Του Κωνσταντίνου Βέργου *
Η άνοδος επιτοκίων στις ΗΠΑ που έγινε πρόσφατα ακολουθήθηκε από υποχώρηση τιμών κατά 7%, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες της επενδυτικής κοινότητας για το μέλλον των χρηματιστηριακών αξιών, καθώς αυτή η 7% πτώση τιμών σημαίνει ότι όλα τα χρηματιστηριακά κέρδη ενός έτους εξανεμίστηκαν σε διάστημα μιας εβδομάδας.
Οι ανησυχίες αυτές είναι εντονότερες σε περιφερειακές αγορές, όπως η ελληνική, που διακρίνονται όχι μόνο από μεγαλύτερη μεταβλητότητα τιμών (35% διακύμανση στο Χ.Α., αντί 18% διακύμανσης σε μεγάλες αγορές, όπως της Νέας Υόρκης ή Λονδίνου), αλλά και από σημαντικές απώλειες τιμών που προηγήθηκαν, συνέπεια των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων και της πολιτικής αστάθειας.
Η ανησυχίες μεταξύ των Ελλήνων επενδυτών είναι εντονότερες, όχι μόνο λόγω των σημαντικών απωλειών αξιών που είχαν κατά τα τελευταία χρόνια, αλλά και για δυο ακόμη λόγους. Πρώτον, για πρώτη φορά κατά τους τελευταίους μήνες η αγορά φαίνεται να προσεγγίζει επίπεδα τιμών κοντά στις 660-680 μονάδες, που, εφόσον διασπαστούν, μπορεί να πυροδοτήσουν αθρόες πωλήσεις και να οδηγήσουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές για λόγους καθαρά ψυχολογικούς, καθώς σπάνε τα επίπεδα στήριξης της αγοράς.
Δεύτερον, για μεγάλη μερίδα επενδυτών, η παρούσα κυβέρνηση δεν προχώρησε στις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» προς την κατεύθυνση ενός πιο ορθολογικού κράτους, τουλάχιστον με την έννοια που η αγορά αντιλαμβάνεται. Η γραφειοκρατία συνεχίζεται και η χώρα είναι εγκλωβισμένη στη «μέγγενη» των πιστωτών, που εστιάζεται στην είσπραξη φόρων, που φτάνουν σε επίπεδα υψηλότερα του επιπέδου που μπορεί να αντέξει η οικονομία, συνεχίζοντας να στραγγαλίζουν το αγοραστικό εισόδημα των εργαζομένων αλλά και το επιχειρείν. Οποιοσδήποτε απεγκλωβισμός της οικονομίας από την κρίση και ανάπτυξη της τάξης του 4% - 5% θα επέτρεπε μια πιο αισιόδοξη νότα στην αποτίμηση της αγοράς, αλλά και μια έκρηξη επενδύσεων, που συνήθως συνοδεύει μακρόχρονες περιόδους ύφεσης.
Το ότι οι Έλληνες επενδυτές είναι πιο ανήσυχοι, δεν σημαίνει ότι διεθνώς υπάρχει ενθουσιασμός ή έστω εφησυχασμός για το μέλλον των επενδύσεων σε μετοχικές αξίες. Τα κέρδη της αμερικανικής αγοράς, για παράδειγμα, κατά το τελευταίο έτος περιορίζονται ουσιαστικά στη μερισματική απόδοση, δηλαδή στα μερίσματα που διανεμήθηκαν της τάξης του 2% - 3%, καθώς δεν υπήρξε ανατίμηση του, κατά το τελευταίο έτος! Τα κέρδη άλλων αγορών, από την άλλη πλευρά, είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μονοψήφια σε δολαριακή βάση, που είναι η σωστή βάση για να συγκριθούν με το αμερικανικό χρηματιστήριο, ενώ κατά μέσο όρο είναι ανύπαρκτα. Μεγάλες αγορές χωρών όπως της Λατινικής Αμερικής, της Κίνας, ή της Ρωσίας έχουν υποστεί, για διαφορετικούς λόγους, σημαντική καθίζηση, αντικατοπτρίζοντας τους σημαντικούς κινδύνους με τους οποίους συνδέεται η ανάπτυξη στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες αυτές χώρες.
Η πρωτοφανής καλοκαιρία που υπήρξε στο βόρειο ημισφαίριο το δεύτερο τρίμηνο του 2016, από την άλλη πλευρά, και που συνεχίζεται ως και τώρα, επέτρεψε καλύτερους, του αναμενόμενου, ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και μειωμένη ανάγκη για κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου για τον ίδιο λόγο, επιταχύνοντας την πτώση τιμών του σε επίπεδα χαμηλά, οδηγώντας σε παράλληλη κατάρρευση τις τιμές των εμπορευμάτων (commodities) για λόγους τεχνικούς (συνδέονται με τιμές πετρελαίου) και παραγωγικούς (υπερπαραγωγή). Στην παρούσα φάση, αυτό εξυπηρετεί την αμερικανική οικονομία, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη, κατανάλωση, επιχειρηματικά κέρδη και απασχόληση (από 9%, η ανεργία είναι τώρα 5%), αλλά θα είναι δύσκολα διατηρήσιμο ακριβώς επειδή οφείλεται στις ευνοϊκές συγκυρίες που περιγράφτηκαν και είναι δύσκολο να επαναληφθούν για άλλο ένα εξάμηνο!
Να οδός των επιτοκίων, επομένως, που ξεκίνησε στις ΗΠΑ, που είναι απόλυτα λογική και τερμάτισε μια μακρά περίοδο τεχνητά χαμηλών επιτοκίων, μοιραία θα οδηγήσει σε διόρθωση τιμών, σε βάθος χρόνου 6 ως 9 μηνών. Όμως, επί του παρόντος δεν υπάρχει αφορμή για διόρθωση τιμών, καθώς η ραγδαία πτώση τιμών του πετρελαίου θα επιτρέψει, κατά τη γνώμη μας, επιπλέον βελτίωση των βραχυπρόθεσμη προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας και ενίσχυση των επιχειρηματικών κερδών, καθώς το πετρέλαιο είναι το 13% - 16% του κόστους των εταιρειών, και η πτώση επομένως τιμών πετρελαίου βοηθάει σε ενίσχυση κερδών της τάξης του 8% - 12% σε επίπεδο τρίμηνου και παράλληλη ανατίμηση χρηματιστηριακών αξιών.
Οι κίνδυνοι, κατά τη γνώμη μας, εστιάζονται στην περίοδο τέλους Ιανουαρίου προς μέσα Φεβρουαρίου, όπου παραδοσιακά εξελίσσονται νομισματικές κρίσεις, και αυτήν τη φορά μπορεί να ξεκινήσουν με αιτία την άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων, που θα έχουν δυο ακόμη ανατιμήσεις εντός των επόμενων 6 μηνών.
Η αγορά επομένως, πλην απροόπτου, πιθανότατα θα βιώσει ένα νέο χριστουγεννιάτικο ράλι τιμών, μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, μέχρι να εμφανιστούν συμπαγές παράγοντες κινδύνου που να αλλάξουν σημαντικά τα παραγωγικά και ψυχολογικά δεδομένα που μπορεί να επηρεάσουν τις μετοχικές αξίες.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.