Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Οι αυξήσεις κεφαλαίων των τραπεζών είναι σε φάση ολοκλήρωσης και, τουλάχιστον θεωρητικά, είναι τόσο θωρακισμένες κεφαλαιακά, όσο οι ιππότες ήταν θωρακισμένοι πριν μια μάχη στον μεσαίωνα. Θα φτάσουν, όμως, τα νέα κεφάλαια για τους κινδύνους που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν, ή θα χρειαστεί οι μέτοχοι να ξαναβάλουν το πονεμένο τους χέρι ξανά βαθιά στην τσέπη πολύ γρήγορα;
Στην αγορά ακούγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε αυστηρή απέναντι στις ελληνικές τράπεζες. Τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, λέγεται, που έγιναν πρόσφατα, ήταν πολύ αυστηρά, καθώς δεν αποτίμησαν στη σωστή τους έκταση τις εμπράγματες εξασφαλίσεις που βρίσκονται πίσω από τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη, εκείνη της διεθνούς BIS (Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών), αλλά και διεθνών ερευνητών που υποστηρίζει ότι τα stress tests, της Ε.Ε., βασίζονται σε απλές υπεραισιόδοξες υποθέσεις και δεν λαμβάνουν υπόψιν τους όλους τους κινδύνους.
Πέραν αυτών των δύο, όμως, υπάρχει και μια τρίτη, σχεδόν άγνωστη πραγματικότητα. Εκείνη της πραγματικής αποτίμησης των κινδύνων με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η συνολική Μη Εξυπηρετούμενη Έκθεση σε Κινδύνους (ΜΕΕΚ) των 4 ελληνικών τραπεζών, όπως βεβαιώθηκε στο 3ο τρίμηνο του 2015, με βάση τη μεθοδολογία Διεθνών λογιστικών προτύπων (IFRS) των Ευρωπαϊκών Τραπεζικών Αρχών (EBA), ανέρχεται σε 116 δισ. ευρώ, έναντι 87 δισ. που είναι τα δηλωθέντα από τις 4 συστημικές τράπεζες Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ). Η διαφορά 29 δισ. μεταξύ των ΜΕΕΚ και ΜΕΔ σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες καλύπτουν επί του παρόντος μόνο το 50% περίπου των μη εξυπηρετούμενων κινδύνων, ενώ θα έπρεπε να ήταν 65% τουλάχιστον, όπως ως τώρα, άρα θα χρειαστεί να γίνει «πρόβλεψη» 18 περίπου δισ. ευρώ, έναντι μόλις 3 δισ. ευρώ που αυτές προέβλεπαν, και οι οποίες αργά ή γρήγορα θα επιβαρύνουν και τα αποτελέσματα του 2016, και θα απαιτήσουν επιπλέον κεφαλαιακές ανάγκες! Ενδεικτικά, για να φτάσουν σε 65% κάλυψη, η Εθνική και η Eurobank θα χρειαστούν έκαστη κάτι σαν επιπλέον ποσά 3 δισ., η Alpha 5 δισ. και η Πειραιώς 8 δισ., κατά προσέγγιση!
Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι η ελληνική Οικονομία αρχίζει ανάκαμψη από 1/1/2016, και τα δάνεια θα αποπληρωθούν κανονικά, και στην ώρα τους. Αν ειναι ετσι, ούτε γάτα, ούτε ζημιά, καθώς τα stress tests, όπως γνωρίζουμε, καθόρισαν τα αναγκαία ποσά για τις κεφαλαιοποιήσεις, που ανέρχονται σε 15 περίπου δισ. ευρώ για τις 4 συστημικές τράπεζες και αφορούν τους κινδύνους ενός έτους που κλείνει, ενώ επίσης υπάρχουν «επαρκείς εμπράγματες εξασφαλίσεις'». Σε αυτήν την περίπτωση η λύση που δόθηκε είχε τρία πλεονεκτήματα. Πρώτον, καλύφθηκαν απόλυτα οι άμεσες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών για το 2015, και μόνον. Δεύτερον, τα 10 περίπου από τα 15 δισ. που θα χρειαστούν καλύπτονται είτε από μετατροπές ομολογιών (χρέους) των τραπεζών σε μετοχές (ίδια κεφάλαια) και εισφορά από νέους μετόχους. Και τρίτον, μόνο τα 5 περίπου δισ. εισφέρονται από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή η επιβάρυνση του κράτους -ανάγκες νέου δανεισμού από ξένους δανειστές- είναι σχετικά μικρή. Εν ολίγοις, η λύση που ακολουθήθηκε για τις ανακεφαλαιοποιήσεις, αν όλα πάνε καλά (βγούμε από την κρίση), είναι «τέλεια», καθώς οι εξελίξεις αυτές επιτρέπουν την εισροή νέων επενδυτών και τη συντηρητική αντιμετώπιση κινδύνων από την πλευρά του κράτους, που ουσιαστικά εισφέρει εμμέσως μόνο το 1/3 των κεφαλαίων.
Η επιτυχής εύρεση επενδυτών στην παρούσα φάση, επομένως, αποτελεί μια ελπιδοφόρο εξέλιξη για τις ελληνικές τράπεζες, και θα μπορούσε να συνοδευτεί από σταθεροποίηση ή και κάποια βελτίωση των τιμών, τόσο των τραπεζών, όσο και γενικότερα του Χ.Α. στο επόμενο διάστημα. Όμως εφόσον η κρίση συνεχιστεί, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξηθούν, οδηγώντας είτε σε ανάγκη αύξησης κεφαλαίων, είτε σε εφαρμογή της οδηγίας περί bail - in που τυπικά εφαρμόζεται από 1/1/2016 που οδηγεί σε ανάγκη συμμετοχής ομολογιούχων, μετόχων και καταθέσεων στην όποια κεφαλαιακή ανάγκη προκύψει, με ό,τι αυτό σημαίνει για όλους μας.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.