Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Αν μου αρέσουν για κάτι οι γιορτές σαν τη σημερινή, είναι γιατί συνιστούν με την ύπαρξή τους και μόνο μία συνηγορία υπέρ του καταναλωτισμού. Γιατί αυτό κάνουν. Αλλά το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με τα Χριστούγεννα, και με το Πάσχα, και με τις ονομαστικές εορτές, και φυσικά με τα γενέθλια. Το σύνθημα είναι, «Αγοράστε, ξοδέψτε, χαρίστε!», και ναι: είναι ένα καλό σύνθημα. Το καλύτερο.
Βέβαια, τα συνθήματα γενικώς είναι καλά, και εκτονωτικά, και τραβούν πολύ κόσμο πίσω από τα πανό, αλλά το συγκεκριμένο δεν πείθει εύκολα, ή καλύτερα δεν πείθει όλους. Ή όχι πια. Ο αντίλογος είναι ο προφανής: «Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος». Ναι, ναι, σωστά. Δεν είναι αυτό το point μου όμως. Το point μου είναι ακριβώς ο καταναλωτισμός ως αξία. Ο αδικημένος και παρεξηγημένος καταναλωτισμός. Παρεξηγημένος και από τους ίδιους τούς καταναλωτές, για όνομα του καλού Θεού.
Το έχουμε ξαναπεί από αυτή τη στήλη, και δεν θα παύουμε να το λέμε. Δεν ζούμε και δεν εργαζόμαστε και δεν πολιτικοποιούμαστε για να πάει η ανθρωπότητα στ' αστέρια, για να μη χαθούν οι τελευταίοι γκρι-μπλε ρινόκεροι ή για να σταματήσουν οι πόλεμοι. Για κάτι τέτοια υπάρχουν οι χίπηδες, ή οι ονειροπόλοι με υπαρξιακά ή/και νευρολογικά προβλήματα, και εκείνοι που δουλεύουν τους αγαθιάρηδες. Ή οι ακτιβιστές με μεσσιανικό όραμα. Ή οι οραματιστές επιστήμονες. Ή οι μεγάλου ειδικού βάρους πολιτικοί. Ή τα ισχυρά κράτη.
Όχι. Εμείς ζούμε, εργαζόμαστε και πολιτικοποιούμαστε για να έχουμε χρήματα να βγαίνουμε την Κυριακή το πρωί για καφέ με το βιβλίο μας (α, ναι: ΚΑΘΕ Κυριακή, το φαντάζεσαι;), για να μπορούμε να αγοράζουμε αυτό το βιβλίο (χρόνος διαρκείας: για να μπορούμε να αγοράζουμε πάντα αυτό το καινούργιο βιβλίο που έχουμε βάλει στο μάτι), για να μη διαλέγουμε διαρκώς τα πιο φτηνά ζυμαρικά ετικέτας, για να έχουμε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια της προκοπής, απ' αυτά που απορροφούν τους κραδασμούς άμα τρέχεις, για να μπορούμε να πληρώνουμε τη συνδρομή μας στο γυμναστήριο, και τη συνδρομή του σπιτιού μας στο συνδρομητικό κανάλι της τηλεόρασης (και για να πάψει το Netflix να μας στέλνει ραβασάκια ειδοποιώντας μας ότι πάλι μάς το έκοψε), και για να εξοφλούμε τους λογαριασμούς χωρίς να μετράμε τα ψιλά πάνω στο τραπεζάκι με τα κλειδιά μας, ή χωρίς να ψάχνουμε τις τσέπες από τα παλτά στην ντουλάπα για κέρματα.
Ζούμε, εργαζόμαστε και πολιτικοποιούμαστε για να βγάλουμε χρήματα ώστε να μπορέσουμε να αγοράσουμε εκείνη την καρέκλα που σου κρατάει καλά τη μέση, να κάνουμε εκείνο το ταξίδι που ονειρευόμαστε —ακόμα και αν πρέπει να κλείσουμε ένα χρόνο πριν τα αεροπορικά για να βγουν φτηνότερα—, για να μην αγοράζουμε χύμα σκυλοτροφή αφαιρώντας χρόνια από τη ζωή του σκυλιού μας, για να μπορέσουμε να βάλουμε στο οικογενειακό πρόγραμμα την αλλαγή του καναπέ που έκλεισε εικοσαετία και βουλιάζει όπου και να κάτσεις επάνω του, για να αγοράσουμε μια δεύτερη ή τρίτη σκακιέρα επειδή έτσι μας τη βάρεσε, για να πάμε μια μέρα μόνοι σε κείνο το εστιατόριο της μόδας για το οποίο μιλάνε όλοι, για να κατεβάσουμε τα τραγούδια που θέλουμε από νορμάλ κανάλια αγοράς μουσικής και όχι από πειρατικές πλατφόρμες για να πλουτίζουν νταβατζήδες, για να κάνουμε την αποκοτιά να παραγγείλουμε ένα κάδρο με ένα από τα αγαπημένα μας εξώφυλλα του New Yorker και να το κρεμάσουμε συγκινημένοι πάνω από το γραφείο μας από το ΙΚΕΑ, για να είμαστε σε θέση να αγοράσουμε ένα καλό ουίσκι στον φίλο μας που μας κάλεσε, ή όχι ένα απλώς τίμιο κρασί στη φίλη που θα μας κάνει το τραπέζι αλλά ένα καλό κρασί — ή και δύο φιάλες, αν μας αρέσει πολύ. Η κοπέλα.
Ζούμε, εργαζόμαστε και πολιτικοποιούμαστε για να έχουμε χρήματα να στολίζουμε τη ζωή μας. Όσο γίνεται. Γίνεται περισσότερο; Περισσότερο. Γίνεται μέχρι εδώ; Μέχρι εδώ… αλλά και μια στάλα περισσότερο. Η ζωή μας είναι ένα δώρο εν προόδω για την ίδια μας τη ζωή. Δεν είναι κάτι άλλο. Και ομορφαίνει με τους ανθρώπους που μας επιλέγουν να είναι κοντά μας και γύρω μας — με την επιβράβευση των φίλων και των γνωστών — με το ανθρώπινο, καθαρό, πράσινο περιβάλλον — με την τεχνολογία — με τα ταξίδια — με τα βιβλία — με περισσότερα βιβλία — με τα λουλούδια — με τη μουσική — με τα γλυκά — με τα δώρα — με την αγάπη.
Ζούμε, εργαζόμαστε και πολιτικοποιούμαστε για να έχουμε διάθεση να αγαπάμε. Και για να έχουμε πολύ περισσότερους τρόπους να τη δείχνουμε από ό,τι με ένα φιλί.