Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η Βενεζουέλα, μία από τις σημαντικότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής, βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πώς έφτασαν τα πράγματα εκεί και τι μπορεί αυτό να σημαίνει για την παγκόσμια αγορά είναι κάτι που αξίζει να το εξετάσουμε.
Η συζήτηση για οτιδήποτε αφορά τη Βενεζουέλα είναι πολιτικά φορτισμένη. Η χώρα, στο μακρινό παρελθόν, κυβερνιότανε από μια κυβέρνηση που θεωρείται ότι προστάτευε συστηματικά τα συμφέροντα της εγχώριας κλεπτοκρατίας και ξένων εταιρειών, διατηρώντας παράλληλα απεριόριστη φτώχεια για την πλειοψηφία του κόσμου. Αυτό, κατά κάποιους, άλλαξε κάπως με την κυβέρνηση του στρατηγού Τσάβες, που αποκατέστησε, κατά πολλούς, από το 1999 που εξελέγη Πρόεδρος, πολλές από αυτές τις αδικίες, δημιουργώντας κοινωνικό ιστό –εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια– παρότι πολεμήθηκε από την οικονομική ολιγαρχία και παλιούς κλεπτοκράτες, ενώ, κατά άλλους, δημιούργησε μια νέα πολιτική κάστα που πήρε στα χέρια της την εξουσία και περιόρισε την επιχειρηματικότητα.
Αν η αλήθεια τείνει πιο πολύ προς την πρώτη ή τη δεύτερη άποψη είναι κάτι προς συζήτηση και δεν θα το εξετάσουμε εδώ. Χωρίς αμφιβολία, όμως, η χώρα είναι περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό για το οικονομικό της μοντέλο, με κατεύθυνση προς τον σοσιαλισμό, παρά για το σημαντικότερο περιουσιακό της στοιχείο που είναι το πετρέλαιο. Όμως αυτό αδικεί τη χώρα, καθώς διαθέτει, σύμφωνα με την ΙΕΑ, όχι μόνο το 4% της παγκόσμιας παραγωγής (οι ΗΠΑ έχουν το 9%, για να συγκρίνουμε), αλλά, το κυριότερο, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο (οι ΗΠΑ έχουν μόλις 2%), αποτελώντας την πρώτη χώρα σε αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο, και μάλιστα με γεωγραφική θέση κοντά στις ενεργοβόρες μεγάλες χώρες Βραζιλία και ΗΠΑ.
Η οικονομική εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο, ιδιαίτερα για τη συναλλαγματική ισοτιμία του βολιβιανού νομίσματος (μπολιβάρ), είναι μεγάλη, καθώς το 95% των συναλλαγματικών εσόδων έρχονται από πετρέλαιο, ενώ επίσης ο κρατικός προϋπολογισμός επηρεάζεται από την πορεία των εσόδων αυτών! Στο τελευταίο διάστημα, η χώρα προτιμά να έχει μια σταθερή ισοτιμία με το δολάριο και να κάνει μια γερή υποτίμηση όποτε τα πράγματα φτάνουν στα άκρα. Κάθε τρία χρόνια, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2010 και τον Φεβρουάριο του 2013, υπήρξε από μια γερή υποτίμηση 50% και 35%, αντιστοίχως. Όμως, είναι εμφανές ότι με την κατάρρευση των τιμών πετρελαίου, του σημαντικότερου εξαγωγικού προϊόντος, οι ισοτιμίες αυτές αποτελούν πλέον περισσότερο μια επιθυμία παρά μια πραγματικότητα, κάτι που σαφέστατα αντικατοπτρίζεται στη μαύρη αγορά, όπου υπάρχουν πολύ χαμηλότερες αξίες. Σε αυτήν τη φάση η κυβέρνηση, εφόσον οι τιμές πετρελαίου μείνουν χαμηλές, δηλαδή στις τιμές πώλησης κοντά στα 21 - 22 δολάρια το βαρέλι που εισπράττει, προ μεταφοράς αντί 70 - 75 που θα χρειάζονταν, θα έχει ανάγκη 20 - 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να καλύψει εγχώριες ανάγκες από μη πετρελαϊκές πηγές, ενώ επίσης η αξία του ξένου χρέους της, για το οποίο τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν τριπλασιαστεί, αποτιμάται από ορισμένους τόσο χαμηλά όσο στο 20% της ονομαστικής του αξίας!
Επί του παρόντος, το κενό καλύπτεται με υψηλό πληθωρισμό στην εγχώρια αγορά, όμως οι ανησυχίες αυξάνουν ανάμεσα στους ξένους δανειστές. Με τιμές πετρελαίου σε τόσο χαμηλά επίπεδα, το ήμισυ των εσόδων ουσιαστικά θα κατευθύνεται σε ξένους πιστωτές, θυμίζοντας το ελληνικό πρόβλημα. Ουσιαστικά η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Βενεζουέλας, που είναι στον πολιτικά φιλελεύθερο χώρο, θα βρεθεί στο δίλημμα είτε να αναδιαρθρώσει το χρέος άμεσα, είτε να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, ώστε να καλύψει τα χρηματοδοτικά κενά που προκύπτουν. Κατ'' ουσίαν, επομένως, αν δεν κινηθεί ταχύτατα προς αναδιάρθρωση χρέους, η χώρα οδεύει στην αγκαλιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πριν ή μετά τον Νοέμβριο του 2016, ή θα κηρύξει χρεοκοπία βασισμένη στην αδυναμία που αντιμετωπίζει, ή και τα δύο, κάτι που δημιουργεί πανικό τόσο στην αγορά νομισμάτων όσο και ομολόγων.
Το κυριότερο, αυτό αποτελεί ένδειξη για το ποια θα είναι η μοίρα άλλων χωρών με μεγάλη εξάρτηση στο πετρέλαιο και με μεγαλύτερο γεωστρατηγικό και οικονομικό ρόλο. Ήδη η Σαουδική Αραβία και η Νιγηρία, χώρες με σημαντική παραγωγή πετρελαίου, προσπαθούν να καλύψουν πόρους που έχασαν από πετρελαϊκά έσοδα μέσω δανεισμού στην αγορά ομολόγων, ενώ χώρες όπως η Ρωσία, Καναδάς, Βραζιλία, Μεξικό και Νορβηγία θα αντιμετωπίσουν παρόμοια διλήμματα. Το τι συμβαίνει επομένως στη Βενεζουέλα είναι κάτι που δυστυχώς προϊδεάζει μια σειρά άλλες χώρες με εξάρτηση στο πετρέλαιο, δημιουργώντας σενάρια τρόμου για τρεις σημαντικές αγορές παγκοσμίως, την αγορά συναλλάγματος, την αγορά ομολόγων αλλά και την αγορά μετοχών. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αλλαγή του κλίματος της αγοράς μετοχών στις δυτικές χώρες σε «bear market» δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα και δυστυχώς προϊδεάζει για απότομη πτώση αξιών, στο επόμενο διάστημα, όχι μόνο στις μετοχές, αλλά και στις άλλες αγορές αξιών.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.