Της Αγγελικής Κώττη
Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, όπου κάθε καλοκαίρι δίνονται παραστάσεις αρχαίου δράματος, είναι ίσως το τελειότερο αρχαίο θέατρο. Κι όμως, το θέατρο αυτό, που μπορεί να φιλοξενήσει έως και 14.000 θεατές και διαθέτει τέλεια ακουστική, είχε επί πολλούς αιώνες κρυφτεί από τα μάτια του κόσμου. Καθώς δημιουργήθηκε σε μία χαράδρα, δεν ήταν δύσκολο να αποτελέσει μέρος του Κυνόρτιου όρους, το οποίο βρίσκεται πάνω του, και να φτάσει μέχρι τις μέρες μας με λίγες αβαρίες.
Το μνημείο αναζήτησε και εντόπισε ο Παναγής Καββαδίας, φημισμένος αρχαιολόγος του 19ου αιώνα (αλλά και πολύ δύσκολος άνθρωπος και προϊστάμενος). Όταν, στα 1881κατάλαβε πού ήταν, από το σχήμα του κοίλου του, όταν δηλαδή το εντόπισε ενσωματωμένο από τον Χρόνο στην πλαγιά του βουνού, διαπίστωσε πως το μέρος είχε μετατραπεί σε δάσος. Χρειάστηκε μία εβδομάδα για να κοπούν τα δέντρα και πολύς καιρός για να αποκαλυφθούν τα μάρμαρα κάτω από 1,5μ χώμα. Συνέχισε τις ανασκαφές μέχρι και το 1883, μέσω της Αρχαιολογικής Εταιρείας με μόλις 800 δραχμές στην τσέπη.
Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, όπου βρίσκεται το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της αρχαιότητας. Ανήκε στην πόλη της Επιδαύρου, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση της σημερινής κωμόπολης της Αρχαίας (Παλαιάς) Επιδαύρου.
Τα οικοδομήματα του Ασκληπιείου-κτίρια λατρείας, αθλητικές εγκαταστάσεις, θέατρο, λουτρά κλπ- απλώνονταν σε μια ορεινή κοιλάδα περιβαλλόμενη από βουνά. Το Ασκληπιείο συνέδεε με την πόλη της Επιδαύρου δρόμος, μεγάλα τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα σχεδόν παράλληλα με την σύγχρονη άσφαλτο.
Όπως αναφέρει η Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Επιδαύρου, «το Θέατρο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου οικοδομήθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της Κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Το μοναδικό αυτό μνημείο, το τελειότερο και διασημότερο αρχαίο ελληνικό Θέατρο, το οποίο συνδυάζει την κομψότητα με την τέλεια ακουστική, είναι κατά τον Παυσανία, έργο του Πολύκλειτου (του Νεώτερου), του δημιουργού της Θόλου στο ίδιο ιερό.
Το μνημείο κτίστηκε για να τελούνται σ΄ αυτό οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων. Επίσης δίνονταν σ'' αυτό παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στην λατρεία του Ασκληπιού. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., το κοίλο του επεκτάθηκε και η χωρητικότητα του από περίπου 8.000 αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκε το σκηνικό οικοδόμημα έτσι ώστε οι ηθοποιοί να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλ. στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σ'' αυτό. Κατά την Ρωμαιοκρατεία διατήρησε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού Θεάτρου, ακόμη και μετά την επισκευή του από τις καταστροφές που υπέστη κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα.»
Το κτισμένο με πωρόλιθους σκηνικό οικοδόμημα ήρθε στο φως ερειπωμένο. Αποτελείται από το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, η μία στην πρόσοψη του προσκήνιου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες και η άλλη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. η πλευρά αυτή κλείστηκε, ενώ αντιθέτως στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχτηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για την διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν. Το σκηνικό οικοδόμημα διακοσμούσαν και γλυπτά, από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν.
Σύμφωνα με τον Καββαδία, φαίνεται ότι στην αρχή γκρεμίστηκε το ημικυκλικό τείχος, που περιέβαλε το κοίλο. Εξαιτίας αποκοπής ξυλείας, ή για άλλους λόγους, άρχισε η κατολίσθηση χωμάτινων όγκων από το Κυνάρτειο όρος πού κατακάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του κοίλου. Αργότερα, ακολούθησε μεγάλος σεισμός, όπως αποδεικνύει ο τρόπος πού έπεσαν οι λίθοι της κρηπίδας. Με αυτόν το σεισμό έπαθε ζημιές το διάζωμα, πού διαιρούσε το κοίλο στην πάνω και κάτω ζώνη, και μετακινήθηκαν τα περισσότερα από τα καθίσματα. Τότε φαίνεται ότι έπεσε και η σκηνή.
Στη συνέχεια η σκηνή φαίνεται ότι οικοδομήθηκε και χρησίμευσε σαν κατοικία, ενώ στους χρόνους της Τουρκοκρατίας κατασκευάστηκε και καμίνι στην ανατολική πλευρά της.
Η αρμονία αυτού του υπέρλαμπρου μνημείου οφείλεται στον μοναδικό του σχεδιασμό βασισμένο σ'' ένα κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για την χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων του κοίλου. Περίφημη είναι και η ακουστική του Θεάτρου αυτού.
Από το 1954 πραγματοποιούνται στο φυσικό τους χώρο κάθε καλοκαίρι παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Το θέατρο λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες. Το 395 μ.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το 426 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα τη λειτουργία των Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας. Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση του χώρου. Το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε προσχώσεις μικρού βάθους και διασώζεται. Αντιθέτως, τα προεξέχοντα ερείπια της σκηνής λεηλατούνται συστηματικά καθ' όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.
Το 1988, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.