Η συγγραφέας Τίτσα Πιπίνου ζει στη Ρόδο, σ’ έναν όμορφο τόπο. Και οι ήρωές της ζουν συνήθως εκεί. Στα τελευταία βιβλία της όμως, και στο «Κορίτσι του Αλεσάνδρο» και στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Το σπίτι με τις φοινικιές», ιστορικά και τα δυο, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, διαδραματίζονται σε δύσκολες εποχές. Έτσι οι ήρωες αναγκάζονται να φύγουν από τον τόπο τους.
Η συγγραφέας στη συνέντευξη που ακολουθεί θα αναγνωρίσει ότι «το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα ήταν όντως μια δύσκολη εποχή για όλους αφού έγιναν δύο μεγάλοι πόλεμοι, κατοχές, πείνα, φτώχεια και μετανάστευση. Είναι μια γοητευτική εποχή για τη λογοτεχνία, όχι όμως να τη ζει κάποιος.»
Έτσι συμβαίνει συνήθως. Ό,τι σ’ αρέσει στα βιβλία, να μη σ’ αρέσει στην ίδια σου τη ζωή. Κατά συνέπεια «ο ήρωας της ιστορίας μου πολέμησε για κάτι που πίστευε μεγάλο, για τα ιδεώδη του. Όμως αποδείχτηκε ψευδαίσθηση. Σκέτος ρομαντισμός. Είναι απογοητευτικό όλο αυτό που συμβαίνει ειδικά στους νέους που πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μέχρι να διαπιστώσουν ότι είναι ο κόσμος που αλλάζει αυτούς. Μόνο τα νιάτα τρέφουν αυτές τις ψευδαισθήσεις», η συγγραφέας Τίτσα Πιπίνου μας εξηγεί.
Επιμένοντας ιδιαίτερα στο Liberal.gr για το πώς η ανθρώπινη θέληση κι εμμονή νικά το εφήμερο της ύπαρξης και της ανθρώπινης τραγωδίας στην τελική: «Όπως το παιδί που φτιάχνει με υπομονή το εφήμερο κάστρο του στην άμμο αν και ξέρει ότι το πρώτο κυματάκι θα το ισοπεδώσει. Είναι τόσο έντονη αυτή η επιθυμία που ο άνθρωπος ξεχνά τον θάνατο και δρα με την προοπτική της αιωνιότητας. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, κάνει την ανθρωπότητα να προχωρά προς τα μπρος. Αν σκεπτόμαστε το εφήμερο της ύπαρξης μας, ούτε αιώνια παλάτια θα χτίζαμε αφού κάποιος μετά από εμάς θα τα κατοικήσει, ούτε δρόμους θα φτιάχναμε αφού άλλοι άνθρωποι μετά από εμάς θα τους διαβούν, ούτε τέχνη θα κάναμε αφού ούτε ο Σαίξπηρ, ούτε και ο Όμηρος στο τέλος όλων θα επιβιώσουν.»
Η κυρία Τίτσα Πιπίνου θα μας πει.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Πιπίνου, «Το σπίτι με τις φοινικιές», τα χρόνια της Αιγύπτου και του Καΐρου, αποτελούν ένα ψηφιδωτό και από το παρελθόν και τις μνήμες της δικής σας οικογένειας;
Το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία μιας οικογένειας κι όσων άλλων εμπλέκονται μαζί της που διατρέχει όλο τον περασμένο αιώνα μέσα από τις επανωτές κατακτήσεις των νησιών: Οθωμανοί, Ιταλοί, Γερμανοί, Άγγλοι και πως αυτό επηρέασε τη ζωή τους.
Όλη η οικογένεια του πατέρα μου έζησε για πάρα πολλά χρόνια στην Αίγυπτο. Επέστρεψαν κάποιοι μετά τον πόλεμο και την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα και κάποιοι αργότερα μετά την επανάσταση του Νάσερ. Ιστορίες από τη ζωή τους εκεί ακούγαμε συνέχεια. Ήταν καλή η ζωή στην Αίγυπτο γι’ αυτό μιλούσαν με νοσταλγία. Όλες αυτές οι διηγήσεις έγιναν και δικές μου μνήμες. Σαν παιδί το βαριόμουν όλο αυτό, ωστόσο σε τούτο το βιβλίο βρήκαν τη θέση τους, αλλοιωμένες φυσικά χάριν της ιστορίας που ήθελα να διηγηθώ.
- Γίνεται να κάνει κάποιος μυθοπλασία και να μην εμπεριέχεται προσωπικό βίωμα; Ακόμα και μια πολυθρόνα να περιγράψεις, δεν θα πρέπει να την έχεις δει ή έστω να την φαντάστηκες κάπου;
Ο συγγραφέας υπάρχει παντού στα βιβλία του. Είτε από προσωπικά του βιώματα, είτε βιώματα άλλων που άκουσε ή περιστατικά που παρατήρησε. Ακόμη κι αν η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με τις ιστορίες της ζωής του. Κι όσα δεν βίωσε ή δεν παρατήρησε βάζει τον εαυτό του στη θέση του ήρωα του και γράφει. Βέβαια εκ του ασφαλούς αφού όλα γίνονται στη φαντασία του κι όχι στην πραγματικότητα. Ακόμη και ο οικογενειάρχης συγγραφέας που γράφει για έναν κατά συρροή δολοφόνο ο ήρωας του έχει κάτι από εκείνον.
- Στα βιβλία σας επιλέγετε δύσκολες εποχές, τραγικά γυρίσματα της ιστορίας για να φανεί και το πραγματικό ανάστημα των ανθρώπων, στο «Σπίτι με τις φοινικιές» ποια είναι τα κομβικά ιστορικά σημεία που άλλαξαν τις ζωές των ηρώων για πάντα;
Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα ήταν όντως μια δύσκολη εποχή για όλους αφού έγιναν δύο μεγάλοι πόλεμοι, κατοχές, πείνα, φτώχεια και μετανάστευση. Είναι μια γοητευτική εποχή για τη λογοτεχνία, όχι όμως να τη ζει κάποιος.
Τα κομβικά σημεία της προσωπικής ιστορίας των ηρώων μου ήταν σίγουρα η εσωτερική μετανάστευση της οικογένειας Σαλίβερου προς τη Ρόδο για να πάνε τα παιδιά στο γυμνάσιο και η μετανάστευση της κόρης στην Αίγυπτο για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχε έντονη μετακίνηση εκείνα τα χρόνια για να επιβιώσουν οι άνθρωποι μιας και η ιταλική κατοχή που είχε επιβληθεί στα Δωδεκάνησα από το 1912 τους είχε φέρει όλους στα όρια της φτώχειας. Με τον τρόπο τους οι Ιταλοί έδιωχναν τους ντόπιους και έφερναν Ιταλούς κυρίως από τον δικό τους Νότο.
Η Ιστορία επηρεάζει τη μικροιστορία των ανθρώπων κατά τρόπο καταλυτικό.
- Αλλά και «Το σπίτι με τις φοινικιές» υπήρχε, αν θυμάμαι καλά ήταν το ξενοδοχείο των γονιών σας;
Όχι, δεν είναι το ξενοδοχείο. Το ξενοδοχείο το αναφέρω σε άλλα βιβλία μου, ακόμη κι αν σε κάποια εμφανίζεται σαν μεγάλο δίπατο σπίτι με κήπους και κιόσκια.
Υπήρχαν, κάποια έχουν διασωθεί σήμερα, εμβληματικά σπίτια μεγάλων οικογενειών της Ρόδου με φοινικιές στους κήπους τους. Οι φοινικιές έτσι πανύψηλες τα έκαναν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στα άλλα της γειτονιάς τους. Από εκεί το δανείστηκα, αυτό που περιγράφω όμως είναι επινοημένο.
- Κυρία Πιπίνου, υπάρχουν κοινά στοιχεία του 20ου αιώνα που δεν συναντάμε ή δεν θα συναντήσουμε πια στον 21ο αιώνα; Το συλλογικό όραμα για παράδειγμα; Την ελπίδα για έναν συνεχώς καλύτερο κόσμο, ενδεχομένως;
Πάντα, νομίζω οι άνθρωποι θα ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο. Και τον επόμενο αιώνα το ίδιο θα νιώθουν αυτοί που θα έρθουν στη θέση μας. Ήδη με τον προηγούμενο έχουμε πολλά κοινά κι ας είναι ο 21ος μόλις στο ξεκίνημα του. Και οι δύο ξεκίνησαν με μεγάλες επιδημίες. Ο προηγούμενος υπήρξε αιώνας μεγάλων ανακαλύψεων σε όλους τους τομείς, το ίδιο είναι κι αυτός που διαβαίνουμε τώρα. Η ταχύτητα αλλάζει μόνο. Τώρα όλα γίνονται πιο γρήγορα.
- Ή για τους ήρωες του βιβλίου σας στα γυρίσματα της ιστορίας αποδείχθηκε κι αυτό εγκαίρως ψευδαίσθηση;
Ο ήρωας της ιστορίας μου πολέμησε για κάτι που πίστευε μεγάλο, για τα ιδεώδη του. Όμως αποδείχτηκε ψευδαίσθηση. Σκέτος ρομαντισμός. Είναι απογοητευτικό όλο αυτό που συμβαίνει ειδικά στους νέους που πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μέχρι να διαπιστώσουν ότι είναι ο κόσμος που αλλάζει αυτούς. Μόνο τα νιάτα τρέφουν αυτές τις ψευδαισθήσεις.
- Ο Φρόυντ έχει πει ότι εδώ έχουμε έρθει να χάσουμε τα πάντα ακόμα κι αυτή καθ’ αυτή τη συνείδησή μας, ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του πως «και τούτο το ένα τελικά δεν υπάρχει», κυρία Πιπίνου, με τι κουράγιο, τελικά, κατά Μπόρχες «να χτίζει κανείς στην άμμο σα νάναι να χτίζει στην πέτρα;» Οι ήρωές σας από πού αντλούν αυτή τη δύναμη;
Από την επιθυμία τους για αυτό το ένα, για το λίγο όσο διαρκέσει. Από τον πόθο τους να ζήσουν στιγμές ή να αφήσουν κάτι πίσω τους, αν και ξέρουν ότι αυτό δεν θα διαρκέσει πολύ. Όπως το παιδί που φτιάχνει με υπομονή το εφήμερο κάστρο του στην άμμο αν και ξέρει ότι το πρώτο κυματάκι θα το ισοπεδώσει.
Είναι τόσο έντονη αυτή η επιθυμία που ο άνθρωπος ξεχνά τον θάνατο και δρα με την προοπτική της αιωνιότητας. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, κάνει την ανθρωπότητα να προχωρά προς τα μπρος.
Αν σκεπτόμαστε το εφήμερο της ύπαρξης μας, ούτε αιώνια παλάτια θα χτίζαμε αφού κάποιος μετά από εμάς θα τα κατοικήσει, ούτε δρόμους θα φτιάχναμε αφού άλλοι άνθρωποι μετά από εμάς θα τους διαβούν, ούτε τέχνη θα κάναμε αφού ούτε ο Σαίξπηρ, ούτε και ο Όμηρος στο τέλος όλων θα επιβιώσουν.
-Στα μυθιστορήματά σας, συνήθως, είναι πιο δυνατές οι ηρωίδες σας ή οι ήρωες; Οι γυναίκες αντέχουν πιο πολύ στα δεινά ή οι άντρες;
Θα έλεγα οι γυναίκες είναι συνήθως οι πιο δυνατές. Βέβαια είμαι επηρεασμένη από τις γυναίκες της γεωγραφικής περιοχής που ζω, των Δωδεκανήσων. Οι άνδρες το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και πιο πριν αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, στην Αίγυπτο, στην Αυστραλία ακόμη και σε μέρη όπως η Περσία τότε, και οι λιγότερο τολμηροί στη Ρόδο από μικρότερα νησιά για τα λίγο πάνω από το τίποτα μεροκάματα των Ιταλών. Οι γυναίκες έμεναν πίσω να μεγαλώσουν παιδιά, να κρατήσουν το σπίτι, τα χωράφια, τα ζώα, να φροντίσουν συγγενείς, να κάνουν κουμάντο στα χρήματα. Αυτές έπαιρναν αποφάσεις για τα πάντα γιατί οι άνδρες ήταν απόντες. Αυτό τις έκανε δυνατές.
-Το τυχαίο ποιον ακριβώς ρόλο παίζει στο βιβλίο και στη ζωή σας;
Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί πάντα, και στα βιβλία μου με απασχολεί και το επαναφέρω κάθε τόσο. Δεν ξέρω, προσπαθώ να καταλάβω, αν όσα μας συμβαίνουν είναι όντως τυχαία ή προδιαγεγραμμένα. Τείνω να πιστεύω ότι συμβαίνει το δεύτερο. Αν και φαινομενικά δείχνουν τυχαίες οι πράξεις που μας οδηγούν προς αυτά.
-Και ποια η δύναμη του τόπου; Το ίδιο ζουν και ερωτεύονται οι άνθρωποι στην Αθήνα ή στην Αλεξάνδρεια, στη Ρόδο ή στην Πάτρα; Μεγαλώνει αλλιώς ένα παιδί σε έναν όμορφο τόπο; Κυρία Πιπίνου, τελικά, η ομορφιά μπορεί να μας σώσει;
Ο τόπος παίζει πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας. Σίγουρα επηρεάζει τον τρόπο που μεγαλώνουμε, που ζούμε εντέλει, που ερωτευόμαστε. Σε μεγάλο βαθμό τι άνθρωποι γινόμαστε. Ο τόπος δεν είναι μόνο το τοπίο, τα σπίτια, αυτό που βλέπουμε γύρω μας, είναι οι άνθρωποι, η ιστορία, τα ήθη. Είναι ο τόπος της παιδικής μας ηλικίας που ξαναγυρνάμε κάθε τόσο. Η βάση μας.
Όσο για την ομορφιά, σίγουρα μπορεί να μας σώσει.
- Η τέχνη;
Η τέχνη κι αν μπορεί να μας σώσει! Αν δεν μπορούσε απλά δεν θα υπήρχε. Η τέχνη θα ήταν κάτι περιττό κι άχρηστο. Δεν είναι το χωράφι που καλλιεργείς και ξέρεις ότι θα βγάλεις το ψωμί σου. Είναι αέρας, ουτοπία. Είναι όμως αυτή που μας βοηθά σε όλα τα δύσκολα. Το λέω γιατί το έχω βιώσει αυτό. Μέσα στην καραντίνα το βιώσαμε όλοι. Αν δεν υπήρχαν τα βιβλία, η μουσική ακόμη και η τηλεόραση ο κόσμος θα τρελαινόταν.
- Τι είναι εκείνο, τέλος πάντων, που μπορεί να μας δώσει μια χείρα βοηθείας;
Να έχει ο ένας τον άλλον. Να πάψουμε να ήμαστε αδιάφοροι για τον διπλανό μας, γιατί κι εμείς ήμαστε οι διπλανοί κάποιου άλλου.
- Η πανδημία μας βοήθησε; Λογοτεχνικά; Ανθρώπινα;
Έχω την εντύπωση ότι τους περισσότερους μας βοήθησε γιατί επιτέλους και χωρίς εξαίρεση καμία καταλάβαμε ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Ότι όλα μπορούν να ανατραπούν, ακόμη και τα πιο απλά από τη μια ημέρα στην άλλη.
- Θα μου πείτε μπροστά στα βάσανα και τις ψευδαισθήσεις των ηρώων σας τα όσα ζούμε είναι ζωή χαρισάμενη, είναι και μια ασπίδα προστασίας από την πραγματικότητα η λογοτεχνία ή δεν το βλέπετε έτσι;
Είναι όντως παρήγορο να ξέρεις ότι όσα βάσανα και να βάλεις να περάσουν οι ήρωες σου, ακόμη και ο θάνατος κάποιων, αυτά δεν αφορούν εσένα τον ίδιο. Αυτή είναι και η δύναμη του συγγραφέα ότι μπορεί να δημιουργεί ένα κόσμο διαφορετικό, πιο επικίνδυνο, καμιά φορά τρομακτικό σε σχέση με την ασφάλεια της δικής του πραγματικότητας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους αναγνώστες. Το ίδιο και με τους θεατές των ταινιών. Ζούμε τα βάσανα και τα πάθη των ηρώων από την πολυθρόνα μας. Και μας αρέσει γιατί δεν συμβαίνουν όλα αυτά σε εμάς. Αν και δεν είναι απόλυτο αυτό, γιατί συχνά έχουμε δει τη ζωή να αντιγράφει την τέχνη, όπως συνέβη με την πανδημία.
- Κυρία Πιπίνου, να τελειώσουμε με το κοινότοπο, γιατί γράφετε; Γιατί γράφουν οι άνθρωποι;
Γράφω κυρίως γιατί περνώ καλά όταν το κάνω, γιατί στα δύσκολα με σώζει η γραφή. Επίσης γιατί μου αρέσει να ξέρω ότι αυτό που εγώ γράφω μόνη σε ένα δωμάτιο στον υπολογιστή μου, μια μέρα θα πέσει σε άγνωστα χέρια και κάποιος άνθρωπος που δεν θα συναντήσω ποτέ θα το διαβάσει. Είναι πολύ όμορφο αυτό το συναίσθημα. Νομίζω λίγο πολύ όλοι γι αυτούς τους λόγους γράφουμε.