενος λόγος —και η στάση (η πόζα)— που έφερε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, αλλά και δυνάμωσε τους ναζιστές, ήταν καθαρά αντι-ευρωπαϊκός. Ένας λόγος που από κάθε του φθόγγο έσταζε μίσος για την Ευρώπη, και για τη Δύση συνολικά. Αυτός ο λόγος, και αυτή η στάση, διατηρήθηκαν και τα πρώτα δύο τουλάχιστον χρόνια της συγκυβέρνησης, παρά τις υπογραφές των Μνημονίων και τις υποκλίσεις των μελών της σε όποιον Ευρωπαίο αξιωματούχο ήταν κάπως γνωστός από την τηλεόραση.
Μέχρι που, ξαφνικά, όλα άλλαξαν! Και, μολονότι ο μικρός συμπαίκτης του κυβερνητικού διδύμου δεν έλεγε και πολλά (ήταν απασχολημένος με δωρεάν, γι' αυτόν, και πανάκριβα, για τη χώρα, ταξίδια, και με το προβάρισμα των στολών του — όταν δεν έγραφε στο Twitter), μολοντούτο λοιπόν ο Τσίπρας και οι γύρω του έβαλαν την πιο μεγάλη, πιο πλουμιστή και πιο στενή στον λαιμό γραβάτα που φόρεσε ποτέ Έλληνας πρωθυπουργός, υπουργός ή διπλωμάτης. Μια γραβάτα που τους κοκκίνιζε τα μάγουλα όπως τα κοκκινίζει το αψέντι.
Από τη φρασεολογία κωμικού πανεπιστημιακού γκρουπούσκουλου και το υψωμένο δάχτυλο, ώς τους ανατολίτικους τεμενάδες και τα γελάκια αλά κοκτέιλ-πάρτι, μεσολάβησαν διάφορα. Έγινε κουβέντα για ανταλλάγματα. Και πάρθηκαν από κοινού αποφάσεις. Ο πρωθυπουργός έλεγε «ναι» σε ό,τι και να του ζητούσαν, και υπέγραφε ό,τι χαρτί τού έβαζαν κάτω από τη μύτη του, με προθυμία καλά εκπαιδευμένου φοξ-τεριέ. Και ο συνεταίρος του, παραδίπλα, χαιρόταν τη χλιδή της εξουσίας ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, περιμένοντας στην ουρά να δει τον Τραμπ, πίνοντας από την κάβα του πρίγκιπα Αλβέρτου κλπ. κλπ.
Και πολύ λογικό. Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή. Τσίπρας και Καμμένος, παιδιά τού ΚΛΙΚ και του Κωστόπουλου αμφότεροι (το ΚΛΙΚ, τη εξαιρέσει των πρώτων τευχών του, δεν απευθυνόταν σε δεξιούς, αριστερούς, πλούσιους ή φτωχούς, αλλά σε μπούληδες και χάχες, και σε όποιον ονειρευόταν να πιάσει την καλή «σαν στα φιλμς»), και οι δυο τους λοιπόν απολάμβαναν τα καλά των πόστων τους με το χαμόγελο επιτυχημένου μοντέλου ή τραγουδιστή της μεσημεριανής ζώνης. Ίσως οι πιο χαρούμενοι συγκυβερνήτες από τον καιρό εκείνων που κουμάνταραν το Πλοίο της Αγάπης, για όποιον θυμάται το παλιό, κλασικό σίριαλ.
Και βέβαια οι κεντρώοι δημοκράτες πολίτες έπνεαν μένεα για τους ασυγχώρητους Ευρωπαίους που ευνοούσαν και στήριζαν μία κυβέρνηση τόσο κατάφωρα λαϊκίστικη και ανυπόφορη. Που την ευνοούσαν και τη στήριζαν μόνο και μόνο επειδή τούς έκανε τα χατίρια. Μόνο και μόνο επειδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, ο Τσίπρας και οι υπουργοί του υπέγραφαν και τις χαρτοπετσέτες. (Και, ενώ τις υπέγραφαν κατά στοίβες και κατά μάτσα, είχαν από δίπλα και τον αυτοφωράκια Τσακαλώτο να διαπραγματεύεται με γενναιότητα ιππότου ένα μισό τοις εκατό εδώ, κι ένα άλλο μισό τοις χιλίοις εκεί, για να φανεί ότι η Εθνοσωτήριος, α! όλα κι όλα — πολεμά για τα δίκια του Έλληνα: «Μην κοιτάτε πώς με έκαναν οι άλλοι, έδωσα κι εγώ μερικές»).
Λοιπόν, ναι: έχουν δίκιο όσοι τα 'βαλαν και εξακολουθούν να τα βάζουν με τους Ευρωπαίους που ανέχτηκαν τον θίασο και τον κατέστησαν ισότιμο συνομιλητή τους. Μόνο που, συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Κάποια στιγμή, και με μεγάλη χασούρα από μεριάς μας, έπρεπε να τελειώσει αυτή η παρτίδα του παιχνιδιού. Και έπρεπε να τελειώσει γιατί εξαιτίας μας και μόνο ξεκίνησε.
Εμείς ήμασταν που δεν θέλαμε το «μέιλ Χαρδούβελη», εμείς ήμασταν που εκλέξαμε τους τύπους με τις σαγιονάρες και τα χαϊμαλιά, εμείς —πρωτύτερα αυτό— ήμασταν που βγήκαμε με το φρύδι όρθιο στα Ζάππεια, εμείς ήμασταν που δεν κατορθώσαμε να ανοίξουμε μισό κλειστό επάγγελμα, εμείς ήμασταν που δεν κάναμε καμία «τομή» στα δημοσιονομικά μας πράγματα, εμείς ήμασταν που δεν σουλουπώσαμε το Δημόσιο, εμείς ήμασταν που δεν εξορθολογήσαμε κανέναν (κανέναν απολύτως) τομέα του κράτους. Εμείς. Όχι οι εξωγήινοι. Όχι οι Ευρωπαίοι. Όχι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Η ΕΚΤ και το ΔΝΤ σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Και απαίτησαν απλώς αποτελέσματα. «Δεν θέλετε να τα βρείτε από τον καλό δρόμο; Πολύ καλά. Βρείτε τα από τον κακοτράχαλο».
Σαν και τώρα θυμάμαι το πρώτο Μνημόνιο, που ήταν κάτι σαν τις Δέκα Εντολές του καλού Θεού. Σαν κανόνες για προσκόπους. Το α-βε-βου μιας σύγχρονης δημοκρατικής χώρας. Ε λοιπόν, εμείς το πολεμήσαμε. Εμείς. Όχι οι εχθροί της Ελλάδος, οι προαιώνιοι, οι υποχθόνιοι, οι παλαιοί και οι νέοι. Αλλά απλώς εμείς. Ναι, οι ομάδες συμφερόντων? ναι, οι προσοδοθήρες? ναι, οι Λυμπερόπουλοι? ναι, η Αριστερά? ναι, οι εθνικολαϊκιστές? ναι, οι Πλατείες. Σωστά. Μα ούτε κι όλοι αυτοί ήρθαν ξαφνικά από τον Άλφα του Κενταύρου. Εμείς είμαστε όλοι αυτοί. Κι αν εσείς κι εγώ τούς απεχθανόμαστε και αισθανόμαστε (δικαίως) πως μας χωρίζουν θάλασσες, για τους απέξω δεν ισχύει αυτό. Για τους απέξω όλοι οι προηγούμενοι που είπαμε και όλοι εμείς, οι «καλοί», είμαστε ένα σύνολο. Είμαστε οι Έλληνες.
Θα κλείσω το κομμάτι γιατί δεν τα κατέχω τα οικονομικά. Λίγο καλύτερα από τον Τσίπρα μεν, αλλά μέχρι εκεί. Αλλά μπορώ να καταλάβω ένα πράγμα: ότι οι φωνές κατά της Ευρώπης, ακόμη και οι δικαιολογημένες, καλό είναι να μην ακούγονται και πολύ δυνατά. Ναι, χίλια δίκια έχουμε? αλλά δεν πειράζει. Ας έχουμε και δίκιο βουνό: δεν πειράζει. Το θέμα μας είναι άλλο, και είναι πολύ, αφόρητα κρίσιμο: Θα ζήσουμε με την Ευρώπη? ή δεν θα ζήσουμε. Είναι τόσο απλό.
Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να φτιάξει τις σχέσεις μας με τους φυσικούς μας συμμάχους ξανά από την αρχή. Ισότιμα, δίκαια, σε όλα τα επίπεδα και, να το πω κι αυτό, ρωμαλέα. (Αυτό που λέμε, «με τσαμπουκά»). Δεν είμαστε Μάλτα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Λιθουανία. Και να με συμπαθούν οι πολίτες τους. Δεν είμαστε Εσθονία, Φινλανδία, Βουλγαρία και Δανία. Να με συμπαθούν κι αυτοί. Διάολε, είμαστε η Ελλάδα. Είμαστε η Ευρώπη. Δεν ΜΙΛΑΜΕ με την Ευρώπη.
ΕΙΜΑΣΤΕ η Ευρώπη.
Ας το θυμηθούμε. Ας το αποδείξουμε.