Πριν από 25 χρόνια, τον Ιανουάριο του 1996, ο Μπιλ Κλίντον δήλωνε, απευθυνόμενος προς την ολομέλεια του Κογκρέσου, ότι «η εποχή του μεγάλου κράτους τελείωσε».
Αυτή η πρόβλεψη, φυσικά, διαψεύστηκε πανηγυρικά τις επόμενες δεκαετίες όμως σε γενικές γραμμές το αίτημα για ένα μικρό, ή έστω μικρότερο, κράτος ήταν αρκετά διαδεδομένο.
Για να φτάσει ένας Πρόεδρος που προερχόταν από το Δημοκρατικό κόμμα να αναγγείλει το τέλος μιας τέτοιας εποχής έπρεπε να συμβούν πολλά και σημαντικά γεγονότα τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η αναγέννηση των οικονομικών της προσφοράς που ξεκίνησε από μία πλειάδα λαμπρών οικονομολόγων, αρκετοί εκ των οποίων τιμήθηκαν και με Νόμπελ, τις πρώτες δεκαετίες μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στα μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τις κοινωνίες όλου του κόσμου τα ιδεολογικά πυρομαχικά για την αποδόμηση του κεντρικού σχεδιασμού.
Έπειτα, ακολούθησαν οι πολιτικές επιτυχίες, κυρίως του Ρίγκαν και της Θάτσερ, που απέδειξαν ότι υποψήφιοι με αυτές τις ιδέες μπορούσαν να πετύχουν εκλογικές νίκες στο ανώτατο επίπεδο. Παράλληλα, η εφαρμογή των φιλελεύθερων οικονομικών στην πολιτική έφερε θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη, την καινοτομία, και το επίπεδο διαβίωσης σε όλες τις χώρες που τα δοκίμασαν.
Τέλος, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού άνοιξε την πόρτα στην παγκοσμιοποίηση, την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και τη σταδιακή απελευθέρωση της οικονομικής δραστηριότητας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Αυτές οι αλλαγές άλλαξαν ριζικά τον πολιτικό χάρτη μετατρέποντας ένα κόμμα που τη δεκαετία του 1960 οραματιζόταν την εξάλειψη της φτώχειας μέσα από το κρατικά προνοιακά προγράμματα - εγχείρημα που σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε ανολοκλήρωτο παρά τα δις που διατέθηκαν - σε κόμμα που ευαγγελίζεται το μικρό, περιορισμένο κράτος που παρέχει στους πολίτες ένα δίκαιο δίχτυ ασφαλείας.
Δυστυχώς, τα τελευταία 25 χρόνια η πλάστιγγα έχει στραφεί από την αντίθετη πλευρά. Το φιλικό προς την ελεύθερη αγορά Δημοκρατικό κόμμα του Μπιλ Κλίντον έχει αντικατασταθεί από τις σοσιαλιστικές ιδέες του Μπέρνι Σάντερς, της Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ και του Τζο Μπάιντεν.
Αυτή η αλλαγή όμως για να φτάσει να εκφραστεί πολιτικά σήμερα, έχουν προηγηθεί δεκαετίες επώασης. Οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις, κυρίως αυτή του 2008 αλλά και εκείνη του 2001, διαμόρφωσαν ένα πολύ αρνητικό κλίμα ενάντια στην αστάθεια των αγορών (ασχέτως αν κρατικές πολιτικές ήταν συνυπεύθυνες στις κρίσεις αυτές).
Παράλληλα η προ-δεκαετίας αραβική άνοιξη εξελίχθηκε σε εφιάλτη με αποτέλεσμα την περιφερειακή αστάθεια και εκατομμύρια προσφύγων να προσέρχονται στη Δύση ενισχύοντας τον νατιβισμό και την αποστροφή προς την παγκοσμιοποίηση. Τέλος, η εντυπωσιακή ανάπτυξη της Κίνας ανέδειξε ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μονόδρομο για την οικονομική ανάπτυξη και την γεωπολιτική ισχύ.
Τέλος, το 2020 μπήκε στην εξίσωση και η πανδημία, που έδωσε στα κράτη σχεδόν απεριόριστες εξουσίες και το πρόταγμα να περισώσουν την οικονομία από την καταστροφή. Νομίζω πως πλέον, και για τα επόμενα χρόνια, η σημαντικότερη επίπτωση της πανδημίας στα δημόσια οικονομικά θα είναι η παραδοχή ότι το τέλος του ανεκπλήρωτου ονείρου για ένα μικρό και αποτελεσματικό κράτος έφτασε στο τέλος του.
Πλέον, σε Ευρώπη και Αμερική το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να σχεδιάσει την οικονομία της επόμενης δεκαετίας με κύρια όργανα τις επιδοτήσεις και τα επιδόματα. Η ιστορία έχει δείξει ότι αυτά τα εγχειρήματα συνήθως πετυχαίνουν πολύ λιγότερα από αυτά που υπόσχονται και αργά ή γρήγορα εγκαταλείπονται. Όταν συμβεί αυτό, θα εμφανιστεί και η ευκαιρία για την επάνοδο των οικονομικών της αγοράς. Μέχρι τότε, υπομονή και αντίσταση!