Είναι κανόνας πως όταν προσέρχεσαι σε μια διαπραγμάτευση έχεις βάλει τους στόχους σου. Έχεις υπ' όψη το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθείς, αν βέβαια συμμετέχεις στις διαπραγματεύσεις για να βρεθεί λύση και όχι γιατί δεν μπορείς να τις αποφύγεις. Έτσι είναι αυτονόητο πως το πλαίσιο των θέσεων σου λαμβάνει υπ΄όψη τον συσχετισμό των δυνάμεων, σε όλα τα επίπεδα. Στρατιωτικό, διπλωματικό, πολιτικό, οικονομικό κ.λπ.
Έχω την εντύπωση πως οι αδερφοί μας Ελληνοκύπριοι μάλλον δεν έχουν καταλήξει εδώ και πολλά χρόνια στην λύση που επιθυμούν, συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω. Και κυρίως, δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν απαντήσει στο στρατηγικό ερώτημα «θέλουν ή δεν θέλουν την επανένωση του νησιού;» Είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν μέρος της πολιτικής εξουσίας τους, στο πλαίσιο της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων; Και κυρίως, είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν στο μέτρο που τους αναλογεί—και είναι σημαντικό—το οικονομικό κόστος της επανένωσης;
Η πολιτική ηγεσία και η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων πολιτών μου δίνουν την εντύπωση πως ουσιαστικά επιθυμούν την επιστροφή στο status quo ante της εισβολής, άσχετα αν δεν τολμούν να το πουν, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνον μετά από στρατιωτική ήττα της Τουρκίας. Και αυτό είναι τυχοδιωκτισμός. Αλλά πολύ φοβούμαι πως αυτή είναι η μύχια επιθυμία τους.
Τόσο η Ελλαδική όσο και η Ελληνοκυπριακή πλευρά εδώ και 47 χρόνια περίπου εμμένουν πως το Κυπριακό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής που θα πρέπει να λυθεί εντός του πλαισίου των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Και επί 47 χρόνια το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Με αυτή την λογική θα μπορεί να παραμένει άλυτο και για τα επόμενα 47 χρόνια και όλοι να προσποιούνται πως επιθυμούν να το λύσουν, αλλά για την μη λύση του θα ευθύνεται πάντα η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς. Είναι μια πορεία που έχει νόημα υπό την προϋπόθεση πως αποτελεί επεξεργασμένη πολιτική, την πολιτική της μη λύσης.
Αν όμως σήμερα επιθυμούμε ειλικρινά την λύση του προβλήματος θα πρέπει να μετακινηθούμε από την πάγια θέση μας πως το Κυπριακό θα λυθεί με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και θα δώσουμε στο πρόβλημα την ουσιαστική πολιτική διάσταση του: ποια λύση πολιτειακής δομής του ενιαίου κράτους είναι συμβατή με την πολιτική αποτελεσματικότητα που απαιτεί η λειτουργία της ΕΕ; Πώς η ενιαία Κύπρος—ανεξαρτήτως της ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής μορφής—δεν θα μπλοκάρει την λήψη των αποφάσεων της ΕΕ, λόγω της δυσλειτουργίας του πολιτεύματος της; Με απλά λόγια, τι είδους πολιτική οργάνωση θα πρέπει να έχει η ενιαία Δημοκρατία, ώστε η ΕΕ να μην είναι όμηρος της Τουρκίας;
Ίσως λοιπόν θα έπρεπε η Ελλαδική και η Ελληνοκυπριακή πλευρά να μεταφέρουν την λύση του προβλήματος από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, στην ίδια την λειτουργία της ΕΕ. Να καταστήσουμε δηλαδή το Κυπριακό πρόβλημα πρωτίστως ευρωπαϊκό πρόβλημα. Καλά είναι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ αλλά με αυτά επί 47 χρόνια δεν λύθηκε το πρόβλημα και πιθανόν δεν θα λυθεί και για τα επόμενα 47. Ίσως αν καταστεί ευρωτουρκικό να υπάρξει μια κινητικότητα, προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Το ζητούμενο είναι τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι σήμερα, με τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων.
Γιατί μπορεί και να βολεύονται με το υπάρχον status quo.